Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

Ενεργοποίηση της Θείας χάρης ~ Ἱερ. Σάββας Ἁγιορείτης

Τρόποι επανενεργοποίησης της Βαπτισματικής Θείας χάρης

Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης

α)Συνεχής διά βίου Μετάνοια- ἐξομολόγηση. 

Ἡ ἁμαρτία καί τά πάθη ἀπενεργοποιοῦν τήν Βαπτισματική Θεία Χάρη. Μέ τήν μετάνοια-ἐξομολόγηση ὁ ἄνθρωπος ἐξαλείφει τήν ἁμαρτία καί ἀπαλάσσεται ἀπό τά πάθη. Μπορεῖ ἔτσι νά «ἀδειάσει» τό ἐσωτερικό τῆς καρδιᾶς του ἀπό ὅλην αὐτήν τήν δυσωδία καί νά δημιουργήσει χῶρο γιά τόν Θεό καί τόν πλησίον.

Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνεξομολόγητες-ἀμετανόητες ἁμαρτίες, αὐτές λειτουργοῦν ὡς ἐμπόδιο στό ν’ ἀγαπήσει τόν Θεό καί τόν πλησίον. Αὐτό συμβαίνει διότι ὅλος ὁ ὑπαρξιακός του χῶρος (ὅλη του ἡ καρδιά) εἶναι κατειλημμένος ἀπό τά πάθη καί μάλιστα ἀπό τό κυρίαρχο πάθος τοῦ ἐγωισμοῦ-ὑπερηφάνειας δηλαδή ἀπό τήν ἄρρωστη ἀγάπη γιά τό Ἐγώ του. Ἡ ψυχή εἶναι μολυσμένη καί «στραπατσαρισμένη», ἀνάξια τοῦ Ὑπέρλαμπρου νυμφίου της τοῦ Χριστοῦ.

«Ἐμεῖς» ἀναρωτιέται ὁ π. Πορφύριος «ἔχομε φλόγα γιὰ τὸν Χριστό; Τρέχουμε, ὅταν εἴμαστε κατάκοποι, νὰ ξεκουρασθοῦμε στὴν προσευχή, στὸν Ἀγαπημένο ἢ τὸ κάνουμε ἀγγάρια καὶ λέμε: «Ώ, τώρα ἔχω νὰ κάνω καὶ προσευχὴ καὶ κανόνα...»; Τί λείπει καὶ νιώθουμε ἔτσι; Λείπει ὁ θεῖος ἔρως. Δὲν ἔχει ἀξία νὰ γίνεται μία τέτοια προσευχή....

Ἂν στραπατσαρισθεῖ ἡ ψυχὴ καὶ γίνει ἀνάξια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, διακόπτει ὁ Χριστὸς τὶς σχέσεις, διότι ὁ Χριστὸς «χοντρὲς» ψυχὲς δὲν θέλει κοντά Του. Ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ συνέλθει πάλι, γιὰ νὰ γίνει ἄξια του Χριστοῦ, νὰ μετανοήσει «ἕως ἐβδομηκοντάκις ἑπτά».

Ἡ μετάνοια ἡ ἀληθινὴ θὰ φέρει τὸν ἁγιασμό. Ὄχι νὰ λέεις, «πᾶνε τὰ χρόνια μου χαμένα, δὲν εἶμαι ἄξιος» κ.λ.π., ἀλλὰ μπορεῖς νὰ λέεις, «θυμᾶμαι κι ἐγὼ τὶς μέρες τὶς ἀργές, ποὺ δὲν ζοῦσα κοντὰ στὸν Θεό...». Καὶ στὴ δική μου ζωὴ κάπου θὰ ὑπάρχουν ἄδειες μέρες. Ἤμουν δώδεκα χρονῶν, ποὺ ἔφυγα γιὰ τὸ Ἅγιον Ὅρος. Δὲν ἦταν αὐτὰ χρόνια; Μπορεῖ βέβαια νὰ ἤμουν μικρὸ παιδί, ἀλλὰ ἔζησα δώδεκα χρόνια μακράν του Θεοῦ· τόσα πολλὰ χρόνια!...».

Ὁ Γέροντας θεωρεῖ χαμένα τά χρόνια πού δέν εἶχε τήν μετάνοια, τόν Θεῖο Ἔρωτα, τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀλλά καί τόν σωματικό κόπο γιά τόν Χριστό.

Μέ τήν μετάνοια, τήν ἐξομολόγηση, ἀλλά καί τήν ἄσκηση (τόν σωματικό κόπο γιά τόν Κύριο), ἡ ψυχή τοῦ Χριστιανοῦ ἐλευθερώνεται ἀπό τά δεσμά τῶν παθῶν, πού διαστρέφουν-ἀποπροσανατολίζουν τίς τρεῖς δυνάμεις τῆς ψυχῆς (λογιστικό, θυμικό, ἐπιθυμητικό).

Διά μέσου τῆς ἐξομολόγησης «κόβονται τά δικαιώματα τοῦ διαβόλου», ὁ ὁποῖος καί ἐμποδίζει τίς σκέψεις, τά συναισθήματα καί τίς ἐπιθυμίες τοῦ ἀνθρώπου νά κινηθοῦν ὁλοκληρωτικά καί ἀποτελεσματικά πρός τόν Δημιουργό Του. Μέ τήν μετάνοια ἡ ψυχή καθαρίζεται, ἡμερεύει, ἐλαφρώνει ἀπό τά ὑπαρξιακά βάρη τῶν ἁμαρτιῶν, λεπτύνεται, γίνεται κατάλληλη καί ἱκανή ὥστε νά ἑνωθεῖ μέ τόν «ὑπέρ πᾶσαν καθαρότητα» Θεόν.

«Ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστιανοῦ» παρατηρεῖ ὁ π. Πορφύριος «πρέπει νὰ εἶναι λεπτή, νὰ εἶναι εὐαίσθητη, νὰ εἶναι αἰσθηματική, νὰ πετάει, ὅλο νὰ πετάει, νὰ ζεῖ μὲς στὰ ὄνειρα. Νὰ πετάει μὲς στ΄ ἄπειρο, μὲς στ΄ ἄστρα, μὲς στὰ μεγαλεῖα του Θεοῦ, μὲς στὴ σιωπή. Ὅποιος θέλει νὰ γίνει χριστιανός, πρέπει πρῶτα νὰ γίνει ποιητής».

Ἡ μετάνοια συντρίβει τήν καρδιά καί τήν ταπεινώνει.Ὁ μετανοών ἀρχίζει νά ἐπικαλεῖται ἀδιάλειπτα τήν Θεία Βοήθεια καί ἔτσι ἐπανανακαλύπτει τήν κρυμμένη Βαπτισματική Θεία Χάρη.

β) Ἀδιάλειπτη ἔμπονη ἑκούσια προσευχή μέ συμμετοχή
ὅλης τῆς ψυχῆς ἀλλά καί τοῦ σώματος.

«Ὁ Θεῖος Ἔρωτας ἀνάβει μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή» μᾶς διδάσκει σύμπας ὁ τῶν Ἁγίων Πατέρων χορός. Ἡ ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή καθαρίζει τήν καρδιά ἀπό ὅλους τούς λογισμούς, συγκεντρώνει ὅλες τίς ψυχικές δυνάμεις, τίς ἑνοποιεῖ καί τίς κατευθύνει πρός τόν Θεό. Τότε γίνεται σωστή προσευχή.

Γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἀληθινή καί καρποφόρα προσευχή θά πρέπει ὅλος ὁ νοῦς, ὅλο τό θυμικό καί ὅλο τό ἐπιθυμητικό τοῦ ἀνθρώπου νά εἶναι στραμμένα πρός τόν Θεό.

Ἀναλυτικώτερα: Ὁ ἄνθρωπος μέ τόν ἐνδιάθετο ἤ καί μέ τόν προφορικό λόγο ὁμιλεῖ πρός τόν Θεό. Ὁ νοῦς κινεῖται πρός τόν Θεό μέ ἀγάπη. Ἡ διάνοια διατυπώνει σέ λογικές προτάσεις αὐτό πού συλλαμβάνει καί θέλει νά ἐκφράσει ὁ νοῦς.

Τό θυμικό τοῦ ἀνθρώπου κινεῖται μέ ὅλη του τήν ἀγαπητική ὁρμή πρός τόν Θεό. Τό ἐπιθυμητικό, ὅλες οἱ ἐπιθυμίες, ὅλα τά θέλω τοῦ ἀνθρώπου γίνονται μία ἔφεση, μία ἐπιθυμία, μία λαχτάρα, ἕνας ἀσυγκράτητος πόθος, ἕνα θέλω: «ὁ Θεός, ἡ Βασιλεία Του καί ἡ δικαιοσύνη Του».

Τότε ἐκδιώκονται ὅλοι οἱ «ἀλλόφυλοι» λογισμοί, ὅλοι οἱ λογισμοί ἀπό τήν καρδιά καί μένει μόνο ἡ προσευχή. Ἐπανανακαλύπτει ὁ ἄνθρωπος τήν κεκρυμμένη Βαπτισματική Θεία Χάρη ἡ Ὁποία ἐνεργεῖ τήν κάθαρση στήν καρδιά. Τότε ἀρχίζει νά ἀνάβει μέσα στήν καρδιά ὁ Θεῖος Ἔρωτας, ἡ πρός τόν Θεόν ἀγάπη καί ὁ ἄνθρωπος θέλει νά κάνει θυσίες γιά τόν Ἀγαπημένο μαζί μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή.

Νά πῶς περιγράφει στήν «Εἰσαγωγή στή Φιλοκαλία» ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τήν εὐλογημένη Πατερική μέθοδο ἐπανανακάλυψης τῆς Θείας Χάρης:

«Τὸ Πνεῦμα φωτίζει τοὺς σοφοὺς στὰ θεῖα Πατέρες καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀδιάκοπη νήψη καὶ τὴν προσοχὴ σὲ ὅλα καὶ τὴ φυλακὴ τοῦ νοῦ καὶ τοὺς ἀποκαλύπτει τρόπο γιὰ νὰ ξαναβροῦν τὴν χάρη, τρόπο ἀληθινὰ θαυμαστὸ καὶ ἐπιστημονικότατο.

Αὐτὸς ἦταν ἡ ἀδιάκοπη προσευχὴ στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ἁπλῶς μὲ τὸ νοῦ μόνο καὶ τὰ χείλη (τοῦτο εἶναι προφανὲς σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως ὅσοι διάλεξαν τὴν εὐσέβεια καὶ εὔκολο στὸν πρῶτο ἀπὸ αὐτοὺς) ἀλλὰ στρέφοντας ὁλόκληρο τὸ νοῦ στὸν μέσα ἄνθρωπο, ποὺ εἶναι καὶ τὸ θαυμαστό.

Ἔτσι μέσα τους, στὰ ἴδια τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς ἐπικαλοῦνται τὸ πανάγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου, ζητοῦν μ' ἐπιμονὴ τὸ ἔλεός Του, προσέχουν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὰ λόγια τῆς προσευχῆς, τίποτε ἄλλο δὲ δέχονται οὔτε ἀπὸ μέσα οὔτε ἀπὸ ἔξω καὶ διατηροῦν τὴ διάνοιά τους ὁλότελα ἀσχημάτιστη καὶ καθαρή.

Τῆς ἐργασίας αὐτῆς τὶς ἀφετηρίες καὶ – θὰ ἔλεγε κανεὶς – καὶ τὴν ὕλη, τὰ πῆραν ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Κάπου μᾶς λέει: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται μέσα σας»[1]. Κι ἀλλοῦ: «Ὑποκριτή, καθάρισε πρῶτα τὸ ἐσωτερικό τοῦ ποτηριοῦ καὶ τῆς πιατέλας, καὶ τότε θὰ εἶναι καθαρὸ καὶ τὸ ἐξωτερικό τους»[2].

Αὐτὰ δὲν λέγονται γιὰ τὸ αἰσθητὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἀναφέρονται στὸν μέσα μας ἄνθρωπο.

Καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος γράφει στοὺς Ἐφεσίους ἔτσι: «Γιὰ τοῦτο λυγίζω τὰ γόνατά μου ἐμπρὸς στὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ· νὰ δώσει νὰ κραταιωθεῖτε μὲ τὸ Πνεῦμα Του στὸν μέσα ἄνθρωπο, γιὰ νὰ κατοικήσει ὁ Χριστὸς μὲ τὸ Πνεῦμα Του μέσα στὴν καρδιὰ σας»[3]. Τί θὰ μποροῦσε νὰ γίνει σαφέστερο ἀπὸ τὴ μαρτυρία αὐτή; Σὲ ἄλλο σημεῖο λέει: «Τραγουδώντας καὶ ψάλλοντας στὸν Κύριο μέσα στὴν καρδιὰ σας»[4]. Ἀκοῦς; Μέσα στὴν καρδιὰ λέει. Ἀλλὰ τοῦτο τὸ ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ κορυφαῖος Πέτρος, λέγοντας: «Ὥσπου νὰ φέξει ἡ μέρα καὶ ὁ αὐγερινὸς ἀνατείλει στὶς καρδιὲς σας»[5].

Ὅτι τοῦτο εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ κάθε εὐσεβή, τὸ διδάσκει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ σὲ μύριες ὅσες ἄλλες σελίδες τῆς Νέας Διαθήκης. Αὐτὸ μποροῦν νὰ τὸ διαπιστώσουν ὅσοι σκύβουν σ' αὐτὲς προσεκτικά»[6].

Ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει τόν τρόπο ζωῆς ὥστε νά γίνουμε ἀληθινά μακάριοι, μετέχοντας στή δική Του ἄπειρη μακαριότητα. Ὁ τρόπος εἶναι ἡ μίμηση τῆς δικῆς Του ζωῆς καί ἡ ἕνωσή μας μαζί Του , ἡ ἕνωση τοῦ νοῦ μας, ἡ ἕνωση τῆς καρδιᾶς μας μέ Αὐτόν.

Γιά νά ἑνωθεῖ ὁ νοῦς μας, ἡ καρδιά μας μαζί Του θά πρέπει νά εἶναι καθαρά. 
Γιά νά καθαρισθοῦν θά πρέπει νά τά καθαρίσει ὁ Κύριος μέ τήν Χάρη Του.

Ἡ Θεία Χάρη μᾶς ἔχει δοθεῖ δωρεάν κατά τό Βάπτισμά μας, ἀλλά στούς περισσότερους ἀπό τούς βαπτισμένους παραμένει ἀνενεργή, θαμμένη κάτω ἀπό τά πάθη, στό βάθος τῆς καρδιᾶς. 

Ὁ ἄνθρωπος πού θέλει νά καθαρισθεῖ θά πρέπει νά εἰσέλθει στήν καρδιά του,
  καί νά ἐπανεύρει- ἐπανανακαλύψει αὐτήν τήν κρυμμένη Θεία Χάρη. 

Ὁ τρόπος, ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, γιά τήν ἐπανεύρεσή της, εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπίκληση δέν πρέπει νά γίνεται ξηρά, τυπικά, προστακτικά ( «ὅπως ὁ στρατηγός διατάσσει τούς φαντάρους του»), ἀλλά ταπεινά, στό βάθος τῆς καρδιᾶς, μέ συντριβή, μέ συναίσθηση, μέ μετάνοια, μέ ἀγάπη πρός τόν Κύριο, μέ γλυκύτητα. Δέν θά πρέπει ὁ νοῦς νά προσέχει τίποτε ἄλλο παρά μόνο τήν ἔννοια αὐτῶν τῶν πέντε λέξεων: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».

Κανένα ἐρέθισμα, καμμία ἄλλη παρεμβολή εἴτε ἐπό ἔξω, εἴτε ἀπό μέσα δέν θά πρέπει νά γίνεται δεκτή ἀπό τόν ἄνθρωπο. Τότε ὁ νοῦς παραμένει ἀσχημάτιστος καί σιγά-σιγά καθαρίζεται καθώς καί ἡ καρδιά.

Ἡ πρακτική τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς προσευχῆς 

Γιά τόν ἅγιο Μαρτίνο[7] ἡ προσευχή δέν ἦταν ὑπόθεσις κάποιων στιγμῶν καί μόνον, ἀλλά τρόπον τινά ὑπόθεσις μιᾶς ὁλοκλήρου ζωῆς. Ὁ βιογράφος του μᾶς παρέχει τήν καταπληκτική γιά τόν τόπο καί τόν χρόνο μαρτυρία, πῶς ὁ ἅγιος «semper orabat» (=πάντοτε προσευχόταν)! Παράλληλα συναντοῦμε κάποιες νύξεις γιά τήν μυστική ζωή του, οἱ ὁποῖες προφανῶς προέρχονται ἀπό περιστασιακές δικές του ἐκμυστηρεύσεις στούς μαθητές του, σχετικά μέ τό πῶς ἐκτελοῦσε τήν ἐντολή τοῦ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε».

Τό κύριο συστατικό αὐτῆς τῆς πνευματικῆς καταστάσεως εἶναι ἡ διηνεκής ἀνάτασις τῆς ψυχῆς πρός τά οὐράνια («animus caelo semper intentus»). Πρέπει νά παρατηρήσουμε πώς ἐδῶ ἡ σημασία τῆς λέξεως ψυχή (animus, καί ὄχι anima) ταυτίζεται ἀπόλυτα μέ ἐκείνη τῆς λέξεως νοῦς τῶν μεταγενεστέρων Πατέρων, πρόκειται δηλ. γιά νοερά προσευχή.

Βασική προϋπόθεσίς της εἶναι ἡ συνεχής ἐμμονή στό ἔργον Θεοῦ (opus Dei). Ὁ ὄρος αὐτός, ἀντίθετα μέ αὐτό πού ἤθελαν νά καταλάβουν πολλοί Δυτικοί ἤ δυτικίζοντες, οὐδέποτε σημαίνει ἐξωστρεφεῖς καλές πράξεις, παρά ἀποκλειστικά καί μόνον τήν πνευματική ἐργασία, δηλ. αὐτό πού ἐννοοῦμε σήμερα στό Ἅγιον Ὄρος ὅταν λέμε ὅτι κάποιος «κάνει τά πνευματικά του»: ἀτομική προσευχή, κανόνας, ἀνάγνωσις κατανυκτικῶν βιβλίων, μνήμη θανάτου, μνήμη Θεοῦ, δάκρυα κλπ.

Ἔτσι τηρεῖται μία θαυμαστή ἰσορροπία μεταξύ «σχόλης» καί «ἀσχολίας» διά τῆς καταργήσεως καί τῶν δύο. Σχολασμός πλέον δέν εἶναι ἡ νοσηρή ραθυμία καί ἀπραγία, ἀλλά ἡ ἀπόθεσις τῶν βιοτικῶν ἀπασχολήσεων∙ καί ἀσχολία δέν εἶναι ἡ κοσμική τύρβη τῆς ἀνθρώπινης πολυπραγμονίας, ἀλλά ἡ ἐνεργός πνευματική ἐργασία.

Ἀνθρωπίνως θά ἔλεγε κανείς, πώς ἦταν ἀδύνατον ὁ ἅγιος νά προσευχόταν νοερῶς καί κατά τήν διάρκεια τῆς ἀναγνώσεως ἤ τῆς ἐνασχολήσεως μέ τίς ὑποθέσεις τῆς ἐπισκοπῆς. Καί ὅμως!

Γιά νά τό καταλάβουμε αὐτό, ὁ βιογράφος του μᾶς δίδει γιά παράδειγμα μιά καθημερινή εἰκόνα, πού ἔχουμε κάθε λόγο νά πιστεύουμε πώς ἀποτελεῖ ἑρμηνευτική παραβολή ἀπό τό στόμα τοῦ ἴδιου τοῦ ἁγίου Μαρτίνου: Ἄς προσέξουμε τούς σιδηρουργούς, ὅταν κτυποῦν τό σφυρί στό ἀμόνι.

Ἀφοῦ δώσουν μερικά γερά κτυπήματα, ἔπειτα δέν σταματοῦν ἀμέσως, ἀλλά ἐξακολουθοῦν νά κτυποῦν σιγά-σιγά καί χωρίς νά καταβάλλουν προσπάθεια, ἔπειτα πάλι χτυποῦν δυνατά, καί μετά πάλι σιγά καί μηχανικά κ.ο.κ.

Ἔτσι λοιπόν στά διαλείμματα ἀνάμεσα στά κύρια κτυπήματα δέν σταματοῦν, ἀλλά συνεχίζουν χαλαρώτερα καί δίχως ἔντασι.

Ἡ συνέχισις αὐτή ὀφείλεται στήν «φόρα» πού ἔχουν ἀπό προηγουμένως καί σέ προθέρμανσι γιά τήν ἑπόμενη προσπάθεια. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ νοῦς, ὅταν κοπιάσῃ καί ἀγωνισθῇ στήν προσευχή, στήν συνέχεια ἐξακολουθεῖ τήν εὐχή χωρίς ἔντασι καί κόπο, ἀλλά χαλαρά, ξεκούραστα καί δίχως ἰδιαίτερη προσπάθεια, ἐνόσῳ ἀσχολεῖται κανείς καί μέ διάφορες ἀπαραίτητες ἐργασίες.

Μέ αὐτή τήν εἰκόνα λοιπόν ὁ ἅγιος ἐξηγοῦσε παραβολικά στούς μαθητές του τό ἀδιάλειπτον τῆς προσευχῆς του. Καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ ἐργασία αὐτή ἀπαιτεῖ κόπο καί ἔντασι κατά τήν διάρκεια τῆς κυρίως προσευχῆς καί διαρκῆ καρδιακή προσήλωσι πρός τόν Θεό σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς.

Δέν ἔλειψαν στόν ἅγιο Μαρτίνο καί τά θεωτικά ἀποτελέσματα τῆς εὐχῆς: Μία βασική ἀρετή, πού διατρέχει ὁλόκληρο τό μῆκος καί τό πλάτος τῆς πολιτείας του, ὑπῆρξε ἡ ἀπάθεια, ἐκφραζόμενη ὡς παντοτεινή παραμονή στήν ἴδια κατάστασι καί διαρκής ἀταραξία (ὑποδηλώνεται μέ τόν ὄρο constantia). Ἀκόμη ὅλοι ἀναγνώριζαν μία αἴσθησι ουράνιας ἀγαλλιάσεως στό πρόσωπό του!

Μέχρι τήν τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς του ὄχι μόνον κράτησε τόν νοῦ του στά οὐράνια, ἀλλά καί ἀπό τήν ἐπιθανάτια κλίνη ἀκόμη δέν ἤθελε νά γυρίσῃ πλευρό, γιά νά ἔχῃ προσηλωμένο τό βλέμμα του στόν οὐρανό. Τήν ὥρα τοῦ θανάτου του τό πρόσωπό του θά λάμψῃ σάν πρόσωπο ἀγγέλου!

Μέ ἀφορμή ἕνα ἄλλο περιστατικό, ὁ ἅγιος θά μάς δώσῃ ἀκόμη μία σημαντική διδασκαλία περί προσευχῆς: Ὁ βιογράφος του μᾶς διηγεῖται μέ κάθε λεπτομέρεια πῶς ἐνεπλάκη σέ μία πυρκαγιά, τήν ὥρα πού κοιμόταν μετά ἀπό μία πολύ κοπιαστική ἡμέρα. Ξύπνησε τρομαγμένος καί στήν κατάστασι αὐτή ὁ πειρασμός κατάφερε νά τοῦ ὑποκλέψῃ τόν νοῦ.

Ὅπως ὁμολογοῦσε ὁ ἴδιος, δέν προσέφυγε ἀμέσως «στά ὄπλα τῆς προσευχῆς καί τό λάβαρο τοῦ Σταυροῦ», ἀλλά καταγινόταν πανικόβλητος νά ἀνοίξῃ τήν πόρτα. Ὅμως τό μάνταλο δέν ἄνοιγε… Σέ λίγο «ἐλθών εἰς ἑαυτόν», προσέπεσε στήν γνώριμή του στάσι προσευχῆς καί ἡ φωτιά ὑποχώρησε θαυματουργικῶς.

Νά λοιπόν, γιατί οἱ ἅγιοι μισοῦν τήν τύρβη καί τήν ταραχή τοῦ κόσμου καί ἀγαποῦν τίς ἑρημίες! Νά γιατί χίλια χρόνια ἀργότερα θά ὀμιλοῦν γιά ἡσυχία καί ἡσυχασμό καί ὁ κόσμος πάλι δέν θά τούς καταλαβαίνῃ! Ὅμως ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι καί τώρα καί εἰς τόν αἰώνα θά εὔχωνται γιά τόν φωτισμό τοῦ ἰδικοῦ μας ταλαίπωρου καί ἐσκοτισμένου νοός. Ἀμήν. 

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ! 

Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης 
____________________________________

Σχόλιο Π. Κοινωνίας: Σημαντική βοήθεια στήν ενεργοποίηση της θείας χάρης, η αδιαλείπτως συμμετοχή των Αχράντων Μυστηρίων.
 
Χαρακτηριστικό δε, της μεγάλης ωφέλιας της συχνής μεταλήψεως, είναι οτι στήν ευχή προ της θείας Κοινωνίας ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ζητά το έλεος του Θεού, γιατί γνωρίζει ότι η θεία Κοινωνία ενεργεί ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου, ήτοι καθαρίζει, λαμπρύνει (φωτίζει) και θεοποιεί.

Δείτε σχετικά:

Η παρουσία του Χριστού με την συνεχή Θεία Κοινωνία  



[1] Λκ. 17, 21.
[2] Μτ. 23, 26.
[3] Ἐφ. 3, 14-17.
[4] Ἐφ. 5, 19.
[5] Β΄ Πέτρ. 1, 19.
[6] Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, Μετάφραση Ἀντώνιος Γαλίτης, Τόμος Α΄, Ἐκδόσεις Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, στ΄ ἔκδοση 2004 σελ. 18-19.

[7] Ὁ ἄγιος Μαρτίνος ἔζησε μέσα στόν 4ο αἰώνα (316-397) κατά τούς χρόνους τοῦ Μ. Κωνσταντίνου καί τῶν διαδόχων του. Καταγόταν ἀπό Ρωμαϊκή – τότε περιοχή τῆς σημερινῆς Οὐγγαρίας, ἀλλά ἔδρασε ὡς ἐπί τό πλεῖστον στήν Β. Ἰταλία καί κυρίως στήν Γαλατία, δηλ. τήν σημερινή Γαλλία. Ὑπηρέτησε ὡς στρατιωτικός περίπου 25 χρόνια, ἀλλά στη συνέχεια παραιτήθηκε ἀπό πόθο γιά τήν μοναχική ζωή καί ὑπῆρξε ὁ πρῶτος εἰσηγητής τοῦ ὀργανωμένου μοναχισμοῦ στή Δύσι. Παράλληλα ἐξελέγη καί ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τουρώνης (σημερινῆς Τούρ τῆς κεντρικῆς Γαλλίας), ὅπου ἀρχιεράτευσε ἐπί περισσότερο ἀπό 26 χρόνια. Ἡ δράσις του ὑπῆρξε πολυσχιδῆς καί, ἐκτός τῶν ἄλλων, ἀνεδείχθη καί μέγας θαυματουργός, ὥστε ἀνέστησε καί νεκρούς. Μετά θάνατον τά θαύματα συνεχίσθηκαν στόν τάφο του ἀκατάπαυστα ἐπί αἰῶνες, καί μάλιστα καί μετά τήν ἐγκατάστασι τῶν Φράγκων στίς περιοχές ἐκεῖνες. Σιγά-σιγά ἔγινε ὁ δημοφιλέστερος ἅγιος τῆς Δύσεως καί τιμήθηκε μέ χιλιάδες ναούς, ἀλλά σήμερα τό ἱστορικό του πρόσωπο ἔχει ὑποστεῖ ποικίλες ἀλλοιώσεις, οἱ ὁποῖες ἄλλωστε ἐκφράζουν καί τίς γνωστές παρεκκλίσεις τοῦ «Δυτικοῦ» Χριστιανισμοῦ.
                                                                              

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου