~ Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης
Εγώ όλα τα αποδίδω στον Θεό για τη δόξα Του. Πιστεύω για τον εαυτό μου ότι είμαι παλιοσωλήνα σκουριασμένη, που όμως διοχετεύεται το ύδωρ το ζων το πεντακάθαρο, γιατί πηγάζει απ’ το Πνεύμα το Άγιον. Όταν διψάεις πολύ, δεν σκέπτεσαι αν η σωλήνα που το νερό περνάει είναι πλαστική μεταλλική σκουριασμένη. Σ’ ενδιαφέρει το νερό. Ενώ εγώ είμαι με την ψυχή στα χείλη... ο κόσμος έρχεται σ’ εμένα τον ταπεινό. Δεν έχει τίποτα να πάρει από μένα. Εγώ δεν έχω τίποτα, ο Χριστός μόνο έχει το παν.
Όταν ο άνθρωπος πληρωθεί υπό της χάριτος του Θεού, γίνεται αλλιώτικος πηδάει η ψυχή του! Ακούει τη φωνή του και χαίρεται η ψυχή του. Η χάρις με ωθεί να το παθαίνω κι εγώ αυτό. Αλλάζει η φωνή μου, το πρόσωπό μου αλλάζουν όλα. Έχω μάθει να καυχώμαι όχι για τα κατορθώματα τα δικά μου αλλά για την χάρι του Θεού, η οποία επίμονα και ολοφάνερα θέλει να με τραβήξει κοντά της με όλα όσα μου παρουσιάζει στη ζωή μου, από τότε που μικρός επήγα στο Άγιον Όρος. Εγώ, όμως, έχω πάντα το ίδιο συναίσθημα, ότι δεν κατόρθωσα να ζήσω με λαχτάρα τον Χριστό. Πόσο είμαι πίσω! Πόσο είμαι μακριά! Για όλα, όσα μου έδωσε ο Θεός μέσα μου, η ψυχή μου πολύ με κατακρίνει.
Έχω μέσα μου φόβο. Σκέπτομαι κι εκείνο που λέγει η Αγία Γραφή: «Κύριε, Κύριε, ου τω σω ονόματι προεφητεύσαμεν και τω σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν …ουδέποτε έγνων υμάς· αποχωρείτε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν». Το σκέπτομαι αυτό, αλλά δεν απελπίζομαι. Αφήνομαι στην αγάπη του Θεού και στο έλεός Του και λέω τα χρυσά εκείνα λόγια απ’ την ευχή της Θείας Μεταλήψεως: «Οίδα Σώτερ, ότι άλλος ως εγώ ουκ έπταισέ Σοι, …»
Τα χρυσά αυτά λόγια, που έγραψαν οι Πατέρες, όταν τα λέμε με πίστη κι ευλάβεια, είναι σαν να τα ζούμε κι εμείς.
Αυτό που κάνω και σας λέω τι μου έδωσε ο Θεός είναι και αποστολικό.… «Μετάδοση» σημαίνει: Πήρες κάτι; Να το μεταδώσεις από αγάπη.
Δεν πιστεύεις ότι έχεις κάτι δικό σου. Είναι του Θεού και το μεταδίδεις.
Αυτό είναι αληθινή ταπείνωση.
Ενώ ένας φανατικός, ένας παλαιοημερολογίτης λέει:
«Πω, πω! Μιλάει για τον εαυτό του, αυτό είναι εγωισμός!».
Κι εγώ ο καημένος απ’ την αγάπη μου σας λέω μερικά απ’ όσα μου αποκαλύπτει ο Θεός. Έχω όμως πολύ βαθιά τη συναίσθηση στην καρδιά μου ότι άλλος τα λέει. Αυτό το πιστεύω πολύ, γιατί βλέπω κάτι κι αμέσως μετά αισθάνομαι τις αδυναμίες μου πάρα πολύ, διότι δεν είναι ούτε από αγιοσύνη, ούτε από τίποτ’ άλλο, αλλά απ’ την αγάπη του Θεού προς εμένα, που με θέλει να γίνω καλός.
Αυτά όμως που μου αποκαλύπτει ο Θεός σε λίγους τα λέω, γιατί πρέπει ο άνθρωπος να είναι πνευματικός, για να τα καταλάβει.
Μπορεί ένας επιστήμονας να δει, ν’ ακούσει κάτι και να το διηγηθεί και να το γράψει και τελικά να πει: «Να τα ίδια λέει κι ο Πλάτωνας». Δεν συμβαίνει όμως εδώ αυτό, γιατί μπορεί να χρησιμοποιούμε τις ίδιες λέξεις αλλά με διαφορετικό νόημα.
Πολλές φορές με την χάρι του Θεού έχω μπει σε μία άλλη κατάσταση. Άλλαξε η φωνή μου, το πρόσωπό μου μπήκε σε ατμόσφαιρα θείου φωτός.
Άρχισα μ’ ενθουσιασμό να ψάλλω απ’ έξω κανόνες, τροπάρια κι άλλους ύμνους και πιο πολύ τα τριαδικά μεγαλυνάρια. Αισθάνθηκα χαρά ανεκλάλητη, η φωνή μου έγινε πρωτόγνωρη, σαν από εκατό ανθρώπους, γλυκιά, δυνατή, αρμονική, ουράνια, «ως φωνή υδάτων πολλών και ως φωνή βροντών ισχυρών».
Ύψωσα τα χέρια, έλαμψε το πρόσωπό μου, η έκφρασή μου έγινε αλλιώτικη. Είχα έλθει σε κατάστασε πνευματική. Κι έγινε με μιάς θόλος ο ουρανός και μανάλια εγίνανε τα πεύκα με τα κλαδιά τους …
Εκείνες στέκονταν τρία μέτρα πίσω. Προσπάθησαν να γράψουν στο μαγνητόφωνο εκείνη τη φωνή, αλλά δεν τις άφησα. Τις «είδα» και τις εμπόδισα. Έχω μάθει από μικρός στο Άγιον Όρος να είμαι μυστικός … Έπειτα όμως από μέρες γυρίζοντας στην Αθήνα, αναζητούσα εκείνα τα ψάλματα. Επιθυμούσα να ξανακούσω εκείνη τη φωνή. Στενοχωρέθηκα που δεν τα γράψαμε.
Δεν ήταν ανθρώπινη εκείνη η φωνή, δεν ήταν δική μου, ήταν της χάριτος του Θεού. Θα ήθελα να τα ακούω και να ξαναγυρίζω σ’ εκείνη την ημέρα. Είδαμε εκεί μες στα πεύκα, τα μεγαλεία του Θεού.
Δεν τα είδαμε; Τι ωραία! Που βάλαμε και «φωτιά» εκεί και «κάψαμε» το δάσος! Συνηθισμένος όμως να είμαι μυστικός δεν ήθελα να με μαγνητοφωνήσετε. Αυτό ήταν αίσθημα ταπεινώσεως.
Πήγαμε κάποτε για προσκύνημα μαζί με τον κύριο Γιώργο και την κυρία Καίτη στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο στην Πάτμο. Ήταν πρωί.
Ένιωθα να με πνίγει η χάρις του αγίου Ιωάννου. Είχε κόσμο το σπήλαιο της Αποκαλύψεως. Φοβήθηκα μήπως προδώσω τα αισθήματά μου. Αν άφηνα τον εαυτό μου να εκδηλωθεί, θα με περνούσαν για τρελό. Αυτοσυγκρατήθηκα. Βγήκα έξω απ’ την εκκλησία. Δεν είναι καλό να βλέπουν οι άλλοι τα βιώματα της μυστικής επαφής με τον Θεό. Γι’ αυτό τους είπα κι εφύγαμε. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ήταν ησυχία. Ήμασταν οι τρεις μας. Δεν υπήρχε άλλος στην εκκλησία. Πριν μπούμε μέσα τους προετοίμασα. Τους λέω:
-Ό,τι κι αν δείτε, δεν θα κουνηθείτε, ούτε θα μιλήσετε.
Μπήκαμε μέσα με ευλάβεια, χωρίς θόρυβο, με σιωπή, απλά, ταπεινά. Σταθήκαμε μπροστά στη Θεία Αποκάλυψη. Γονατίσαμε και οι τρεις, εγώ στη μέση. Πέσαμε πρηνείς. Λέγαμε το «Κύριε Ιησού …» περίπου ένα τέταρτο. Εγώ αισθανόμουν άδειος. Καμιά συγκίνηση, τίποτα. Ερημιά. Κατάλαβε ο αντίθετος, ο διάβολος, και θέλησε να μ’ εμποδίσει.
«Αυτά δεν γίνονται με πρόγραμμα», σκέφθηκα. Την έλεγα, την ήθελα την ευχή –ή μάλλον ούτε την έλεγα, ούτε την ήθελα, διότι όταν τη λέεις, όταν τη θέλεις, καμιά φορά το παίρνει είδηση ο αντίθετος. Είναι ένα πάρα πολύ λεπτό σημείο. Δεν μπορείς μόνος να περιφρονήσεις τον αντίθετο. Και να τον περιφρονήσεις, πρέπει πάλι με την θεία χάρι, ένα ανεξήγητο πράγμα.
Δώστε πολλή προσοχή. Δεν σφίχθηκα, δεν επίεσα την κατάσταση. Δεν πρέπει σ’ αυτά τα πνευματικά να πηγαίνομε με τη βία. Βγήκα έξω. Περιεργάσθηκα τα λουλούδια, σαν να ήθελα ν’ αδιαφορήσω για το ότι δεν γινόταν το άνοιγμα της ψυχής μου. Κοίταξα λίγο τη θάλασσα.
Μπήκα μέσα πάλι στο εκκλησάκι, έβαλα στο θυμιατό λίγα κάρβουνα, τα ανάψα, έβαλα λίγο λιβάνι, θύμιασα και τότε άνοιξε η καρδιά μου. Τότε ήλθε η θεία χάρις.
Στο πρόσωπό μου ήλθε μία λάμψη, έγινα ένθεος, ύψωσα τα μάτια μου. Σε μια στιγμή έπεσα κάτω. Όπως μου είπαν οι συνοδοί μου, έμεινα κάτω είκοσι λεπτά …
Αυτό το θαύμα, που μου έγινε στην Πάτμο, είναι ένα μεγάλο μυστήριο.
Έχει μεγάλη έννοια. Είδα το γεγονός της Αποκαλύψεως. Είδα τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, τον μαθητή του, τον Πρόχορο, έζησα το γεγονός της Θείας Αποκαλύψεως, όπως ακριβώς είχε συμβεί.
Άκουσα τη φωνή του Χριστού απ’ τη σχισμή του βράχου …
Αυτά να μην τα πείτε πουθενά. Κύριε Ιησού Χριστέ … Να μ’ ελεήσει ο Θεός.
Γιατί σας τα είπα; Πέστε μου …
Σας τα είπα για να μάθετε να εγκαταλείπετε τον εαυτό σας απαλά, χωρίς πίεση στα χέρια του Θεού. Τότε Εκείνος θα έρχεται στις ψυχές σας και θα τις χαριτώνει.
Αν ο πονηρός σας θέτει εμπόδια, να τον περιφρονείτε. Καταλάβατε; Έτσι έκανα κι εγώ. Απασχολήθηκα με κάτι άλλο, όταν συνειδητοποίησα ότι κάτι παρεμβαίνει. Αυτό έχει πολύ βάθος.
Τα λέω αυτά, αλλά δεν μου ‘ρχεται και καλό που τα λέω. Αισθάνομαι ότι δεν πρέπει να τα λέω … Αυτά είναι μυστήρια, δεν μπορώ να τα εξηγήσω. Το μόνο που λέω είναι να γίνονται όλα απλά, ταπεινά, απαλά.
Όταν το θέλεις και περιμένεις να ενωθείς με τον Θεό, όταν εκβιάζεις τον Θεό, δεν έρχεται. Αλλά έρχεται «εν ημέρα ή ου προσδοκάς και εν ώρα ή ου γινώσκεις».
Είναι ένας αγιότατος τρόπος, αλλά δεν μπορείς να τον μάθεις απ’ έξω.
Πρέπει να μπει μέσα στην ψυχή σου μυστικά, ώστε να τον ενστερνισθείς με την χάρι του Θεού.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ
© Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής-Χρυσοπηγής, Β’ Έκδοση Απρίλιος 2003
_________________________________________
Πηγή: agiosmgefiras.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου