Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

"ΣΥΝΑΞΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ" Για την επιστολή Οικ. Πατριάρχη πρός Αρχιεπίσκοπο



ΣΥΝΑΞΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ

 

ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΗ  ΚΑΙ  ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΑ  ΜΕΤΕΩΡΗ  Η  ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ  ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΑΘΗΝΩΝ  

Εἰσαγωγή. Τὸ ὕφος καὶ τὸ ἦθος τῆς Πατριαρχικῆς Ἐπιστολῆς.

Μεσούσης τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, στὶς 16.3.2012, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατρι­άρχης κ. Βαρθολομαῖος ἀπέστειλε ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυμο, ἡ ὁποία ἀναφέρεται σὲ θέματα τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως.

Ἡ  πατριαρχικὴ ἐπιστολὴ μᾶς ὑπενθυμίζει ἄλλη παλαιότερη (τοῦ 2009), πα­ρομοίου περιεχομένου, μὲ τὴν ὁποία ὁ Πατριάρχης κατήγγειλε τὴν «Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» ὡς πρόξενο σχίσματος καὶ ζητοῦσε τὴν ἐπι­βολὴ αὐστηρῶν ποινῶν στοὺς πρωτεργάτες της. Ὅμως ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἄλλως τὰ οἰκονόμησε καὶ -δόξα τῷ Θεῷ- ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ ἔγινε ἀφορμή, ὥστε γιὰ πρώτη φορὰ νὰ συζητηθεῖ ἀναλυτικὰ ἐπὶ διήμερον (15-16.10.09) στὴν Ἱερὰ Σύν­οδο τῆς Ἱεραρχίας ἡ πορεία τοῦ Διμεροῦς Θεολογικοῦ Διαλόγου μὲ τοὺς Ρω­μαιοκαθολικοὺς.

Στὴ συζήτηση στὴν Ἱεραρχία ἀποκαλύφθηκαν πρακτικὲς καὶ στοιχεῖα τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως τὰ ὁποῖα ἐπιμελῶς ἐκρατοῦντο κρυφὰ ἀπὸ τοὺς Ἱεράρχες μας.

Ἡ Ἱεραρχία μας ὀρθῶς ἐνεργοῦσα δὲν καταδίκασε τὴν «Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» οὔτε τοὺς πρωτεργάτες της, ὅπως φορτικὰ τῆς εἶχε ζητηθῆ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη.....

Δὲν εἶναι τῆς παρούσης ὁ σχολιασμὸς ἐκείνης τῆς ἀποφάσεως, ποὺ εἶχε τότε γίνει ἀπὸ μέλη τῆς Συνάξε­ώς μας.

Ὅμως διαβάζοντας τὴν πρόσφατη ἐπιστολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καὶ βλέποντας τὸ ὕφος μὲ τὸ ὁποῖο εἶναι γραμμένη, δὲν μποροῦμε νὰ μὴν ἐν­θυμηθοῦμε τὴν παρ. 6 τοῦ ἀνακοινωθέντος τῆς Ἱεραρχίας (16.10.2009), μὲ τὴν ὁποία ἀπευθύνεται στὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν μὲ τὴν ἄκρως συγκινητικὴ φρά­ση: ἡ Ἱεραρχία «παρακαλεῖ τοὺς πιστοὺς νὰ ἐμπιστεύονται τοὺς ποιμένες». Εἶναι πρόδηλη ἡ διαφορὰ ἤθους καὶ ὕφους τῆς παλαιᾶς συνοδικῆς ἀποφάσεως καὶ τῆς παρούσης πατριαρχικῆς ἐπιστολῆς: Ἡ Ἱεραρχία ἐκφράζουσα τὴν Ἐκκλησία - μάνα ἀπευθύνεται στὰ παιδιὰ της. Ὁ ἐπίσκοπος, ὡς πατέρας καὶ ὄχι ὡς πατριός, ὁμιλεῖ στὰ παιδιὰ του. Ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπευθύ­νεται μὲ ἰδιαίτερο σεβασμὸ στὰ πρόσωπα τῶν πιστῶν καὶ κατανοεῖ τὴν εὔλογη ἀνησυχία τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅσα τεκταίνονται στὰ πλαίσια τῆς Οἰ­κουμενικῆς Κινήσεως. Δυστυχῶς τέτοια ὑγιῆ ἐκκλησιολογικὰ στοιχεῖα δὲν μπο­ροῦμε νὰ βροῦμε στὴν πατριαρχικὴ ἐπιστολή. Ἀντίθετα μὲ πολλὴ λύπη διαπι­στώνουμε ἱεροκρατικὲς ἀντιλήψεις ἐπιβολῆς, φίμωσης καὶ πάταξης τῆς φωνῆς, τῆς ἀγωνίας καὶ τῆς ἀνησυχίας τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ.

Ἂς ἐξετάσουμε ὅμως τὰ βασικὰ σημεῖα τῆς πατριαρχικῆς ἐπιστολῆς: 

Α´. Βατικάνεια Ἐκκλησιολογία

Τὸ πατριαρχικὸ ἔγγραφο, δυστυχῶς, ἑδράζεται ἐπὶ στοιχείων βατικανείου ἐκκλησιολογίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἕνας ἐπίσκοπος, ὡς δῆθεν «πρῶτος τῆς παγκοσμίου Ἐκκλησίας», μπορεῖ νὰ «ἀπολαμβάνει ἀνωτάτη, πλήρη, ἄμεση καὶ παγκόσμια κανονικὴ ἐξουσία στὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία μπορεῖ πάντα ἐλεύθερα νὰ ἀσκεῖ»!

Διότι, πῶς ἀλλιῶς μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθεῖ ἡ ἔμμεση, ἀλλὰ σαφὴς ἀπαίτηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου νὰ ἐγκρίνει αὐτὸς σὲ ποιὰ θεολογικὰ συνέδρια θὰ στέλνει ἐκπρόσωπο ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ θὰ μποροῦν νὰ συμμετέ­χουν οἱ Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος;

Πῶς ἀλλιῶς μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθεῖ τὸ ὕφος τῆς πατριαρχικῆς ἐπιστολῆς, ὁ συντάκτης τῆς ὁποίας ἀπευθύνεται ὡσὰν σὲ ἕνα ὑπὸ τὴν κανονική του δικαιο­δοσία ἁπλὸ κληρικό; Εἶναι ὕφος αὐτὸ ἐπιστολῆς σὲ ὁμότιμο «ἀδελφό», συνεπί­σκοπο καὶ μάλιστα Ἀρχιεπίσκοπο Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας; Τὸ ταπεινὸ φρόνη­μα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν παραβλέπει ἀσφαλῶς τὴν πρὸς τὸ πρόσωπό του ἀπρεπῆ λεκτικὴ συμπεριφορά, ὅμως τὰ θέματα κανονικῆς τάξεως στὴ διοί­κηση τῶν Ἐκκλησιῶν ἐπιβάλλουν τὸν ἐνδεδειγμένο σεβασμὸ πρὸς τὸν πρῶτον τῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Πῶς ἀλλιῶς νὰ ἑρμηνευθεῖ ἡ ἀπαίτηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου νὰ ἀ­πορρίψει καὶ καταδικάσει ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας ὅ,τι αὐτὸς θεωρεῖ ἄξιο κα­ταδίκης;

Λυπούμαστε, ἀλλὰ προφανῶς διέλαθε τὴν προσοχὴ τοῦ συντάκτου τῆς πα­τριαρχικῆς ἐπιστολῆς, ὅτι μόνον ὅταν ὑπάρχει ἔκπτωση ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη πί­στη, ἢ σοβαρὴ παραβίαση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, δικαιοῦται ἢ μᾶλλον ὑποχρεοῦ­ται ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης νὰ ἐνεργεῖ ὑπερορίως καὶ νὰ ἐπισημαίνει τὴν ἐκτροπή. Αὐτὴ ἡ ὑποχρέωση ὅμως δὲν εἶναι ἀποκλειστικὸ δικαίωμα τοῦ Οἰκου­μενικοῦ, ἀλλὰ ὑποχρέωση - δικαίωμα κάθε Ὀρθοδόξου ἐπισκόπου. Τέτοια ὅμως περίπτωση ἐκτροπῆς ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ κανονικὴ τάξη, ποὺ νὰ θεμε­λιώνει ὑπερόρια δικαιοδοσία, δὲν στοιχειοθετεῖται στὸ πατριαρχικὸ ἔγγραφο. 

Συνεπῶς, ἡ πατριαρχικὴ ἐπιστολὴ ὄχι μόνο παραβιάζει τὸν Τόμο Αὐτοκεφα­λίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ πάγιες κανονικὲς ἀρχὲς ποὺ διέπουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ ἐκφράζει ἐκτροπὴ σὲ παπικὲς ἐκκλησιολογικὲς θέσεις.

Στὴν περίπτωσή μας, ἄλλωστε, ὅπως καὶ σὲ πληθώρα ἄλλων στὶς ἡμέρες μας, οἱ ὅροι ἔχουν δυστυχῶς ἀντιστραφῆ, καθώς ὄχι λαϊκοὶ ἢ κληρικοί, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ Ἀρχιερεῖς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, καὶ ἄλλων δικαιοδοσιῶν, προβαίνουν μὲ ἐνέργειές τους στὴν παραβίαση τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ συμβάλλουν μὲ τοὺς λόγους καὶ τὶς ἐπιλογές τους στὴν ἀλλοίωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας.

Ἀναγκάζονται, ἔτσι, ὁ πιστὸς λαὸς καὶ οἱ ἁπλοὶ κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ νὰ ἐν­τοπίζουν καὶ νὰ ἐπισημαίνουν τὶς παραβιάσεις αὐτές, ὡς ἐκφραστὲς τῆς ὀρθο­δόξου ἐκκλησιολογικῆς καὶ δογματικῆς συνειδήσεως (βλ. Ἀπόφαση Πατριαρ­χῶν Ἀνατολῆς, 1848), ὅταν μάλιστα ἀποφεύγουν, νὰ πράξουν τὸ ἴδιο, ἐκτὸς μεμονωμένων ἐξαιρέσεων, αὐτοὶ τῶν ὁποίων εἶναι πρώτιστο καθῆκον καὶ ὑπο­χρέωση, οἱ Ὀρθόδοξοι, δηλαδή, Ἐπίσκοποι, καὶ τὰ συνοδικὰ ὄργανα τῶν τοπι­κῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, λόγῳ τῆς κακῶς νοουμένης φιλαδελφίας, εὐγε­νείας, ὑπακοῆς, τοῦ δῆθεν σεβασμοῦ πρὸς θεσμοὺς ἢ καὶ τῆς ἐπικλήσεως εἰδικῶν συνθηκῶν.

Β´. Μὲ τοὺς ἑτεροδόξους διαλεγόμεθα. Τῶν Ὀρθοδόξων κλείνουμε τὸ στόμα.


Στὸ πατριαρχικὸ ἔγγραφο ἐκφράζεται ἡ λύπη καὶ ἡ ἀγωνία τοῦ Πατριαρ­χείου «ἐκ τῶν δηλώσεων, ἐκδηλώσεων καὶ ἐν γένει κινήσεων ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Ὑμετέρας Ἐκκλησίας, καθ᾽ ἃς ἐκφράζονται θέσεις καὶ ἐκτιμήσεις καὶ ἀπόψεις ἥκιστα συμβιβαζόμεναι πρὸς τὸ Ὀρθόδοξον ἦθος καὶ ἔθος». Στὴ συνέχεια προσ­διορίζει ὅτι τὸ πρόβλημα ἔγκειται στὴν ἀσκουμένην «κριτικήν… εἰς τοὺς διεξα­γομένους μετὰ τῶν ἑτεροδόξων διμερεῖς καὶ πολυμερεῖς Θεολογικοὺς Διαλόγους καὶ τὰς διαχριστιανικὰς συναντήσεις ἐν τῷ Παγκοσμίῳ Συμβουλίῳ Ἐκκλησιῶν, τῷ Συμβουλίῳ Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἄλλοις παρεμφερέσι διαχριστιανικοῖς ὀργανισμοῖς».

Διερωτώμαστε ὅμως μὲ ὅλο τὸ σεβασμὸ στὸ θεσμὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρό­νου:

α) Ἀπὸ πότε καὶ βάσει ποιᾶς ἁγιογραφικῆς, πατερικῆς ἢ κανονικῆς διατά­ξεως ἡ ἀγωνία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν Ἀλήθεια τῆς πίστεως καὶ τὴν ἐν Ἀλη­θείᾳ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνακόλουθα ἡ ἄσκηση εὐπρεποῦς καὶ τεκμη­ριωμένης κριτικῆς σὲ πράξεις ἢ λόγους ἐκκλησιαστικῶν φορέων ἀποτελεῖ κανο­νικὸ ἐκκλησιαστικὸ ἀδίκημα, καὶ θὰ πρέπει νὰ ἐπιβληθοῦν ποινὲς στοὺς δῆθεν παρανομοῦντες; 

Μήπως ἀπέκτησε καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀλάθητο πάπα, κατὰ τῶν ἀποφάσεων τοῦ ὁποίου δὲν χωρεῖ οἱαδήποτε κριτική;

β) Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι πρόξενος χαρᾶς στοὺς ποιμένες ἡ ἐναγώνια ἐνα­σχόληση τῶν πιστῶν μὲ θέματα πίστεως; Ἢ μήπως αὐτὴ εἶναι ἀποδεκτὴ καὶ ἐπιτρεπτὴ μόνον, ὅταν ὁ λαὸς συμφωνεῖ καὶ ἐπικροτεῖ τὰ λεχθέντα καὶ πρα­χθέντα τῆς ἡγεσίας; Ὅμως μία τέτοια προσέγγιση δὲν εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ὑγιής, διότι ὑποδηλώνει ὑποβόσκουσα κληρικαλιστικὴ καὶ παπίζουσα νοοτρο­πία!

Καυχώμεθα γιὰ τὸ συνοδικὸ πολίτευμα διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλη­σίας ἐν συνόλῳ, ἀλλὰ καὶ τῶν κατὰ τόπους Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλη­σιῶν. Ἀσφαλῶς στὶς συνόδους συμμετέχουν ἐπίσκοποι, ἀλλὰ καθοριστικὸς εἶ­ναι καὶ ὁ ρόλος τοῦ πληρώματος (κλήρου καὶ λαοῦ) μὲ τὴν ἀποδοχὴ ἢ ἀπόρριψη τῶν συνόδων. Τὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία εἶναι πολλά: οἱ σύνοδοι Ἐφέσου (449), Ἱερείας (754) καὶ Φεράρρας - Φλωρεντίας (1439) ἀπορρί­φθηκαν ἀρχικὰ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ (κλήρου - λαοῦ) ὡς ληστρικές, καὶ μετὰ ἦλθε ἡ συνοδικὴ ἔκφραση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐτυμηγορίας τοῦ πληρώματος.

Πῶς λοιπὸν ποινικοποιεῖται, ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ, ἡ ἄσκηση κριτικῆς στὶς ἀ­ποφάσεις συνόδων ἢ προκαθημένων;

Ἂς μὴ ξεχνοῦμε καὶ τὴν πανορθόδοξη ἀπόφαση τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς (1848), ποὺ συμπυκνώνουν τὴν ὀρθόδοξη - πατερικὴ ἐκκλησιολο­γία γιὰ τὸ ρόλο τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ:«Παρ᾽ ἡμῖν οὔτε πατριάρχαι οὔτε σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰω­νίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ».

γ) Στὸ πατριαρχικὸ ἔγγραφο γίνεται μνεία τῆς ἀσκουμένης κριτικῆς στοὺς διαλόγους. Ποιὰ λοιπὸν ἀπάντηση προτείνει ἡ πρωτόθρονη Ἐκκλησία τῆς Κων­σταντινουπόλεως στὴν ἀσκούμενη κριτική; Δυστυχῶς, μόνο φίμωση καὶ τι­μωρία! Λυπούμαστε ποὺ ἀναγκαζόμαστε νὰ φωνάξουμε μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας: Ἔτσι συμπεριφέρεται ὁ πατέρας στὰ παιδιά του; Αὐτὸ ἐπιβάλλει ἡ ὑπεύθυνη ποιμαντικὴ - ἐπισκοπικὴ συνείδηση; Ἔτσι νομίζουν κάποιοι ὅτι καλ­λιεργοῦν τὸ σεβασμὸ τοῦ λαοῦ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία; Μὲ τέτοια νοοτρο­πία ὁδηγοῦν τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ «πρὸς διατήρησιν ἀκλονήτου τῆς ἐμπιστοσύνης αὐτοῦ ἔναντι τῶν ποιμένων αὐτοῦ» ἢ ἐπιτυγχάνουν ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο; Ὅμως, ἀλίμονο στὸν πατέρα ποὺ περιφρονεῖ τὴν κραυγὴ ἀγωνίας τῶν παιδιῶν του. Ὁ ἴδιος κλονίζει στὴ συνείδησή τους τὸ πατρικὸ κῦρος. Καὶ μὴ μᾶς διαφεύγει ὅτι ἡ πατρικὴ αὐθεντία δὲν ἐπιβάλλεται μὲ τὴ φίμωση τῆς κριτικῆς, ἀλλὰ ἐμπνέεται ἀκόμα καὶ στὰ «ἄτακτα» παιδιά. Ἂν αὐτὸ ἰσχύει στὴ βιολογικὴ πατρότητα, πολλῷ μᾶλλον ἔχει ἐφαρμογὴ στὴν πνευματική. Ὁ λόγος μας εἶναι κραυγὴ πό­νου καὶ ἀνησυχίας γιὰ τὴν ἀλλοίωση τοῦ ποιμαντικοῦ φρονήματος, τὸ ὁποῖο θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἰδιαίτερα αὐξημένο στὸ συντάκτη τῆς πατριαρχικῆς ἐπιστολῆς.

Δὲν ἔχουν ὑποχρέωση οἱ ποιμένες νὰ ἔρθουν σὲ διάλογο μὲ τὸ ποίμνιο, νὰ φροντίσουν νὰ γίνουν κατανοητὲς οἱ ἀποφάσεις τους; Ἄλογο εἶναι τὸ ποίμνιο, ὥστε νὰ ἄγεται καὶ νὰ φέρεται κατὰ τὶς ἐπιθυμίες τῶν ποιμένων, χωρίς τὸ ἴδιο νὰ μπορεῖ νὰ ἐκφράζει τὸν παραμικρὸ προβληματισμό; Δυστυχῶς, παρατηρεῖται ἀπὸ πλευρᾶς τῶν Ὀρθοδόξων ποὺ πρωτοστατοῦν στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση νὰ διασαλπίζουν μὲ τὸν πλέον ἔντονο τρόπο τὸ διάλογο μὲ ἑτεροδόξους καὶ ἀλλοθρήσκους ἀκόμα, ἀλλὰ νὰ ἀποφεύγουν προκλητικά, νὰ τρέμουν, κυριολεκτικά, τὴν παραμικρὴ συζήτηση μὲ τοὺς ὁμοδόξους ἀδελφοὺς, τὰ παιδιὰ τους καὶ συνδιακόνους στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ!

Μάλιστα στὴν πατριαρχικὴ ἐπιστολὴ εἶναι ἔκδηλη ἡ ἐντονότατη ἐνόχληση τοῦ συντάκτου ἀπὸ τὴ διοργανωθεῖσα ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς Ἡμερίδα ἀναφορικὰ μὲ τὴν «Μεταπατερικὴ Θεολογία» («λαϊκὴ σύναξις» χαρα­κτηρίζεται στὴν ἐπιστολή).

Εἶναι προφανέστατη ἡ ἐπιτυχία τῆς ἡμερίδος: τά­ραξε τὰ θολὰ νερὰ τῆς ἀντιπατερικότητας καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐξύπνησε συνειδήσεις, ἐνόχλησε τοὺς ὑπευθύνους. Δόξα τῷ Θεῷ. Εἶναι πρόδηλο γιατί φο­βοῦνται τὸ λαὸ καὶ τὴ σύναξή του: διότι δὲν τὸν θέλουν κατηχημένο καὶ ἐνη­μερωμένο, γιὰ νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν χωρὶς ἀντίσταση! Δὲν πρέπει νὰ γνωρίζει ὁ λαός! Ἀπαγορεύεται ἡ ὑπεύθυνη ἐνημέρωσή του! Εἶναι στοιχεῖο παρακμῆς ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία νὰ δαιμονοποιεῖ τὴ γνώση, τὴν παιδεία, τὴν ἐνημέρωση τοῦ λαοῦ γιὰ τὰ συμβαίνοντα στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση!


Γ´. Ποιοὶ παραβαίνουν τὶς πανορθόδοξες ἀποφάσεις;

Ἐγκαλούμεθα ὅτι περιφρονοῦμε «πανορθόδοξες ἀποφάσεις». Εἶναι ἡ εὔκο­λη «καραμέλα» ποὺ συχνά, ἀλλὰ ἀναπόδεικτα, πιπιλίζουν οἱ κατήγοροί μας. Εἶναι ἀπαραίτητες στὸ σημεῖο αὐτὸ τρεῖς ἐπισημάνσεις:

α) Οἱ πανορθόδοξες ἀποφάσεις δὲν εἶναι ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συν­όδων, στὶς ὁποῖες δὲ χωρεῖ κριτική. Γι᾽ αὐτὸ καὶ συχνά, ὄχι μόνο ἀσκεῖται σὲ αὐ­τὲς κριτική, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ δὲν ἐφαρμόζονται ἀπὸ τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες, χωρὶς νὰ ἐπισύρεται ἐναντίον τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν ὁποιαδήποτε κύρωση.

β) Σύμφωνα μὲ ὅλες τὶς πανορθόδοξες ἀποφάσεις ἡ συμμετοχὴ τῆς Ὀρθο­δοξίας στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετη· τίθενται ὁρισμένες προϋποθέσεις, τὶς ὁποῖες ὑποχρεοῦνται ὅλοι νὰ σέβονται καὶ νὰ τηροῦν. Ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει, ἡ παραμονὴ τῶν Ὀρθοδόξων σὲ Οἰκουμενιστικὰ fora γίνε­ται κατὰ παράβαση αὐτῶν τῶν πανορθοδόξων ἀποφάσεων. Ἐπειδή, δυστυ­χῶς, δὲν τηροῦνται οἱ πανορθοδόξως τεθεῖσες προϋποθέσεις, ὑπάρχουν τοπικὲς Ὀρ­θόδοξες Ἐκκλησίες ποὺ ἔχουν ἀποχωρήσει ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὴν Οἰκουμε­νικὴ Κίνηση προσωρινὰ ἢ μόνιμα ἢ ἀπὸ ὁρισμένες μόνο πτυχὲς της: π.χ. ὁριστικὰ ἔχουν ἀποχωρήσει ἀπὸ τὸ ΠΣΕ τὸ Πατριαρχεῖο Γεωργίας, τὸ Πατρι­αρχεῖο Βουλ­γαρίας, καὶ γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα παλαιότερα τὸ Πατριαρ­χεῖο Ἱεροσο­λύμων· στὴ δεκαετία τοῦ 1990 προσωρινὰ ἀποχώρησαν ἀπὸ τὸ διμερῆ Θεολογι­κὸ Διάλογο μὲ τοὺς Παπικοὺς οἱ περισσότερες Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἑκκλη­σίες καὶ τὰ Πατριαρχεῖα (Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, Πατρι­αρχεῖο Ρωσίας, Πα­τριαρχεῖο Σερβίας, Πατριαρχεῖο Βουλγαρίας, Πατριαρχεῖο Γεωργίας, Ἐκκλησία Ἑλλάδος, Τσεχίας καὶ Σλοβακίας). Σύμφωνα μὲ τὴ συνεπῆ ἐφαρμογὴ τῆς πα­τριαρχικῆς ἐπιστολῆς θὰ ἔπρεπε οἱ προκαθήμενοι καὶ οἱ σύνοδοι τῶν ἀνωτέρω τοπικῶν Ἐκκλησιῶν νὰ τιμωρηθοῦν γιὰ ἀθέτηση, περι­φρόνηση καὶ ἀπείθεια στὶς πανορθόδοξες ἀποφάσεις, ποὺ προβλέπουν τὴ συμμετοχὴ ὅλων στὴν Οἰ­κουμενικὴ Κίνηση. Ἐγκαλούμεθα ἐμεῖς ποὺ σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἁπλὴ κριτικὴ κάνουμε στὰ συμβαίνοντα στὸν οἰκουμενιστικὸ χῶρο, ἐνῶ οἱ ἀνωτέρω Ἐκ­κλησίες προέβησαν σὲ σημαντικὲς ἐνέργειες καὶ ἀρνήθηκαν τὴ συμμετοχή τους παραβαίνοντας Πανορθόδοξες ἀποφάσεις. Ὅμως γι᾽ αὐτοὺς δὲν τολμᾶ νὰ πεῖ λέξη ἡ Πατριαρχικὴ ἐπιστολή.

γ) Ἂν μελετήσουμε προσεκτικὰ τὶς πανορθόδοξες ἀποφάσεις, θὰ δοῦμε ὅτι δὲν τὶς περιφρονοῦν ὅσοι ἀσκοῦν κριτικὴ γιὰ τὰ οἰκουμενιστικὰ λεχθέντα καὶ πραχθέντα ἐνίων Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι οἱ πρωτοστατοῦντες Ὀρθόδοξοι στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, οἱ τὰ πρῶτα φέροντες τῶν διαλόγων. Ναί! οἱ Οἰκου­μενιστὲς περιφρονοῦν καὶ ἀσχημονοῦν ἐπὶ τῶν πανορθοδόξων ἀποφάσεων:

Οἱ πανορθόδοξες ἀποφάσεις ἔχουν καταδικάσει ἀπερίφραστα τὴν Οὐνία. Συνάδει μὲ τὶς ἀποφάσεις αὐτὲς, ἡ ὑπογραφὴ ἀπὸ ἐκπροσώπους τοῦ Οἰκουμενι­κοῦ Πατριαρχείου τῆς ἐπαίσχυντης συμφωνίας Balamand (1993), μὲ τὴν ὁποία γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία ἀναγνωρίσθηκε ἡ Οὐνία;

Δείχνει σεβασμὸ στὶς Πανορθόδοξες ἀποφάσεις ποὺ ἔχουν καταδικάσει τὴν Οὐνία ἡ προσφορὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου ἑνὸς Ἁγίου Ποτηρίου ὡς δώρου, μὲ βαθύτατο συμβολισμό, στὸν νεοεκλεγέντα Οὐνίτη Ἐπίσκοπο Ἀθηνῶν;

Δείχνει σεβασμὸ στὶς πανορθόδοξες ἀποφάσεις ποὺ ἔχουν καταδικάσει ρη­τῶς τὴν Οὐνία, «ὁ θεωρούμενος πολὺς τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας Μύστης (!) Μη­τροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης νὰ δηλώνει, ὅτι τὸ ζήτημα τῆς Οὐνίας δὲν ἀπο­τελεῖ Ἐκκλησιολογίαν, ἀλλὰ πρακτικὸν ἐρώτημα, τὸ ὁποῖον ὀφείλει νὰ ἀντιμε­τωπίσει κάθε Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καθ᾽ ἑαυτήν», σύμφωνα μὲ ἐπιστολὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ. Στυλιανοῦ σὲ μέλος τῆς Συνάξεώς μας;

Σύμφωνα μὲ τὴν ἀπὸ 31.1.1952 ἐγκύκλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου -ποὺ ἐξέφραζε τὴν πανορθόδοξη ὁμοφωνία μέσα στοὺς αἰῶνες- ἀπαγορεύονται ἀπερίφραστα οἱ συμπροσευχὲς ὡς «ἀντικείμεναι πρὸς τοὺς ἱεροὺς κανόνας καὶ ἀμβλύνουσαι τὴν ὁμολογιακὴν εὐθιξίαν τῶν Ὀρθοδόξων». Δυστυχῶς ὅμως αὐτοὶ ποὺ δὲν σέβονται τὴν πανορθόδοξη παράδοση εἶναι οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου· καὶ ἔχουν τὴν ἄνεση, ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ, νὰ καταγγέ­λουν ἐμᾶς ὡς παραβάτες! Νὰ ὑπενθυμίσουμε μὲ συνοχὴ καρδίας:

α) Ἐγκρίνεται τὸ 2002 ὁ κανονισμὸς γιὰ τὴν «ὁμολογιακή» ἢ «διομολογιακή» κοινὴ προσευχὴ στὶς συναντήσεις τοῦ ΠΣΕ ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τοῦ Πατρι­αρχείου!

β) Ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸν ἐμμένοντα ἐν τῇ αἱρέσει πάπα ὡς «σεπτὸ Ποιμένα καὶ Πρόεδρο» καὶ μάλιστα ἐντὸς τοῦ πατριαρχικοῦ Ναοῦ καὶ παρουσίᾳ τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου!

γ) Ὑμνεῖται ἀπὸ τὴν πρωτόθρονη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ ὡς «Ἐκκλησία σεπτή, Καθέδρα τοῦ Πέτρου» καὶ μάλιστα ἐντὸς τοῦ πατριαρχικοῦ Ναοῦ καὶ παρουσίᾳ τοῦ ­Πατριάρχου!

δ) Ὁ ἐμμένων ἐν τῇ αἱρέσει Πάπας, ἐνδεδυμένος ἄμφια, συμμετέχει ἐνεργῶς στὴ Θ. Εὐχαριστία στὸν Πατριαρχικὸ Ναὸ (30.11.2006) δίδοντας καὶ λαμβάνον­τας λειτουργικὸ ἀσπασμὸ μὲ τὸν (...συλλειτουργό του;) Πατριάρχη καὶ ἐκ­φωνώντας ἐκ μέρους τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος τὴν Κυριακὴ Προσευχή!


ε) Οἱ Παπικὸς καὶ Ἀρμένιος κληρικοί, ἐνδεδυμένοι ἄμφια, διαβάζουν τὸ Εὐ­αγγέλιο στὸν Ἑσπερινὸ τῆς Ἀγάπης στὸν Πατριαρχικὸ Ναὸ (2011, 2012) καὶ εἰσ­έρχονται στὸ Ἱερὸ Βῆμα ἀπὸ τῆς Ὡραίας Πύλης, ὡσὰν κανονικοὶ ὀρθόδοξοι κληρικοί!

στ) Ὁ Μητροπολίτης Γερμανίας κ. Αὐγουστῖνος συμμετεῖχε στὴν Trier τῆς Γερμανίας σὲ ἐκδήλωση ἀφιερωμένη στὴν «ἀνάμνηση τοῦ Βαπτίσματος» κατὰ τὴν «Ἡμέρα τῆς Οἰκουμένης» (5 Μαΐου 2012)! Συμπροσευχήθηκε ἀκόμα καὶ μὲ ἱέρειες καὶ ἐπισκοπίνες καὶ δέχθηκε νὰ ραντισθεῖ στὸ μέτωπο ἀπὸ παπικὸ Ἐπίσκοπο σὲ «ἀνάμνηση τοῦ Βαπτίσματος»! Ἐξίσου τραγικὴ γιὰ Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο ἦταν καὶ ἡ στιγμὴ στὴν ὁποία ὁ Μητροπολίτης Γερμανίας, ὡς ἄλλος παπικὸς κληρικός, ραντίζει στὸ μέτωπο λαϊκοὺς παπικοὺς καὶ προτεστάντες σὲ «ἀνάμνηση τοῦ Βαπτίσματος»! Θὰ μποροῦσε ἄραγε, ἡ Ρώμη, νὰ ἐξασφαλίσει καλύτερη ἐκκλησιαστικὴ νομιμοποίηση τοῦ διὰ ραντισμοῦ παπικοῦ «βαπτί­σματος» ἀπὸ ἐπιφανῆ Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο, ἐκπρόσωπο τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως; Στὴν ἴδια τελετὴ ὁ ἴδιος Μητροπολίτης φωτογραφήθηκε νὰ περιμένει στὴ σει­ρὰ πίσω ἀπὸ μία ἱέρεια ἢ ἐπισκοπίνα, ἡ ὁποία ἁγιάζει (!) τὸν παπικὸ ἐπίσκοπο στὸ μέτωπό του! Πραγματικὰ miserabile visu!

ζ) Παπικοὶ ἐπίσκοποι συμμετεῖχαν σὲ Ναοὺς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρ­χείου στὴ λιτάνευση τῶν Εἰκόνων κατὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας! Ὢ τῆς συγχύσεως καὶ παραφροσύνης!

η) Ὁ Μητροπολίτης Προύσσης καὶ Σχολάρχης τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλ­κης κ. Ἐλπιδοφόρος διδάσκει σὲ φοιτητὲς ὅτι ἐπιτρέπονται οἱ συμπροσευχὲς μὲ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ δὲ συνιστοῦν πλέον κανονικὸ παράπτωμα, κατὰ παρά­βαση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, τῆς ἀπὸ 31.1.1952 Πατριαρχικῆς ἐγκυκλίου καὶ τῆς ἀπὸ 3.7.1999 Ἐπιστολῆς τοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στὴν Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους[1].

Τὰ ἀνωτέρω δὲν ἀποτελοῦν πραγματικὴ περιφρόνηση στὶς πανορθόδοξες ἀποφάσεις; Πότε ὁ Οἰκουμενικὸς Θρόνος ἐγκάλεσε τοὺς ἀνωτέρω γιὰ παραβία­σή τους;

Συνάδει μὲ τὶς πανορθόδοξες ἀποφάσεις, ποὺ ἐπιμένουν στὴ μαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης αὐτοσυνειδησίας στὸν Οἰκουμενικὸ χῶρο, τὸ προκλητικὸ κείμενο ποὺ ὑπέγραψαν οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν Θ´ Γεν. Συνέλευση τοῦ ΠΣΕ στὸ Porto Alegre (Φεβρουάριος 2006), σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο «κάθε ἐκκλησία (σημ. ἀπὸ τὶς 340 προτεσταντικὲς ὁμάδες τοῦ ΠΣΕ) εἶναι Ἐκκλη­σία καθολικὴ καὶ ὄχι ἁπλὰ ἕνα μέρος της. Κάθε ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία καθολι­κή, ἀλλὰ ὄχι στὴν ὁλότητά της. Κάθε ἐκκλησία ἐκπληρώνει τὴν καθολικότητά της, ὅταν εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες ἐκκλησίες (δηλ. τὶς προτεσταντικὲς ὁμά­δες!)»! Ἐπίσης στὸ ἴδιο κείμενο ἀναγνωρίστηκε ἐκκλησιαστικὴ ὑπόσταση σὲ ὅλες τὶς προτεσταντικὲς αἱρετικὲς «ἐκκλησίες» τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ ἔγινε ἀποδεκτὸ ὅ­τι ἡ πληθώρα τῶν κακοδοξιῶν καὶ τῶν πλανῶν τους, εἶναι «διαφορετικοὶ τρόποι διατύπωσης τῆς ἴδιας Πίστης» καὶ «ποικιλία Χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»! Ἐπὶ τέλους εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχει πανορθόδοξη ἔγκριση γιὰ τὶς βλασφημίες αὐτές;

Αὐτὲς οἱ λίγες περιπτώσεις γιὰ νὰ δοῦμε ποιὸς πραγματικὰ περιφρονεῖ καὶ παραβιάζει τὶς «πανορθόδοξες ἀποφάσεις»! Ὡς μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔχουμε τὴν ἀπαίτηση ἀπὸ τοὺς ποιμένες μας νὰ σέβονται καὶ νὰ τηροῦν ὅλες τὶς πανορθόδοξες ἀποφάσεις. Ὅλες τὶς ἀποφάσεις καὶ ὄχι μόνο ὅσες θέλουν κάποιοι. Διότι ποτὲ καὶ καμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δὲν ἀλλοίωσε τὴν Ὀρθό­δοξη ἐκκλησιολογία, δὲν κατήργησε Ἱεροὺς Κανόνες Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οὔτε καὶ ἔδωσε σὲ κανένα τὸ δικαίωμα περιφρονήσεως καὶ ἀθετήσεως τῆς ἐκ­κλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ τάξεως, ὅπως συμβαίνει συχνὰ στὸν οἰκου­μενικὸ χῶρο. Ἂν ποτὲ συνέβαινε αὐτό, τότε, ἡ ὁποιαδήποτε - ἀκόμη καὶ «Παν­ορθόδοξη»- Σύνοδος θὰ αὐτοαναιρεῖτο καὶ θὰ μετατρεπόταν σὲ «συνέδριο ἀνό­μων» καὶ «συναγωγὴ πονηρευομένων». Ἄλλωστε ἡ «οἰκουμενικότης» ἢ ἡ «λη­στρικότης» μιᾶς συνόδου δὲν προσδιορίζεται ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ καὶ τὴν ἐκπρο­σώπηση τῶν συμμετεχόντων, ἀλλὰ πρωτίστως ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις της.

Δ´. Διάλογος μέσα στὰ Ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικὰ καὶ κανονικὰ πλαίσια.

Μία ἄλλη μομφὴ ποὺ εὐκαίρως ἀκαίρως ἐξαπολύεται ἐναντίον μας εἶναι ὅτι ἀρνούμαστε κάθε διάλογο μὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Οὐδὲν ψευδέστερον αὐτοῦ. Καθαρὴ κατασυκοφάντηση τοῦ λόγου μας. Ἀποδεχόμαστε τὸ διάλογο, ὅπως ὁ Κύριος καὶ οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες· ταυτόχρονα ὅμως τὸν ἀρνούμαστε, ὅ­πως ὁ Κύριος ἀρνήθηκε ὁποιαδήποτε συζήτηση μὲ τὸν Πιλάτο, τὸν Ἄννα καὶ τὸν Καϊάφα. Συμφωνοῦμε καὶ ἐπικροτοῦμε τὴν ἀπόφαση τῆς ἱεραρχίας μας (16.10.2009) σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία «ὁ Διάλογος πρέπει νὰ συνεχισθεῖ, μέσα ὅ­μως στὰ Ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικὰ καὶ κανονικὰ πλαίσια». Ἡ ἐπισήμανση «μέσα ὅμως στὰ Ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικὰ καὶ κανονικὰ πλαίσια» ἐκρίθη ἀπαραίτη­τη, διότι, προφανῶς, κατὰ τὴν Ἱεραρχία μας, δὲν συνέβαινε αὐτό. Ἡ εὐγένεια καὶ ἡ λεπτότητα στὴ διατύπωση τοῦ ἀνακοινωθέντος τῆς Ἱεραρχίας θὰ ἔπρεπε νὰ ἐμβάλει σὲ σκέψεις τοὺς οἰκουμενιστὲς γιὰ τὴν μέχρι τώρα πορεία τους, ἂν θέλουν νὰ σέβονται τὶς συνοδικὲς ἀπόψεις καὶ ἀποφάσεις. Συνεπῶς, δὲν εἴμα­στε μόνοι ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι ἐπισημαίνουμε τὴν ἐκτροπὴ ἀπὸ τὰ «Ὀρθόδοξα ἐκκλη­σιολογικὰ καὶ κανονικὰ πλαίσια». Καὶ δὲν εἶναι μόνο ἡ Ἱεραρχία μας. Ἀκόμα καὶ Ἱεράρχες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διατυπώνουν τὴν βαθιὰ ἀνησυ­χία τους γιὰ τὴν ἐκτροπὴ τοῦ Διαλόγου.

Παραπέμπουμε μόνο σὲ ἐπιφανῆ ἐξ αὐτῶν, λόγῳ τῆς θεολογικῆς καταρτίσεως καὶ τῆς 20ετοῦς συμμετοχῆς του στὴ θέση τοῦ συμπροέδρου στὸ Διμερῆ Θεολογικὸ Διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκα­θολικούς, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Αὐστραλίας κ. Στυλιανό, ὁ ὁποῖος ἔχει καταγγείλει τὴν ἔκπτωση τοῦ Διαλόγου μὲ τοὺς Παπικοὺς σὲ «ἀνόσιο παίγνιο», ἐνῶ σὲ ἐπι­στολή του σὲ μέλος τῆς Συνάξεώς μας μεταξὺ ἄλλων ὁμιλεῖ περὶ «ἐκτρόπων περὶ τὴν δογματικὴν ἀκρίβειαν τῆς Ὀρθοδόξου συμπεριφορᾶς», ποὺ ἔχουν συντελε­σθῆ στὸ διάλογο καὶ δηλώνει ὅτι ὅπως ἔχει ἐξελιχθῆ ὁ διμερὴς θεολογικὸς διάλογος «σήμερον, ἀτυχῶς, οὐδόλως διαφέρομεν τῶν Οὐνιτῶν»! Ὅταν λοιπόν, ἀκόμα καὶ τὰ μέχρι πρὸ τινος πλέον προβεβλημένα στελέχη τοῦ Διαλόγου καὶ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, ποὺ διακονοῦν σὲ ὑπεύθυνες θέσεις στὸ Οἰκουμε­νικὸ Πατριαρχεῖο, ὁμιλοῦν γιὰ «ἐκτροπὲς στὴ δογματικὴ διδασκαλία» καὶ γιὰ ἀνίερο παιχνίδι, πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Πατριάρχης νὰ ἐγκαλεῖ ἐμᾶς ὅτι ἀσκοῦμε κριτικὴ στὰ συμβαίνοντα στοὺς διαλόγους καὶ ἐνημερώνουμε τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ;

Ε´. Τὸν θεσμὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὑπονομεύουν οἱ Οἰκουμε­νισταί.

Στὴν πατριαρχικὴ ἐπιστολὴ διατυπώνεται ἡ μομφὴ ἐναντίον μας ὅτι στρε­φόμεθα «κατὰ αὐτοῦ τοῦ πανιέρου θεσμοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου». Με­γάλο λάθος καὶ συκοφαντία!

α) Σεβόμεθα τὸ θεσμὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διότι πράγματι, ὅ­πως ἀναφέρεται στὴν πατριαρχικὴ ἐπιστολὴ «ἡ Κωνσταντινουπολῖτις Ἐκκλη­σία, ἐγαλούχησεν εἰς τὰ νάματα τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν Ὀρθοδόξου πίστεως, εἰς ἣν ἐτή­ρησε τοῦτον ἐν καιροῖς δισέκτοις καὶ χαλεποῖς διὰ τὸ ἡμέτερον εὐσεβὲς Γένος, ὀρ­θοτομοῦσα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Καὶ πιὸ κάτω «διὰ τοῦ παραδείγματος καὶ τῆς θυσιαστικῆς μαρτυρίας καὶ τῶν ἀνὰ τοὺς αἰῶνας ἀγώνων αὐτοῦ ὑπάρξαν­τος... κήρυκος, προασπιστοῦ καὶ φύλακος τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως καὶ μαρ­τυρίας καὶ τῆς κανονικῆς τάξεως ἐν τῇ Ἁγιωτάτῃ ἡμῶν Ἐκκλησίᾳ». Πραγματικὰ αὐτὸς ἦταν ὁ οἰκουμενικὸς θρόνος μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰ. Μᾶς γαλούχη­σε μὲ τὰ νάματα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας. Καὶ μόνο ἡ περίφημη Ἐγκύκλιος τοῦ 1848 συνταχθεῖσα ὑπὸ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Ἀνθίμου Στ´, ἐπικυρωθεῖ­σα ὑπὸ τῶν Συνόδων τῶν τεσσάρων Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς καὶ ὑπογρα­φεῖσα καὶ ἐκδοθεῖσα ὑπὸ τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν (πραγματικὰ πανορθόδο­ξη ἀπόφαση), ἐπιβεβαιώνει τὸν ἰσχυρισμό μας γιὰ τὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο. Ὅ­μως μὲ συνοχὴ καρδίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὁμολογοῦμε ὅτι παρὰ τὴν καλή μας διάθεση δὲν μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὰ ἴδια στοιχεῖα καὶ σήμερα. Διότι ποιὰ σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ πανορθόδοξη Ἐγκύκλιος τῶν Πατριαρχῶν τοῦ 1848 μὲ τὶς πατριαρχικὲς ἐγκυκλίους τοῦ 1904, 1920, κ.ἄ. ἢ μὲ τὰ ὅσα ἔλαβαν χώρα κατὰ τὴν Θρονικὴ Ἑορτὴ τοῦ 2006 στὸν Πατριαρχικὸ Ναὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως;

β) Γιὰ νὰ καταστεῖ σαφέστερο τὸ ἀβάσιμο τῆς μομφῆς ὅτι στρεφόμεθα «κα­τὰ αὐτοῦ τοῦ πανιέρου θεσμοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου», ἀναγκαζόμα­στε νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι οἱ ἐκ τῶν πρωτεργατῶν τῆς Συνάξεώς μας Ὁ­μότιμοι Καθηγηταί πολλάκις πάλαι τε καὶ νῦν ἔχουν προσφέρει στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θρόνου τὴν ἐπιστημονικὴ καὶ ἀκαδημαϊκή τους διακονία. Πόσα πατριαρ­χικὰ καὶ συνοδικὰ ἔγγραφα δὲν συνέταξαν ἢ πόσες χιλιάδες σελίδες δὲν ἔγρα­ψαν τὰ ἀνωτέρω μέλη τῆς Συνάξεώς μας διακονώντας καὶ στηρίζοντας καὶ προβάλ­λοντας τὴν προσφορὰ τοῦ Θρόνου στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὸ Γέ­νος; Σὲ πόσα ἐπιστημονικά, διορθόδοξα καὶ διαχριστιανικὰ συνέδρια καὶ συ­ναντήσεις δὲν ὑποστηρίχθηκαν οἱ ἀπόψεις καὶ ἐκπροσωπήθηκε ἐπαξίως -μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ- ὁ Οἰκουμενικὸς Θρόνος ἀπὸ τὰ ἀκαδημαϊκὰ μέλη τῆς Συνάξε­ώς μας; Τόσο εὔκολα λησμονοῦνται καὶ διαγράφονται ὅλα αὐτά; Καὶ σήμερα ἀκόμα, παρὰ τὴ θλίψη ποὺ μᾶς προκαλοῦν λόγοι καὶ πράξεις παραγόντων τοῦ Θρόνου εἴμαστε καὶ παραμένουμε ἐργάτες του. Ὅμως θὰ πρέπει νὰ καταστεῖ ἀπολύτως σαφὲς ὅτι πάνω ἀπὸ πρόσωπα καὶ θεσμοὺς βρίσκεται ἡ Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγε­λίου καὶ ἡ Ἐκκλησία. Οἱ θεσμοὶ καὶ τὰ πρόσωπα λαμβάνουν ἀξία μόνον, ὅταν συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως διακονοῦν τὴν Ἀλήθεια τῆς πίστεως καὶ τὴν Ὀρθό­δοξη Ἐκκλησία. Ὑπάρχει κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ διαφωνήσει μὲ τὸν πρῶ­το με­τὰ τὴν ἅλωση Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐθνάρχη Γεννάδιο Β´ Σχο­λάριο, ὅτι χωρίς τὴν συνέχιση καὶ ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας «οὔτε ἔσται ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ἐν λόγῳ τοῖς Ὀρθοδόξοις», ἢ μὲ τὴν γνωστὴ ἐπι­στολὴ τοῦ ἀειμνήστου π. Ἐπιφανίου πρὸς τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα;

γ) Τότε, ποιὸς ὑπονομεύει τὸν «πανίερο θεσμὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρ­χείου»; Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία εἶναι σαφής: Τὸ θεσμὸ ὑπονομεύουν ὅσοι τὸν χρησιμοποιοῦν, γιὰ νὰ στηρίξουν τὸν Οἰκουμενισμό. Αὐτὸ δὲν συνέβη μετὰ τὴ σύνοδο Φεράρρας - Φλωρεντίας; Ἡ Μόσχα βρῆκε τότε τὴν εὐκαιρία νὰ παρου­σιασθεῖ ὡς Γ´ Ρώμη, ἐπειδὴ ἡ Κωνσταντινούπολη πρόδωσε τὴν Ὀρθοδοξία συμ­πράττοντας μὲ τοὺς Λατίνους. Δὲν ὑπονόμευσαν τὸ θεσμὸ τοῦ θρόνου οἱ Οἰκου­μενιστὲς τῆς ἐποχῆς τους, πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Βέκκος καὶ Καλέ­κας; Μήπως πρέπει καὶ αὐτοὺς νὰ τοὺς τιμοῦμε, σεβόμενοι τὸν «πανίερο Θεσμὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου»; Μήπως δὲν σεβάσθηκαν «τὸν πανίερο Θεσμὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» ἡ Β´ καὶ Γ´ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι ποὺ κατεδί­κασαν τοὺς Κωνσταντινουπόλεως Μακεδόνιο καὶ Νεστόριο ἢ ἡ Στ´ Οἰκουμε­νικὴ Σύνοδος, καταδικάσασα τέσσερις Πατριάρχες Κωνσταντινουπό­λεως (Σέρ­γιο, Πύρρο, Παῦλο Β´ καὶ Πέτρο); Κατὰ τὴν παράδοση τῶν Ἁγίων μας, πάνω καὶ πέρα ἀπὸ θεσμοὺς καὶ πρόσωπα ὑπάρχει ἡ Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτὸ ἡ παράδοσή μας γνωρίζει νὰ διακρίνει τοὺς φορεῖς ἀπὸ τοὺς ἀχθοφό­ρους τῶν Θεσμῶν, καὶ τοὺς μὲν πρώτους ὑπερβαλλόντως τιμᾶ, τοὺς δὲ δευτέ­ρους παρα­δίδει στὴν ἀρὰ τῆς ἱστορίας, παρὰ τὴν πρόσκαιρη δόξα ποὺ ἀπολαμ­βάνουν. Ἐμεῖς δεόμεθα εἰλικρινῶς τοῦ Κυρίου νὰ φωτίζει καὶ νὰ χαριτώνει τοὺς τὰ πρῶτα φέροντες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καὶ ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας μας, ὥστε νὰ τοὺς καθιστᾶ «καὶ τρόπων μετόχους καὶ θρόνων διαδόχους τῶν Ἀ­ποστό­λων», γιὰ νὰ ποιμαίνουν τὸ λογικὸ ποίμνιο καὶ νὰ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ὁδὸ τῆς Ἀ­ληθείας. Ἔτσι θὰ ἐξαλειφθοῦν καὶ ἀπὸ τὶς καρδιές μας οἱ σκιὲς καὶ ἡ πί­κρα ποὺ ἔχουν συσσωρευθῆ.

ΣΤ´. Δικαιολογοῦνται τὰ ἀναθέματα ποὺ ἐξεφώνησε ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς;

Στήν ἐπιστολὴ του ὁ Πατριάρχης σημειώνει ὅτι οἱ καταδικαστέες «κινήσεις καὶ ἐκδηλώσεις… ἔλαβον προσφάτως ἀπαραδέκτους διαστάσεις» καὶ ἀναφέρεται στὴν ἐκφώνηση ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Πειραιῶς «"ἀναθεματισμῶν" κατὰ ἑτε­ροδόξων καὶ ἀλλοθρήσκων, ὡς καὶ πάντων τῶν μετεχόντων εἰς τὴν λεγομένην Οἰκουμενικὴν Κίνησιν». Κρίνουμε σκόπιμο νὰ ἐπισημάνουμε:

α) Δὲν διευκρινίζεται στὴν πατριαρχικὴ ἐπιστολὴ ποῦ ἔγκειται τὸ «ἀπαρά­δεκτο» «τῆς ἐκφωνήσεως… "ἀναθεματισμῶν"». Στὸ ὅτι ἐκφωνήθηκαν οἱ ἀναθε­ματισμοὶ ἢ ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό τους; Μὰ ἡ ἀνάγνωση τῶν ἀναθεματισμῶν δὲν προβλέπεται στὸ πρὸς χρῆσιν λειτουργικὸ βιβλίο τοῦ Τριωδίου; Τὸ ὅτι δὲν ἀναγινώσκονται στοὺς περισσότερους Ναοὺς δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι λάθος ἡ ἐκ­φώνησή τους ἢ ὅτι δημιουργεῖται κίνδυνος πρόκλησης σχίσματος ἀπὸ τὴν ἀνά­γνωσή τους!

β) Πρὸς ἀποκατάσταση τῆς ἀληθείας καὶ γιὰ νὰ μὴ δημιουργοῦνται λανθα­σμένες ἐντυπώσεις σημειώνουμε ὅτι, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴ μαγνητοσκόπηση, ποὺ ἔχει ἀναρτηθῆ στὸ Διαδίκτυο, ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς δὲν ἐκφώνησε ἀναθεματισμὸ «κατὰ πάντων τῶν μετεχόντων εἰς τὴν λεγομένην Οἰκουμενικὴν Κίνησιν», ὅπως ἐσφαλμένως ἀναφέρεται στὴν πατριαρχικὴ ἐπιστολή, ἀλλὰ μόνο ἐναντίον ὅσων κηρύττουν καὶ διδάσκουν τὸν συγκρητιστικὸ Οἰκουμενι­σμό: «Τοῖς κηρύσσουσι καὶ διδάσκουσι τὴν παναίρεσιν τοῦ διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀνάθεμα». Νομίζουμε ὅτι εἶναι πρόδηλος ἡ διαφορὰ τῶν δύο φράσεων· ἀπορία μᾶς προκαλεῖ πῶς αὐτὸ διέλαθε τὴν προσοχὴ τοῦ συντάκτου τῆς πατριαρχικῆς ἐπιστολῆς. Ἐπί πλέον δέ, μήπως ὑπάρχει ἔστω καὶ ἕνας συνειδητὸς Ὀρθόδοξος ποὺ νὰ μὴν καταδικάζει τὸν «διαχριστιανικὸ καὶ διαθρησκειακὸ συγκρητιστικὸ Οἰκουμενισμό»; Γιατί λοιπόν τόση ταραχὴ ἀπὸ τὴν ρητὴ καταδίκη του ἐν Ἐκκλησίᾳ; Πόθεν προκύπτει ὁ κίν­δυνος σχίσματος ἢ ἀταξίας ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ, ποὺ ἀναφέρεται στὴν πατριαρ­χικὴ ἐπιστολή; Μήπως σκιαμαχοῦμε;

γ) Στὰ ἀναγνωσθέντα ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Πειραιῶς ἀναθέματα προσ­τέθηκαν καὶ ἀναφορὲς στὸν πάπα, στοὺς πρωτεργάτες τῆς Διαμαρτυρήσεως, στοὺς Μονοφυσίτες, στοὺς ὀπαδοὺς τῆς «Ἑταιρείας Σκοπιά», καὶ στοὺς Σιωνι­στὲς καὶ Ἰσλαμιστές, ποὺ δὲν ἀναφέρονται στὸ ἐν χρήσει Τριώδιο. Τέθηκε τὸ ἐ­ρώτημα: μὰ ὅλοι αὐτοὶ ἐκ τῶν πραγμάτων εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας· τί νόημα λοι­πόν ἔχει ἡ ἐκφώνηση «ἀναθέματος» ἐναντίον τους; Θὰ πρέπει νὰ κατανοήσου­με ὅτι ἡ σκοπιμότητα ἐκφωνήσεως τῶν ἀναθεμάτων στὴν ἐκκλησιαστικὴ μας παράδοση ἔχει πρώτιστα ποιμαντικὴ διάσταση. Ἡ ἐκκλησία μὲ τὰ «ἀναθέμα­τα» τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων κεντᾶ τὴν εὐαισθησία τῶν πλανε­μένων ἀδελφῶν καὶ κρούει τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου στὰ μέλη της ἐπισημαί­νοντας τὴν ἀλλοίωση καὶ διαστροφὴ τῆς Ἀληθείας. Γι᾽ αὐτὸ ἀκόμα καὶ στὴν Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐπαναλαμβάνονται οἱ καταδίκες τῶν αἱρετικῶν Ἀρείου, Μακεδονίου, Νεστορίου, Διοσκόρου, Εὐτυχοῦς, κ.ἄ. αἱρεσιαρχῶν καὶ τῶν ὀ­παδῶν τους, ποὺ ἦσαν ἤδη ἀπὸ αἰῶνες ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Τότε, γιατί ἡ Ἐκ­κλησία ἐπαναλαμβάνει τοὺς ἀναθεματισμοὺς; Διότι πάντα ὑπάρχει ὁ κίνδυνος οἱ αἱρετικὲς ἀπόψεις τους νὰ διαχυθοῦν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ δηλητηριάσουν τὰ μέλη Του. Ἡ Ἐκκλησία ἐκφωνώντας τὰ ἀναθέματα φωνάζει στεντορείᾳ τῇ φωνῇ: «Λαέ τοῦ Θεοῦ πρόσεχε· ὑπάρχει κίνδυνος γιὰ τὴ σωτηρία· ὑπάρχει ἀλλοίωση τῆς Ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου· δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι μέλος τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ταυτόχρονα νὰ πιστεύεις πλάνες καὶ ἀνα­κρίβειες· δὲν εἶναι ἡ Ἀλήθεια ἴδια μὲ τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση».

δ) Ἰδιαίτερη ἀναφορὰ πρέπει νὰ γίνει στὰ ἀναγνωσθέντα «ἀναθέματα» κατὰ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καὶ τοῦ Ἰσλάμ. Ὡς γνωστόν, πρόκειται γιὰ ἐντελῶς ἄλλες θρησκεῖες, οἱ ὁποῖες οὐδεμία σχέση ἔχουν μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ σὲ τελικὴ ἀ­νάλυση, θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἰσχυρισθεῖ, ὅτι οὐδεμία περίπτωση συγχύσε­ως ἢ ἀλλοιώσεως τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀπὸ τὴ δράση τους. Ποιὰ λοιπόν ἡ ποιμαντικὴ ἀνάγκη ἐκφωνήσεως ἀναθεματισμῶν; Παλαιό­τερα αὐτὰ ἦταν τὰ δεδομένα· σήμερα ὅμως τὰ πράγματα εἶναι πολὺ διαφο­ρετικά: ὅποιος μελετᾶ μὲ προσοχὴ τὸ κίνημα τῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ τὴ γέννηση καὶ ἀνάπτυξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀντιλαμβάνεται τὴν ἀναγκαιότητα αὐτῶν τῶν ἀναθεματισμῶν: Ὁ Γάλλος ἰσλαμολόγος καὶ μυστικιστὴς Louis Massignon (1883-1962), διατύπωσε τὴ θεωρία τῶν «ἀβρααμικῶν θρησκειῶν», ἡ ὁποία πρε­σβεύει ὅτι ὁ Χριστιανισμός, ὁ Ἰουδαϊσμὸς καὶ τὸ Ἰσλὰμ λατρεύουμε τὸν ἴδιο ἕνα Θεὸ καὶ ἀνήκουμε στὴν ἴδια οἰκογένεια τῶν μονοθεϊστικῶν ἀβρααμικῶν θρη­σκειῶν, εἴμαστε περίπου ἀδέλφια ἐν τῇ μιᾷ πίστει τοῦ Ἀβραάμ. Παρόμοιες ἀντι­λήψεις ἔχουν διατυπωθῆ στὴ Διακήρυξη «Nostrae Aetate» (§ 3-4) τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου.

Οἱ ἀντιλήψεις αὐτὲς ἔχουν βρῆ εὐήκοον οὗς στὴν προτεσταντικὴ Δύση καὶ δειλά-δειλὰ σερβίρονται ἀπὸ ὀρθοδόξους ταγοὺς καὶ ἀκαδημαϊκοὺς θεολόγους στὴν Ἀνατολή. Δὲν φτάσαμε βέβαια ἀκόμα στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο νὰ ὁμιλοῦμε περὶ CRISLAM (Cristus καὶ ISLAM), καὶ νὰ θέτουμε στὸν ἄμβωνα ἢ στὴν Ἁγ. Τράπεζα δίπλα-δίπλα Εὐαγγέλιο καὶ Κοράνιο, διδάσκοντας καὶ ἀπὸ τὰ δύο, ὅπως γίνεται σὲ προτεσταντικὲς ἐκκλησίες τῶν ΗΠΑ[2], ἀλλὰ δυστυχῶς προς τὰ ἐκεῖ ὁδεύουμε, ἀφοῦ Ὀρθόδοξοι Ἀρχιερεῖς ὁμιλοῦν ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ καὶ πιὸ ἔντονα περὶ «Ἱεροῦ Κορανίου» καὶ δὲν διστάζουν νὰ τὸ δίνουν ὡς δῶρο. Ἐπίσης, τὴ διδασκαλία περὶ τῆς ἐκ τοῦ Ἀβραὰμ πατρότητος Χριστιανῶν καὶ Ἰουδαίων τὴν ἀκούσαμε καὶ ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στὴ Συναγωγὴ Park East τῆς Ν. Ὑόρκης[3]. Μήπως θέλουν νὰ προετοιμάσουν τὸν Ὀρθόδοξο λαὸ νὰ δεχθεῖ τὰ περὶ ἀβρααμικῆς θρησκευτικῆς οἰκογενείας καὶ ἑνότητος τῶν θρησκειῶν της; Ὁ διαθρησκειακὸς συγκρητιστικὸς Οἰκουμενισμὸς προχωρεῖ. Μπρο­στὰ σὲ αὐτὴ τὴ νεοεποχίτικη ἀλλοίωση, διαστροφὴ καὶ καταστροφὴ τοῦ εὐαγ­γελικοῦ κηρύγματος, μπροστὰ σὲ αὐτὴ τὴν πραγματικὴ βλασφημία τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ δόλια προσφέρεται στὸ λαό μας, βρέθηκε -ἐπιτέλους- ἕνας Μητρο­πολίτης μὲ αὐξημένη ποιμαντικὴ εὐθύνη καὶ μὲ τὸν προκλητικὸ γιὰ τὸν ἐφη­συχασμὸ τῶν ὑπνούντων τρόπο νὰ βροντοφωνάξει ἐν μέσῃ ᾽Εκκλησίᾳ «ἀ­νάθεμα», μήπως καὶ ξυπνήσουμε ἀπὸ τὸ βαρὺ λήθαργο ποὺ πασχίζουν νὰ μᾶς προκαλέσουν! Πιθανὸν ὁρισμένοι νὰ ξαφνιάστηκαν ἢ ἄλλοι νὰ στενοχωρήθη­καν ποὺ κάποιοι στέκονται ἐμπόδιο στὶς μεθοδεύσεις τους.

Γι᾽ αὐτὸ ταμπουρώ­θηκαν πίσω ἀπὸ τὴν τυπικὴ ἀλλλοίωση τοῦ γράμματος τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας». Αὐτὴ ὅμως ἡ δῆθεν παράτυπη προσθήκη στὸ «Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας», διέσωσε ἀδιαμφισβήτητα τὸ πνεῦμα του. Ἂς σκεφτοῦμε: ἂν αὐτὸ γινόταν σὲ ὅλες τὶς Μητροπόλεις, θὰ μποροῦσαν νὰ βροῦν ἔδαφος στὸ λαό μας οἱ βλασφημίες περὶ ἀβρααμικῶν θρησκειῶν;

Ἀναφερόμαστε σὲ δῆθεν παράτυπη προσθήκη, διότι στὸν ἀρχικὸ πυρήνα τοῦ «Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας», ποὺ συνετάγη τὸ 843, ἡ Ἐκκλησία προσέθεσε καὶ νέες καταδίκες νεωτέρων πλανῶν καὶ αἱρέσεων τοῦ 14ου αἰ. γιὰ λόγους ποιμαντικῆς φροντίδας, γιὰ νὰ προφυλάξει τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὶς νέες πλάνες καὶ γιὰ νὰ μὴ μένουν οἱ πιστοὶ ἀνενημέρωτοι. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ στὸν Πειραιᾶ.

ε) Ὁλοκληρώνοντας τὴν ἀναφορὰ στὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, θὰ θέλα­με νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ὅσοι ἐξέφρασαν τὸ θυμό τους γιὰ τὴν προσθήκη νέων ἀναθεματισμῶν σιώπησαν προκλητικῶς - καὶ οἱ ἔχοντες εὐθύνην καὶ ἐνόχως- γιὰ τὴν κακοποίηση τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴ συμμετοχὴ καὶ παπι­κῶν καρδιναλίων καὶ ἀρχιεπισκόπων στὴ Λιτάνευση τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων σὲ Ναοὺς τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Πραγματικὰ οἰκτρὸ θέαμα νὰ λιτανεύουν τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας μαζί μὲ Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους καὶ αὐτοὶ ποὺ οὐσιαστικὰ ὑβρίζουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, θεωρώντας την «ἐλλειματική», ἐπειδὴ δὲν ἀναγνωρίζει τὸ παπικὸ πρωτεῖο καὶ ἀλάθητο. Λυπούμεθα ποὺ διαπιστώνουμε ὅτι ὁ Οἰκουμενικὸς Θρόνος γιὰ τὰ συμβάντα τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας προβαίνει σὲ ὑπερόριες ἐνέργειες στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ σιωπᾶ γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς τάξεως σὲ χῶρο τῆς δικαιοδοσίας του. Διερωτώμεθα τελικὰ ποιὸς ὑποσκάπτει τὸ κῦρος τοῦ Θρόνου καὶ διχάζει τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ;

Ζ´. Ἐνδεικτικὲς παρεκκλίσεις σὲ θέματα πίστεως.

Στὴν πατριαρχικὴ ἐπιστολὴ σημειώνεται μὲ ἔμφαση ὅτι ἡ συμμετοχὴ στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση γίνεται «ἄνευ οὐδεμιᾶς ὑποχωρήσεως ἐκ τῶν καιρίων τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν Ὀρθοδόξου πίστεως» καὶ ἐκδηλώνεται ἡ ἔκπληξη, διότι ἡ κριτι­κή μας ἐντοπίζεται σὲ «μονομερεῖς καὶ ἐπιλεκτικὰς ἀναφορὰς καὶ ἑρμηνείας».

Θὰ εἴμασταν εὐτυχεῖς, ἂν μπορούσαμε νὰ συμφωνήσουμε μὲ τὴν πατριαρ­χικὴ ἐπιστολή. Δυστυχῶς ὅμως φοβούμεθα ὅτι οἱ ὑποχωρήσεις καὶ οἱ ἀβαρίες στὰ θέματα τῆς πίστεως εἶναι πολλὲς καὶ σοβαρότατες. Ἡ Σύναξή μας ἐπιφυ­λάσσεται νὰ παρουσιάσει τόμο ὁλόκληρο ἀπὸ τὰ πραχθέντα καὶ λεχθέντα ἐκ μέρους Ὀρθοδόξων ἰθυνόντων στὰ πλαίσια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Εἴμαστε βέ­βαιοι ὅτι ἡ δημοσίευσή τους θὰ ἐξεγείρει καὶ τὴν πλέον νωθρὴ ὀρθόδοξη συν­είδηση. Στὴν παροῦσα περιοριζόμαστε μόνο σὲ πολὺ λίγα καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ πλέον αἰχμηρὰ καὶ ἀπαράδεκτα ποὺ ἔχουν γραφῆ καὶ λεχθῆ:

α) Ἡ ἀναπτυχθεῖσα στὸ χῶρο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ βαπτισματικὴ θεολογία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καθορίζονται ἀπὸ τὸ Βάπτισμα. Δηλαδὴ ὅποιος ἔχει βαπτισθῆ στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀνεξάρτητα μὲ τὸ τί πιστεύει σὲ βασικὰ θέματα πίστεως.

β) Ἀναφερθήκαμε ἤδη στὴν Θ´ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ ΠΣΕ στὸ Πόρτο Ἀ­λέγκρε (2006), στὴν ὁποία οἱ Ὀρθόδοξοι ἐκπρόσωποι οὐσιαστικὰ ἀρνήθηκαν τὴν Καθολικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τὴν ὁποία ὁμολογοῦμε στὸ Σύμ­βολο τῆς Πίστεως. Ὑπέγραψαν ὅτι ἡ πληρότητα τῆς καθολικότητος τῆς Ἐκκλη­σίας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἂν κοινωνεῖ μὲ τὶς προτεσταντικὲς παραφυάδες τοῦ ΠΣΕ!

γ) Στὴν Κοινὴ Δήλωση τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μὲ τοὺς Μονοφυσίτες οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι ὑπέγραψαν ὅτι οἱ Μονοφυσίτες «διατήρησαν αὐθεντικῶς τὴν αὐτὴν ὀρθόδοξον πίστιν». Μὲ ἄλλα λόγια κακῶς οἱ Πατέρες τῆς Δ´ Οἰκουμ. Συνόδου τοὺς ἀπέκοψαν ὡς αἱρετικούς. Καὶ προφανῶς πλανήθηκαν καὶ οἱ Πατέρες τῶν ὑπολοίπων Ε´, Στ´, Πενθέκτης καὶ Ζ´ Οἰκουμε­νικῶν Συνόδων καὶ ἐπανέλαβαν τὶς καταδίκες!

δ) Ἀναφερθήκαμε στὴ συμφωνία τοῦ Balamand (1993), στὴν ὁποία γιὰ πρώ­τη φορὰ οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι, κατὰ παράβαση πανορθοδόξων ἀποφά­σεων, ἀναγνώρισαν τὴν Οὐνία. Στὸ Balamand ὅμως ὑπῆρξε καὶ ἄλλη ἀπαράδε­κτη ὑποχώρηση στὶς Παπικὲς ἀξιώσεις. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι ἀναγνώρισαν ὅτι κάτοχος τῆς ἀποστολικῆς διδαχῆς καὶ διαδοχῆς δὲν εἶναι μόνο ἡ Ὀρ­θόδοξη Ἐκκλησία ἀλλὰ καὶ ὁ Παπισμός. Ἐπὶ λέξει: «καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς ἀ­ναγνωρίζεται ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστὸς ἐνεπιστεύθη εἰς τὴν Ἐκκλησίαν Του -ὁμο­λογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, συμμετοχὴ στὰ ἴδια μυστήρια, πρὸ πάντων στὴ μοναδικὴ Ἱερωσύνη ποὺ τελεῖ τὴ μοναδικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν Ἐπισκόπων- δὲν δύναται νὰ θεωρεῖται ὡς ἡ ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνο ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες μας»! Διερωτώμαστε αὐτοὶ ποὺ ὑπέγραψαν τὸ κείμενο αὐτὸ ἔχουν συναίσθηση τί ὑπέγραψαν; Ἀποδέχονται ὅτι ὁ Παπισμὸς διασώζει τὴν ἀποστο­λικὴ διδαχή, δηλαδὴ ὅτι τὰ δόγματα τοῦ filioque, τοῦ παπικοῦ πρωτείου, παπι­κοῦ ἀλαθήτου, ἡ κτιστὴ χάρη, οἱ ἀξιομισθίες τῶν ἁγίων, ἡ ἄσπιλη σύλληψη τῆς Θεοτόκου εἶναι μέρος τῆς ἀποστολικῆς διδαχῆς; Παράλληλα ὅμως καὶ οἱ ἐντελῶς ἀντίθετες διδασκαλίες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι καὶ αὐτὲς μέ­ρος τῆς ἀποστολικῆς διδαχῆς! 
Ἡ ἀπόλυτη θεολογικὴ παράκρουση, ἢ ἡ σύγχρο­νη νεοεποχίτικη θεολογία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία καὶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ὑπάρχει ἀλήθεια.

Κατὰ τὰ ἄλλα ἡ συμμετοχή μας στὸν Οἰκουμενισμὸ γίνεται «ἄνευ οὐδεμιᾶς ὑποχωρήσεως ἐκ τῶν καιρίων τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν Ὀρθοδόξου πίστεως». Ἢ μή­πως τὰ ἀνωτέρω «εἶναι μονομερεῖς καὶ ἐπιλεκτικαὶ ἀναφοραὶ καὶ ἑρμηνεῖαι», ὅ­πως ἰσχυρίζεται ἡ πατριαρχικὴ ἐπιστολή;

Δικαίως λοιπόν ἀκόμα καὶ ὁ ἐκ τῶν προβεβλημένων ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκου­μενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας, ὁμιλεῖ περὶ «ἐκτρόπων περὶ τὴν δογματικὴν ἀκρίβειαν τῆς Ὀρθοδόξου συμπεριφορᾶς» καὶ ὅτι «σήμερον, ἀτυχῶς, οὐδόλως διαφέρομεν τῶν Οὐνιτῶν» καὶ χαρακτηρίζει τὸν Οἰκουμενικὸ Διάλογο μὲ τὴ φοβερὴ φράση «ἀνόσιο παίγνιο»!

Η´. «Ἀποφασίζομεν καὶ διατάσσομεν»

Τέλος, ἡ πατριαρχικὴ ἐπιστολὴ μὲ ὕφος προϊσταμένης ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς δὲν ζητεῖ ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νὰ μελετήσει τὰ καταγγελλόμενα καὶ νὰ λάβει θέση ἐπ᾽ αὐτῶν, ἀλλὰ ἐπιτάσσει καὶ ὁρίζει τὴν ἀπόφαση ποὺ ὀφείλει νὰ λάβει ἡ Σύνοδος: ἵνα «ἀπορρίψητε καὶ καταδικάσητε ταύτας ἐπισήμως ὡς ἀνεδαφικὰς καὶ ἐπικινδύνους, λάβητε δὲ καὶ ὡς ἐκκλησια­στικὸν σῶμα τὰς προσηκούσας ἀποφάσεις πρὸς εὐρυτέραν καταδίκην καὶ ἀπόρρι­ψιν τῶν ἐνεργειῶν τούτων». Παρόμοιο αἴτημα εἶχε ὑποβληθῆ καὶ μὲ τὴν παλαιό­τερη ἐπιστολή, τοῦ 2009.

Ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ καταληκτικὴ παράγραφος τῆς ἐπιστολῆς, ἡ ὁποία καὶ τὴ διακρίνει ἀπὸ τὴν παλαιότερη τοῦ 2009 παρομοία ἐπιστολὴ κατὰ τῆς «Ὁμολογίας πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ». Σημειώνεται στὴν πατριαρ­χικὴ ἐπιστολή, ὅτι ἂν δὲ συμμορφωθεῖ ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὰ κελεύσματά της, ὅπως περιγράφονται ἀνωτέρω, ἡ Κωνσταντινούπολις «ἐπιφυλάσσεται… ἵνα ὀφειλετικῶς προβῇ καὶ αὕτη εἰς τὰς δεούσας πανορθοδό­ξους ἐνεργείας διὰ τὴν ἔγκαιρον πρόληψιν ἐπαπειλουμένων ἀπευκταίων κατα­στάσεων».

Ἂν κατανοοῦμε καλῶς, πρόκειται περὶ εὐθείας ἀπειλῆς κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος: ἢ συμμορφώνεσθε μὲ τὶς ἀπαιτήσεις μου ἢ θὰ συγκαλέσω Παν­ορθόδοξη Σύνοδο, γιὰ νὰ καταδικάσω ἐγώ!


Ἐπίλογος. Μακάρι νὰ συγκληθεῖ γιὰ τὸ θέμα πανορθόδοξη σύνοδος.

Δὲν ἀνησυχοῦμε ἀπὸ τέτοιες ἀπειλές. Ἀντιθέτως χαιρόμεθα γιὰ μία τέτοια ἐξέλιξη, διότι ὅ,τι καὶ ἂν ἀπεργάζονται οἱ ἄνθρωποι, τὸν τελευταῖο λόγο ἔχει ὁ Θεός. Καὶ ὅπως ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βοήθησε καὶ ἡ πρὸ τριετίας ἀπαί­τηση τοῦ Πατριάρχου γιὰ καταδίκη τῆς «Ὁμολογίας Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμε­νισμοῦ» προκάλεσε, παρ᾽ ἐλπίδα, τὴν ἀποκαλυπτικὴ συζήτηση ἐνώπιον τῆς Ἱε­ραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν ἔκδοση τοῦ περιφήμου ἀνακοι­νωθέντος τῆς 16.10.2009, ἔτσι καὶ τώρα ἡ παροῦσα πατριαρχικὴ ἐπιστολὴ ἴσως γίνει πρόξενος συζητήσεως τοῦ θέματος τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ γιὰ πρώτη φορὰ σὲ Πανορθόδοξο ἐπίπεδο! Καὶ ἐκεῖ πλέον ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι ἐνώπιον τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς συνειδήσεώς των καὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ θὰ πάρουν ὑπεύθυνη θέση. Ποιός ξέρει, ἂν ἔτσι θελήσει ὁ Θεὸς νὰ δια­κρίνει τοὺς πραγματικοὺς ποιμένες ἀπὸ τοὺς ψευδοποιμένες; Ποιός ξέρει, ἂν ἔτσι θελήσει ὁ Θεὸς νὰ ἐλευθερώσει τὴν Ἐκκλησία Του ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ μεθοδικὰ θέλουν κάποιοι νὰ τῆς ἐπιβάλουν;

Βέβαια ἀπὸ μία ἄλλη πλευρὰ μιὰ τέτοια ἐξέλιξη θὰ ἔχει τραγικὲς συνέπειες γιὰ τὸ ἴδιο τὸ Πατριαρχεῖο καὶ συνακόλουθα γιὰ τὴν Πανορθόδοξη ἑνότητα. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἀκόμη μπορεῖ νὰ συντελέσει, ὥστε νὰ ἐγερθοῦμε ἀπὸ τὴ ρα­στώνη τοῦ ἐφησυχασμοῦ καὶ νὰ ἀναλάβουμε ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι, τὶς εὐθύνες μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του. Εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ προκληθεῖ πολὺς πόνος καὶ θλίψη, ἀλλὰ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ γνωρίζει καὶ Αὐτὴ οἰκονομεῖ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀμωμήτου πίστεως Του, τῆς ἀποστολικῆς καὶ πατερικῆς Ὀρθοδοξίας.

Γιὰ τὴ Σύναξη Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν

Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου
Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγ. Μετεώρου

Ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος
Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου, Ἀμαρούσιον Ἀττικῆς

Ἀρχιμ. Γρηγόριος Χατζηνικολάου
Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ἁγίας Τριάδος, Ἄνω Γατζέας Βόλου

Γέρων Εὐστράτιος Ἱερομόναχος
Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας Ἁγ. Ὄρους

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνὸς
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

[1]. Ὀρθόδοξος Τύπος, φ. 1334/24.9.1999.
[2]. www.nowtheendbegins.com/blog/?p=5441.
[3]. www.youtube.com/watch?=3RHTWgP4cbU χρόν. διάστημα: 6.45 κ.ἑξ. και www.youtube com/watch?feature=endscreen&v=FrkxMnlSxiE&NR1 χρόν. διάστημα 4.45 


 theodromia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εναλλακτικές αναρτήσεις

Share this