Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Ιωάννου Ρωμανίδη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Ιωάννου Ρωμανίδη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 8 Απριλίου 2025

Τα δύο είδη της θεοπνευστίας είναι ο φωτισμός και η θέωση ~ π. Ιωάννης Ρωμανίδης

Η θεόπνευστη θεολογία των Πατέρων

Τα δύο είδη της θεοπνευστίας είναι ο φωτισμός και η θέωση
~ π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ''Εμπειρική Δογματική''

Τα συγγράμματα των Πατέρων είναι θεόπνευστα, επειδή γράφηκαν από θεοπνεύστους άνδρες. Η θεοπνευστία στην περίπτωση αυτή δεν είναι κατά γράμμα, αλλά οι Άγιοι είχαν φθάσει στον φωτισμό και την θέωση και, όταν ομιλούσαν για δογματικά ζητήματα, ομιλούσαν εκ πείρας και αυτό λέγεται θεοπνευστία. Τα δύο είδη της θεοπνευστίας είναι ο φωτισμός και η θέωση.

Θεωρούνται και τα συγγράμματα των Πατέρων ως θεόπνευστα, όχι μόνον τα συγγράμματα της Αγίας Γραφής. Λέγοντας όμως θεοπνευστία, εδώ πρέπει να ξεχωρίσουμε πρώτα - πρώτα σε ποια θέματα μπορεί να είναι κανείς θεόπνευστος, μέχρι πού φθάνει η θεοπνευστία.

Πρώτα-πρώτα, όπως θα ξεύρετε και από τα άλλα μαθήματα, ουδέποτε η Ορθόδοξη παράδοση δέχθηκε κατά γράμμα θεοπνευστία. Δεν υπάρχει στους Πατέρες κατά γράμμα θεοπνευστία, ούτε και στους Ορθοδόξους θεολόγους οποιασδήποτε παραδόσεως. Ποτέ στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υποστηρίχθηκε η κατά γράμμα θεοπνευστία, όπως έγινε στην δυτική παράδοση. Αυτή η διδασκαλία περί κατά γράμμα θεοπνευστίας δεν υπάρχει στους Πατέρες ούτε στους μοντέρνους Ορθοδόξους θεολόγους.

Υπάρχει όμως στην Δύση, κυρίως κατά τον Μεσαίωνα. Λοιπόν, εδώ πρέπει να γίνει σαφής διάκριση του θέματος...

Τώρα, στην Ορθόδοξη παράδοση κατ' αρχήν, τα πρώτα στάδια της θεοπνευστίας είναι το στάδιο του φωτισμού και το τελικό είναι η θέωση. Οπότε, διερωτάται κανείς, ο συγγραφέας, που γράφει ένα κομμάτι της Αγίας Γραφής, γιατί θεωρείται θεόπνευστος;

Επειδή ζούσε αυτός σε κατάσταση φωτισμού και από καιρό σε καιρό έφθανε στην θέωση και έγραφε από περίσσεια ως έγραφε και, επομένως, με ακρίβεια για τον Θεό; Ή όταν έγραφε εκείνη την στιγμή, όταν σήκωνε το στυλό του ερχόταν το Πνεύμα το Άγιον σαν ένας πετεινός, περιστερά, ένα πουλάκι και καθόταν εδώ και του υπαγόρευε τι να γράφει;

Για τους Πατέρες της Εκκλησίας θεόπνευστος είναι εκείνος ο οποίος ευρισκόμενος σε κατάσταση φωτισμού ή Θεώσεως, αφού έχει την εμπειρία αυτή, γράφει και γράφει θεοπνεύστως.

Αλλά δεν γράφει στα θέματα που δεν έχουν σχέση με την θεοπνευστία. Με ποια θέματα έχει σχέση η θεοπνευστία; Με όλα τα θέματα περί Θεού, με τις αποκαλύψεις του Θεού στον άνθρωπο, το θέλημα του Θεού για τον άνθρωπο, την ενσάρκωση, την φανέρωση της Ακτίστου δόξης του Θεού μέσω της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, την ίδρυση της Εκκλησίας κατά την Πεντηκοστή, την πεντηκοστιανή εμπειρία της Θεώσεως και την συνεχιζόμενη αυτή εμπειρία της Θεώσεως και του φωτισμού μέσα στην ζωή της Εκκλησίας. Επάνω σε αυτά τα θέματα υπάρχει θεοπνευστία και το απλανές.

Σε αυτήν την κατάσταση η θεοπνευστία είναι μια συνεχής κατάσταση, ως νοερή προσευχή και ως θέα του Θεού.

Στην πατερική παράδοση θεοπνευστία είναι η μόνη απλανής αίσθηση που μπορεί να υπάρχει στον άνθρωπο και, κατ' αυτόν τον τρόπο, διαμορφώνει τον χαρακτήρα του, εξυψώνει την αγάπη του ανθρώπου και τελειοποιεί την κάθαρση και την μεταβάλλει βαθμηδόν και σε θέωση. Μόνο αυτό, κατά τους Πατέρες, λέγεται θεοπνευστία. 

Αυτή η θεοπνευστία είναι συνεχής κατάσταση.


Οπότε, είναι βλακεία να νομίζει κανείς ότι κάποιος είναι θεόπνευστος επειδή έκατσε να γράψει μία επιστολή στη ρώμη δηλαδή, όπως έκανε ο Απόστολος Παύλος.

Και εκεί που έγραφε ήρθε κατά τρόπο θαυμαστό το Πνεύμα το Άγιο και καθοδηγούσε την πέννα του εκείνη την στιγμή, για να γράψει μία επιστολή, δηλαδή. Όχι, δεν είναι έτσι.

Θεοπνευστία σημαίνει ότι ο άνθρωπος ο οποίος γράφει είναι στην κατάσταση της αδιάλειπτου προσευχής και μπαινοβγαίνει στην κατάσταση της Θεώσεως. Αυτός είναι ο θεόπνευστος και αυτή είναι η θεοπνευστία.

Στους Πατέρες της Εκκλησίας δεν γίνεται λόγος για αλάθητο σε καθημερινά ζητήματα και στην καθοδήγηση, αλλά κυρίως χρησιμοποιείται η λέξη «απλανής». Το «αλάθητο» χρησιμοποιείται για δογματικά ζητήματα· το «απλανές» χρησιμοποιείται για την θεραπεία του ανθρώπου.

Οι Πατέρες δεν λένε «αλάθητον». Στην πατερική γλώσσα λέγεται «απλανές». Γίνεται κανείς «απλανής». «Απλανής» σημαίνει ότι δεν παραπλανάται.

Από τι δεν παραπλανάται;
Δεν παραπλανάται από τον διάβολο.

Δηλαδή, έχοντες την αέναη μνήμη Θεού μέσα τους, κάποτε - κάποτε και την εμπειρία της Θεώσεως, έχουν απλανή καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, το οποίον προσεύχεται αδιαλείπτως μέσα στην καρδιά τους. Και, έχοντες Πνεύμα Άγιον, κατ' αυτόν τον τρόπο, έχουν την απλανή καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος σε θέματα που αφορούν στην θεραπεία του ανθρώπου.

Οπότε, εξ επόψεως θεραπευτικής, είναι απλανής αυτός ο οδηγός. Δεν είναι όμως αλάθητος, από την άποψη ότι δεν μπορεί να κάνη λάθη, διότι κάνει λάθη.

Μόνο σε θέματα πνευματικής καθοδηγήσεως δεν κάνει λάθη, διότι απλανώς καθοδηγεί τα πνευματικά του τέκνα στον φωτισμό και στην θέωση, δηλαδή στην θεραπεία και στην τελειότητα.

Από Ορθοδόξου απόψεως, όταν μιλάμε για το αλάθητο της Εκκλησίας αναφερόμαστε μόνο στην διδασκαλία περί Αγίας Τριάδος, περί Θεού, περί θείας Χάριτος, περί διαγνώσεως των αρρωστημάτων της ανθρώπινης προσωπικότητος, περί θεραπείας της ανθρώπινης προσωπικότητος, περί τελειότητος της ανθρώπινης προσωπικότητος, περί κολάσεως και παραδείσου, περί ενσαρκώσεως, περί Αγίων, περί Θεοτόκου και ό,τι έχει σχέση με την εμπειρία της Θεώσεως. Στα άλλα θέματα δεν υπάρχει αλάθητο και δεν μπορεί να υπάρχει αλάθητο, διότι εκεί πλέον ευρισκόμαστε στην σφαίρα των θετικών επιστημών».

Τα προηγούμενα δείχνουν ποια είναι η μεθοδολογία των Πατέρων και πώς ερμήνευαν την Αγία Γραφή και τελικά πώς θεολογούσαν.

Όλα ξεκινούσαν από την εμπειρία του Αγίου Πνεύματος που βίωναν.

Δηλαδή, όπως προαναφέρθηκε, η μεθοδολογία των Πατέρων δεν ήταν φιλοσοφική, δεν στηριζόταν στην λογική και τον στοχασμό. Η φιλοσοφική μεθοδολογία, η οποία στηρίζεται στην λογική, την πιθανολογία και την φαντασία, είναι μέθοδος των αιρετικών, που χρησιμοποιούσαν και την αρχαία Ελληνική φιλοσοφία και την μεθοδολογία της.

Φαίνεται καθαρά ότι οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας δεν φιλοσοφούσαν, δεν χρησιμοποιούσαν τις απόψεις των φιλοσόφων, αλλά ούτε και την μεθοδολογία τους. Αυτό σημαίνει ότι οι Πατέρες δεν δέχονταν την μεταφυσική. Οι Πατέρες ήταν ό,τι οι Προφήτες και οι Απόστολοι.

Τι είναι Πατήρ της Εκκλησίας, τι είναι Πατέρες της Εκκλησίας, τι είναι Προφήτης, τι είναι Απόστολος, τι είναι άγιος; Τώρα, στην πατερική παράδοση όλοι οι Άγιοι είναι Πατέρες, όλοι οι Άγιοι είναι νηπτικοί, όλοι οι Άγιοι έχουν φθάσει σε ορισμένες καταστάσεις κλπ.

Στην σημερινή θεολογία, όμως, έχουν γίνει άλλες διαρρυθμίσεις επάνω στο θέμα. Λένε: α, οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, δηλαδή είναι οι φιλοσοφούντες Πατέρες. Μέγας Αθανάσιος.

Καλά, ο Μέγας Αθανάσιος ο καημένος δεν ήξερε γρι από φιλοσοφία· ήξερε Αγία Γραφή και ήξερε εμπειρική θεολογία, αλλά από φιλοσοφία μηδέν.

Δεν ασχολείται με το θέμα ο Μέγας Αθανάσιος. Απλώς, οσάκις αναφέρεται σε φιλοσόφους, τους κοροϊδεύει τους φιλοσόφους.

Οι Πατέρες δεν ήταν φιλόσοφοι. Μερικοί από αυτούς σπούδασαν και γνώριζαν τις αρχές της ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά δεν τις είχαν αποδεχθεί και δεν θεολογούσαν φιλοσοφώντας.


Οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας δεν είναι Έλληνες φιλόσοφοι. Καμιά σχέση δεν έχουν με την Ελληνική φιλοσοφία.

Οι μεγάλοι Καππαδόκες, ο Χρυσόστομος δεν είναι φιλόσοφοι. Είναι άνθρωποι οι οποίοι ασχολούνται με την θεραπεία της ανθρώπινης προσωπικότητος.

Δηλαδή, η κύρια μέριμνά τους ήταν να περάσουν το πνευματικό τους τέκνο, από την κάθαρση στον φωτισμό και από τον φωτισμό στην θέωση.

Αυτή ήταν η μέριμνα τους. Και όλη η Ορθόδοξη θεολογία είχε αυτόν ως σκοπό. Δεν είχε κανέναν άλλο σκοπό.

Όταν διάβαση κανείς τα κείμενα των Πατέρων, όσο και να προσπαθήσει, δεν μπορεί να τους μεταβάλει σε φιλοσόφους.

Αν πάρει κανείς τον τόμο του Καίμπριτζ και ψάξει για την Intellectual History of Byzantine Empire και ψάξει για Βυζαντινή φιλοσοφία, θα δη πολύ πενιχρά πράγματα, σχεδόν τίποτα, διότι φιλόσοφοι στο Βυζάντιο είναι σαν να είναι ανύπαρκτοι. Και πρέπει κανείς να μεταβάλει τους Πατέρας της Εκκλησίας σε φιλοσόφους, για να μπορεί να γράψει ιστορία της Βυζαντινής φιλοσοφίας. Αλλά οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν μεταβάλλονται σε φιλοσόφους. Αυτό είναι το πρόβλημα.

Πάρε οποιονδήποτε Πατέρα της Εκκλησίας να τον μεταβάλεις σε φιλόσοφο. Το έχουν προσπαθήσει. Αλλά εκείνος που μπορεί κάπως να περιγραφή ως φιλόσοφος, ας πούμε είναι ο Γρηγόριος Νύσσης, ο οποίος εάν κανείς τον ξέρη αρκετά καλά καταλαβαίνει ότι δεν διαφέρει καθόλου από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Προσπάθησε να βγάλεις τον Γρηγόριο τον Θεολόγο φιλόσοφο· δεν γίνεται. Τον Αθανάσιο φιλόσοφο· δεν γίνεται. Μερικοί βγάζουν τον Βασίλειο. Ούτε αυτός βγαίνει φιλόσοφος και ούτε βγαίνει όπως το θέλουν μερικοί».

Μάλιστα, οι Πατέρες έκαναν στα έργα τους σαφή διάκριση μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας, αφού γνώριζαν εκ πείρας ότι η θεολογία είναι θεραπευτική επιστήμη και όχι φαντασία και στοχασμός.

Στο λεγόμενο Βυζάντιο ήξεραν πάρα πολύ καλά την πατερική παράδοση, ήταν πολύ ζωντανός ο διανοούμενος κόσμος, πάρα πολύ ζωντανός, ήξεραν πάρα πολύ καλά τους αρχαίους, ήξεραν πάρα πολύ καλά τους φιλοσόφους και ήξεραν επίσης πάρα πολύ καλά να διακρίνουν μεταξύ της φιλοσοφίας, που δεν την δέχονταν πάρα πολλοί άνθρωποι, και της θεολογίας.

Αλλά, επειδή δεν ταύτιζαν την θεολογία με την φιλοσοφία και ήξεραν πάρα πολύ καλά ότι η θεολογία είναι μια θεραπευτική επιστήμη, ήξεραν τι είναι ο σκοπός της θεολογίας, τι είναι φωτισμός, τι είναι θέωση και όλα αυτά. Τα μάθαινε κανείς συζητώντας μόνον, χωρίς να διάβαση τίποτα. Μπορούσε απλώς να συζητάει με καλογήρους με τον έναν και τον άλλον και να έρχεται σε κάποια αντίληψη περί αυτών των πραγμάτων. Οπότε, ήταν διαποτισμένη όλη η ατμόσφαιρα με αυτές τις αντιλήψεις κ.τ.λ.

Δεν υπάρχει ιστορία της βυζαντινής φιλοσοφίας, διότι εγώ υποστηρίζω ότι δεν υπάρχει βυζαντινή φιλοσοφία. Σε μάς υπάρχουν μόνο θετικές επιστήμες, ήταν πολύ πρακτικοί οι πρόγονοί μας, δεν ήσαν φιλοσοφούντες. Και όταν θεολογούσαν, θεολογούσαν εμπειρικά. Όλος ο προσανατολισμός τους ήταν εμπειρικός. Το ότι τους ανεβοκατεβάζουν τους Πατέρας ως Πλατωνικούς κλπ, είναι μυθιστορήματα των θεολόγων μας, των Νεοελλήνων που πάνε να τους βγάλουν φιλοσόφους τους Πατέρες της Εκκλησίας.

Ακόμη και η αποφατική θεολογία δεν έχει καμία σχέση με τον φιλοσοφικό στοχασμό.

Αλλά εκείνο που πρέπει να τονισθεί είναι ότι η αποφατική παράδοση αποδόσεως ονομάτων στον Θεό, από πατερικής απόψεως, δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με φιλοσοφικό στοχασμό ή οποιοδήποτε τρόπο στοχασμού. Καμία σχέση. Είναι καθαρά βασισμένα όλα που λένε οι Πατέρες, ξεκινάνε από την εμπειρία της Θεώσεως, την παρατήρηση δηλαδή, και έχουν σκοπό αυτά πάλι να δημιουργήσουν στον καθένα την ίδια εμπειρία της Θεώσεως. Ξεκινάμε από την θέωση κι επανερχόμαστε πάλι στην θέωση.

Στα πατερικά κείμενα βλέπουμε ότι οι Πατέρες, καίτοι είχαν σπουδάσει την φιλοσοφία, εν τούτοις την απέρριπταν στον χώρο της θεολογίας, ακριβώς επειδή η φιλοσοφία στηρίζεται στον στοχασμό, ενώ η Ορθόδοξη θεολογία στην εμπειρία.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας τοξεύουν βλήματα συνεχώς εναντίον της ελληνικής φιλοσοφίας, για κανέναν άλλο λόγο παρά διότι η βάση της φιλοσοφίας της εποχής εκείνης ήταν ο στοχασμός των φιλοσόφων, δηλαδή δεν υπήρχε τρόπος να ελέγξει κανείς, εάν αυτά που έλεγαν οι φιλόσοφοι ήταν σωστά η όχι.

Γι’ αυτό τον λόγο η ιστορία της φιλοσοφίας έχει μεγάλη αξία, και προπάντων ο στοχασμός των αρχαίων Ελλήνων έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, διότι συνέχεια πρότεινε στους ανθρώπους υποθέσεις. Αλλά όμως, σε πολύ λίγες περιπτώσεις είχε την δυνατότητα μαζί με τις υποθέσεις να προτείνει και τον τρόπο ελέγχου των υποθέσεων αυτών, ώστε να τα περάσουν από τα πειράματα και να προβιβάσουν τις υποθέσεις σε αξιώματα».

Οι Πατέρες της Εκκλησίας όχι μόνον δεν φιλοσοφούσαν, αλλά δεν αποδέχονταν και την μεταφυσική. Όταν ομιλούμε για μεταφυσική, εννοούμε την λεγομένη οντολογία, ότι υπάρχει ένα ευδαίμον Ον που έχει εντός του τις ιδέες, επί τη βάσει των οποίων κτίσθηκε ο κόσμος, είναι ο αμετάβλητος κόσμος, και ότι και αυτή η ψυχή του ανθρώπου ζούσε προηγουμένως στον αγέννητο κόσμο των ιδεών, όπου και επιθυμεί να επανέλθει. Η μεταφυσική δέχεται έναν αμετάβλητο κόσμο και ο άνθρωπος μπορεί να συλλαμβάνει λογικά τον Θεό.

Γι’ αυτόν τον λόγο οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν δέχονται την μεταφυσική. Διότι μεταφυσική είναι η ανθρώπινη σκέψη περί του «αμεταβλήτου». Με νοήματα και ρήματα ο άνθρωπος σκέφτεται και εκφράζει το «αμετάβλητον». Και αυτό είναι το θεμέλιο της μεταφυσικής.


Αλλά στην πατερική θεολογία έχουμε το περίφημο ρητό του Γρηγορίου του Θεολόγου, που είναι η πυξίδα για κάθε Ορθόδοξο θεολόγο, που λέει ότι ''Θεόν μεν φράσαι αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον.''

Οπότε τον Θεό ούτε μπορούμε να τον εκφράσουμε ούτε μπορούμε να τον νοήσουμε. Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν δέχονταν την φιλοσοφία ως μέθοδο ερεύνης του Θεού, ούτε και τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.

Οι άνθρωποι, ακόμη και κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ήξεραν πολύ καλά ότι στα θεολογικά ζητήματα δεν υπάρχει κανένας μεταφυσικός προσανατολισμός.

Είχα θίξει το θέμα της μεταφυσικής και πως οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως και όλος ο καλογερικός κόσμος, τα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν δεχόντουσαν, ας πούμε, ουδένα φιλοσοφικό προσανατολισμό στα θεολογικά θέματα. Αυτό που οι Δυτικοί ονομάζουν μεταφυσική, οι Πατέρες της Εκκλησίας το απορρίπτουν εκ των προτέρων, το ότι δηλαδή είναι δυνατόν στον ανθρώπινο νου (λογική) να συλλάβει τον Θεό».

Οι Πατέρες της Εκκλησίας, με επιχειρήματα πάντοτε, κατεδάφιζαν την φιλοσοφία. Αλλά όχι με επιχειρήματα των θετικών επιστημών. Τα δικά τους επιχειρήματα ήταν θεολογικά.

Σήμερα έχουμε επιστημονικά επιχειρήματα. Είτε κατεδαφισθεί η φιλοσοφία από τις θετικές επιστήμες είτε κατεδαφισθεί από την Ορθόδοξη θεολογία, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Κατεδαφίζεται η φιλοσοφία.

«Βλέπουμε τους Πατέρες που αντιτάσσονταν και στον Αριστοτέλη και στον Πλάτωνα και σε όλους τους φιλοσόφους της εποχής τους. Είναι και αυτό ενδεικτικό».

Η διδασκαλία του Πλάτωνος δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από την πατερική παράδοση. Διότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ουδέποτε δέχθηκαν την κατά φύση αθανασία της ψυχής. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας η ψυχή είναι κατά φύση θνητή και όχι κατά φύση αθάνατη, διότι για τους Πατέρες της Εκκλησίας ο μόνος φύσει αθάνατος είναι ο Θεός.

Αυτό το συναντούμε και στους μοναχούς που ζούσαν μέσα στην πατερική παράδοση και καταλάβαιναν την διδασκαλία των Πατέρων.

«Οι καλόγεροι ούτε ήθελαν τίποτε να ακούσουν περί αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Όταν ακούγανε Πλάτωνα και Αριστοτέλη επαναλάμβαναν αυτά που λένε οι Πατέρες για τον Πλάτωνα και Αριστοτέλη».

Έτσι, οι Πατέρες ήταν αντίθετοι με την μεταφυσική, αλλά και την γνωσιολογία στην οποία στηριζόταν η μεταφυσική. Ακόμη, αυτό το βλέπουμε και στον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης και τον Άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη, τους οποίους μερικοί θεωρούν ως φιλοσοφούντες Πατέρες.

Τώρα βέβαια, Πατέρες της Εκκλησίας να υποστηρίζουν την ανάγκη να φιλοσοφήσουν, δεν υπάρχουν. Γενικά, όμως, οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι τελείως εναντίον και της μεταφυσικής και της γνωσιολογίας που βασίζεται στην μεταφυσική. Και αυτό φαίνεται σαφέστατα και στον Γρηγόριο Νύσσης και στον δήθεν πλατωνικό Διονύσιο Αρεοπαγίτη. Αυτός είναι από την αρχή μέχρι το τέλος εναντίον όλων των κατηγορημάτων της πλατωνικής φιλοσοφίας.

Γενικά, «οι Πατέρες απορρίπτουν τον φιλοσοφικό προσανατολισμό στην θεολογία». Η πατερική διδασκαλία συνδέεται με τις θετικές επιστήμες, που έχουν σχέση με την εμπειρία. Περισσότερο σχετίζεται με την ιατρική επιστήμη, επειδή θεραπεύει την νοσούσα προσωπικότητα του ανθρώπου.

«Πολύ περισσότερο συγγενεύει με την πατερική θεολογία η ιατρική επιστήμη, παρά όλες οι φιλοσοφίες του κόσμου. Διότι, ουσιαστικά, η πατερική θεολογία καμία σχέση δεν έχει με την φιλοσοφία».

Από την δημιουργία, όμως, του νεοελληνικού Κράτους διατυπώθηκε η άποψη ότι οι Πατέρες που γνώριζαν την φιλοσοφία ανήγαγαν την απλή πίστη σε φιλοσοφία και, μέσα σε αυτό το κλίμα, εορτάζεται η εορτή των Τριών Ιεραρχών.

Οποιοδήποτε άρθρο, από τον καιρό που ιδρύθηκε το Ελληνικό Κράτος μέχρι σήμερα, αν διαβάσετε, θα δείτε πόσα από αυτά ασχολούνται με τους Πατέρες σαν να ήταν μεγάλοι φιλόσοφοι, οι οποίοι δεν δέχονταν να μείνουν με την απλοϊκή πίστη της μαμάς και της γιαγιάς και του παππού, που δεν πήγαν στο Πανεπιστήμιο, που ήταν πολύ καλοί άνθρωποι, που ομοιάζουν με αυτά που έλεγε ο Αυγουστίνος, ότι ξέρουν την οδό αλλά δεν ξέρουν πού πάνε. Δηλαδή, απλώς ήταν καλοί άνθρωποι.

Κι έρχονται τώρα οι μεγάλοι Πατέρες που είχαν μια φιλοσοφική παιδεία, πάρα πολύ ισχυρή, και παίρνουν την απλοϊκή πίστη της Αγίας Γραφής και την αναγάγουν σε φιλοσοφική, έτσι σνομπίστικη πίστη δηλαδή, ώστε μπορούμε να προσελκύσουμε και τους διανοούμενους στην Εκκλησία. Διότι πρώτα η Εκκλησία προσήλκυσε τους αγράμματους και τώρα πάμε να προσελκύσουμε τους διανοούμενους.

Και υπάρχει πολύ αυτή η τάση και δημιουργήθηκε και εξ αιτίας ενός πατριωτισμού που αναπτύχθηκε στην Ελλάδα γύρω από τους αρχαίους ημών προγόνους, που ήταν μεγάλοι φιλόσοφοι και πρέπει να επανέλθουμε και εμείς σε αυτούς, να γίνουμε και εμείς σαν αυτούς φιλόσοφοι.

Και κατήντησαν οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας να είναι φιλόσοφοι πια. Κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών, πόσες φορές ακούμε για την φιλοσοφική δεινότητα του Γρηγορίου, του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου κλπ. Και ένα μεγάλο μέρος είναι όλα συνθήματα.

Έχουμε τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, ο οποίος είναι ο καταπέλτης εναντίον της ελληνικής φιλοσοφίας. Ο Χρυσόστομος βρίζει την Ελληνική φιλοσοφία. Και βρήκαν τον Βασίλειο λιγάκι που λέει μερικά περί της παιδείας των νέων κλπ, ενώ υπάρχουν χωρία ολόκληρα από τον Βασίλειο που και αυτός τοποθετεί κατά τον ίδιο τρόπο την Ελληνική φιλοσοφία. Αυτό είναι το βασικό θέμα».

Αυτή η νοοτροπία περί της πατερικής παραδόσεως οδήγησε στην άποψη ότι η πίστη πρέπει να μεταβάλλεται σε γνώση με την βοήθεια της φιλοσοφίας και αυτό συνδέθηκε και με την εθνική ιδέα.

Πάντως, οι Πατέρες ήταν καθαρά εμπειρικοί, στηρίζονταν στην εμπειρία του Αγίου Πνεύματος που είχαν αποκτήσει ζώντας μέσα στην Εκκλησία, η οποία είναι το αναστημένο και δοξασμένο Σώμα του Χριστού. Έτσι, η εμπειρία τους δεν ήταν ατομική, αλλά προσωπική.

«Οι Πατέρες μόνο εμπειρικά φαινόμενα εδέχοντο. Γι’ αυτό ο φωτισμός είναι καθαρά εμπειρική κατάσταση. Η θέωση εξίσου, καθαρά εμπειρική κατάσταση. Και όλη η θεολογία της Εκκλησίας έχει βάση σε αυτές τις εμπειρικές καταστάσεις. Επομένως, μέσα στα πλαίσια της φιλοσοφίας ουδεμία θέση έχει».

Επομένως, οι Πατέρες δεν φιλοσοφούσαν, αλλά ερμήνευαν την Αγία Γραφή, βάσει της προσωπικής τους πείρας, χωρίς να στοχάζονται πάνω σε αυτήν. Βεβαίως, οι Άγιοι Πατέρες χρησιμοποιούσαν την Αγία Γραφή επειδή ήταν κείμενα θεοπνεύστων ανδρών, αλλά την ερμήνευαν επί τη βάσει της δικής τους προσωπικής πείρας.

«Οι Πατέρες, όταν θεολογούν, δεν θεολογούν μόνο από την Αγία Γραφή, θεολογούν από την ίδια την εμπειρία τους».

Οι Άγιοι Πατέρες επίσης λάμβαναν και όρους που χρησιμοποιούσαν την εποχή εκείνη οι άνθρωποι, αλλά έδιναν άλλο νόημα, σύμφωνα με την αποκάλυψη που είχαν.

«Το ομοούσιος το χρησιμοποίησαν οι αιρετικοί. Πρώτα ο Παύλος ο Σαμοσατεύς χρησιμοποιούσε το ομοούσιος με αιρετικό τρόπο. Η Εκκλησία πήρε έναν αιρετικό όρο του Παύλου Σαμοσατέως κι έγινε το κριτήριον της Ορθοδοξίας. Δεν πήραν οι Πατέρες το νόημα που είχε ο Παύλος ο Σαμοσατεύς με τον όρον αυτόν και το χρησιμοποίησαν, αλλά παίρνουν τον όρον και δίνουν ένα άλλο νόημα στον όρο αυτό και τον χρησιμοποιούν. Αυτό φαίνεται σαφώς στην πατερική παράδοση».

Μέσα στην προοπτική αυτή ερμήνευαν την Αγία Γραφή. Η ερμηνεία που έκαναν δεν ήταν φιλολογική και προσωπική, αλλά εμπειρική, αγιοπνευματική. Είχαν την ίδια ζωή που είχαν οι Προφήτες και οι Απόστολοι, γι’ αυτό καταλάβαιναν τον λόγο τους.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας, όταν διαβάζουν την Παλαιά Διαθήκη, την διαβάζουν ωσάν να υπάρχει στην Παλαιά Διαθήκη ήδη η κάθαρση και ο φωτισμός και η αέναη μνήμη Θεού και η νοερά προσευχή κλπ, και έτσι ερμηνεύουν τους ψαλμούς.

Οι ψαλμοί ερμηνεύονται ως ψαλμοί που εκφράζουν την εμπειρία αυτή της καθάρσεως, του φωτισμού και της Θεώσεως.


Η ερμηνεία των Πατέρων ξεκινά από την δική τους εμπειρία. Το σημαντικό είναι ότι αυτό το διακρίνει κανείς και σήμερα, εφ’ όσον έχει αυτήν την πνευματική εμπειρία και διαβάσει πατερικά κείμενα. Αυτό συμβαίνει, γιατί η Εκκλησία είναι Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική και μέσα σε αυτήν ευρίσκεται το ρεύμα της Ορθοδόξου παραδόσεως.

Είναι γνωστόν ότι η Ορθόδοξη πίστη καθορίσθηκε πρωτίστως στις Τοπικές, αλλά έπειτα και στις Οικουμενικές Συνόδους σε όρους και ιερούς Κανόνες από τους Πατέρες που τις συγκρότησαν για να αντιμετωπισθούν οι αιρετικοί.

Η Οικουμενική Σύνοδος είναι ''αλάθητη'', αλλά αυτό πρέπει να ερμηνευθεί Ορθόδοξα.

«Έχουμε σήμερα την διδασκαλία περί του αλάθητου των Οικουμενικών Συνόδων. Αυτή η διδασκαλία του αλάθητου των Οικουμενικών Συνόδων, όπως περιγράφεται σήμερα, είναι ωσάν να υπάρχει ένας θεσμός Οικουμενικής Συνόδου, που έχει το αλάθητο της Εκκλησίας. Αυτό, τόσα χρόνια που διαβάζω τους Πατέρες της Εκκλησίας, δεν το ευρίσκω πουθενά. Δεν υπάρχει στους Πατέρες μια τέτοια αντίληψη περί Οικουμενικής Συνόδου.

Βέβαια, η Οικουμενική Σύνοδος είναι αλάθητη, αλλά δεν είναι ένας αλάθητος θεσμός, δεν είναι μόνιμος θεσμός. Υπήρχε Εκκλησία επί τριακόσια είκοσι πέντε χρόνια, πριν από την ο Οικουμενική Σύνοδο, και ζούσε χωρίς Οικουμενική Σύνοδο και από την Θ' Οικουμενική Σύνοδο του 1341 μέχρι σήμερα δεν έχει Οικουμενική Σύνοδο».

Η θεοπνευστία των Οικουμενικών Συνόδων συνδέεται με την παρουσία σε αυτές Πατέρων που ήταν θεόπνευστοι.

Δεν είναι θεόπνευστη η Σύνοδος ως ένας θεσμός, 
αλλά λόγω της συμμετοχής σε αυτήν θεουμένων.

«Σε τι συνίσταται η θεοπνευστία μιας Οικουμενικής Συνόδου, ή σε τι συνίσταται η θεοπνευστία μιας Τοπικής Συνόδου και τι είναι η θεοπνευστία; Οι Πατέρες μιας Συνόδου είτε Τοπικής είτε Οικουμενικής, όταν συνέρχονται για να καταδικάσουν μια αίρεση, σε τι συνίσταται η αυθεντία αυτής της Συνόδου και η θεοπνευστία; Ο Επίσκοπος, ο οποίος λαμβάνει μέρος σε μια Σύνοδο μαζί με όλους τους άλλους Επισκόπους, είτε τους πάρουμε μεμονωμένα τους Επισκόπους ή ως ομάδα, πότε σε αυτόν αρχίζει και πότε τελειώνει η θεοπνευστία;

Την άποψη ότι οι Πατέρες μιας Συνόδου είναι θεόπνευστοι, επειδή συνήλθαν σε μια Οικουμενική Σύνοδο, και τότε είναι θεόπνευστοι δηλαδή, εγώ τουλάχιστον, δεν την έχω βρει πουθενά. Είτε υπάρχει Τοπική Σύνοδος, είτε Οικουμενική Σύνοδος οι απόψεις είναι οι ίδιες για τους Πατέρες της Εκκλησίας. Η διαφορά είναι το οικουμενικό της μιας και το τοπικό της άλλης, που είναι θέμα αυτό της συγκροτήσεως και όχι των Εκκλησιών.

Εάν είχαμε εκατόν πενήντα Επισκόπους που πριν πάνε στην Σύνοδο δεν ήσαν θεόπνευστοι, αυτοί που δεν ήσαν θεόπνευστοι προ της Συνόδου, θα γίνουν θεόπνευστοι μετά την εναρκτήριο προσευχή της Συνόδου; Και θα παύσουν να είναι θεόπνευστοι μετά την λήξη της Συνόδου; Τι γίνεται εδώ;

Ο Απόστολος Παύλος ήταν θεόπνευστος πριν σηκώσει την πένα του να γράψει την προς Ρωμαίους Επιστολή και έπαυσε να είναι θεόπνευστος, όταν στο τέλος έγραψε το Αμήν; Πότε άρχισε η θεοπνευστία του και πότε τελείωσε; Και το ίδιο με όλα τα βιβλία της Αγίας Γραφής.

Γι’ αυτό την περασμένη φορά, εγώ τουλάχιστον, προσέφερα την άποψη ότι η θεοπνευστία στην Εκκλησία δεν διαφέρει από την έμπνευση που έχουν οι άνδρες των θετικών επιστημών».

Επομένως, οι Επίσκοποι που έφθασαν στην θεοπτία, έβλεπαν τον Θεό και είχαν επικοινωνία μαζί Του και γι’ αυτό και έγιναν Πατέρες, που είναι η βάση των Οικουμενικών Συνόδων.

Θεόπνευστοι είναι εκείνοι που κατευθύνονται από την εμπειρία τους. Φυσικά, αυτή η εμπειρία είναι δύο ειδών, ήτοι εμπειρία του φωτισμού και εμπειρία της Θεώσεως.

Αυτοί οι εμπειρικοί Πατέρες είναι η βάση των Οικουμενικών Συνόδων.

Οι Θεούμενοι Επίσκοποι έφθασαν στην ένωση με τον Θεό και την θεοπτία και έχουν ασφαλή γνώση του Θεού. Δι’ αυτών ενεργεί το Άγιον Πνεύμα.

Οι Άγιοι Πατέρες που ευρίσκονταν σε διάφορα μέρη της γης, αλλά είχαν αποκτήσει, δια του Αγίου Πνεύματος, εμπειρία του Θεού, όταν συνήρχονταν σε Οικουμενικές Συνόδους, αποκτούσαν και κοινή ορολογία.

Γι’ αυτό και μεταξύ των Πατέρων χωρίς να υπάρχει κανένας Πάπας της Ρώμης να υπαγορεύει τι είναι τα δόγματα, τελείως αυθόρμητα, οι Πατέρες υπεστήριξαν όλοι μαζί την ίδια αλήθεια πάντοτε. Δηλαδή, οι άνθρωποι οι οποίοι ήσαν χωρισμένοι ο ένας από τον άλλο από γεωγραφικές Αποστάσεις. Για εκείνη την εποχή ήταν σαν να είμαστε από εδώ μέχρι το φεγγάρι, διότι ο ένας που ζούσε στο ένα μέρος της Αυτοκρατορίας, με έναν άλλο που ζούσε σε άλλο μέρος της Αυτοκρατορίας σαν να ζούσε ο ένας σε έναν πλανήτη και ο άλλος σε άλλο πλανήτη. Επειδή έχουν την ίδια εμπειρία, καταλήγουν σε κοινές αποφάσεις».

Δυστυχώς, υπάρχουν μερικοί σήμερα που παραθεωρούν τους θεουμένους Πατέρες και τοποθετούν τις Συνόδους πάνω από τους Πατέρες, ενώ συμβαίνει το αντίθετο.

Άλλωστε, οι ίδιες οι Σύνοδοι επικαλούνται την διδασκαλία των θεοπτών Πατέρων.

Οι σημερινοί Ορθόδοξοι κάνουν ακριβώς το ίδιο. Η Εκκλησία λέει, ή η Αγία Γραφή λέει, ή η Οικουμενική Σύνοδος λέει. Και είναι παράξενο πράγμα, διότι μαθαίνουμε από τους σημερινούς Ορθοδόξους ότι η Οικουμενική Σύνοδος είναι μεγάλη αυθεντία της Εκκλησίας και αμφισβητούν αν είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας. Δηλαδή βάλανε την Σύνοδο παραπάνω από τους Πατέρες της Εκκλησίας.

Και όταν κανείς διαβάζει τα ίδια τα Πρακτικά των Συνόδων, η Οικουμενική Σύνοδος επικαλείται τους Πατέρες της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και λένε οι τριακόσιοι δεκαοκτώ Πατέρες είπαν, οι εκατόν πενήντα Πατέρες είπαν, οι εξακόσιοι Πατέρες είπαν. Δηλαδή όταν εμείς σκεφτόμαστε μια Οικουμενική Σύνοδο, για μας είναι μια Σύνοδος Πατέρων της Εκκλησίας. Είναι συνάθροισμα Πατέρων οι οποίοι διδάσκουν αυτά κ.ο.κ.».

Μια τέτοια θεσμική αντίληψη περί της Εκκλησίας προέρχεται από τους Φράγκους και την διδασκαλία του ιερού Αυγουστίνου, ο οποίος υποστήριζε ότι η αυθεντία για την αποδοχή των δογμάτων είναι η Εκκλησία, ενώ σε μας η αυθεντία είναι οι Πατέρες και όχι «μια αφηρημένη ιδέα, που είναι μια οργανωμένη εκκλησιαστικά αυθεντία».

Η θεόπνευστη θεολογία των Πατέρων
Τα δύο είδη της θεοπνευστίας είναι ο φωτισμός και η θέωση

"Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας
κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη". Τόμος Α',

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Περί της λεγόμενης «Μυστηριακής Διακοινωνίας» (Intercommunio)


Περί της λεγόμενης «Μυστηριακής Διακοινωνίας» (Intercommunio)

~ Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

Η λεγόμενη ‘’Μυστηριακή Διακοινωνία’’ (Intercommunio), η οποία προβάλλεται από τον Παπισμό, αποτελεί ένα τρόπο ‘’ενότητας’’, ο οποίος επιτυγχάνει την περιθωριοποίηση των δογματικών και άλλων διαφορών. Η σκοπιμότητα ενός τέτοιου ατοπήματος είναι προφανής...

Η παλαιότερη αναφορά του Καρδινάλιου Walter Kasper το έτος 2016, ο οποίος ήταν και πρόεδρος της Παπικής επιτροπής για την ‘’ενότητα’’, ότι στην «επόμενη δήλωση του Πάπα θα πρέπει να επιτραπεί ‘’κοινή ευχαριστιακή κοινωνία’’ με τους Προτεστάντες» (συνέντευξη του Καρδινάλιου Walter Kasper στην Avvenire), κατέδειξε τις προσπάθειες για τη λεγόμενη μυστηριακή διακοινωνία (intercommunio).

Η αναφορά αυτή του Καρδινάλιου Walter Kasper, προβαλλόταν σε αρκετούς διαδικτυακούς ιστότοπους πέραν της Avvenire, και στους www.thecatholicthing.org, www.catholicculture.org, www.agensir.it κλπ.

Για το πώς αντιλαμβάνονται οι Παπικοί την Χριστιανική ενότητα, ερμηνεύει κάλλιστα η στάση του Πάπα Φραγκίσκου στη συνάντηση των Παπικών με τους Πεντηκοστιανούς στην Αμερική. Τον Μάϊο του 2015 η Παπική ‘’επισκοπή’’ Phoenix των ΗΠΑ, σε συνεργασία με μια ομάδα ‘’Πεντηκoστιανών’’ παστόρων, στους οποίους συμπεριλαμβάνετο και ο γνωστός για τις πλάνες του ‘’Πεντηκοστιανός’’ πάστορας John Taettino, διοργάνωσε την «Ημέρα της χριστιανικής ενότητας», για την οποία ο Πάπας Φραγκίσκος ανέφερε ότι: 

«Σήμερα ζούμε, αγαπητοί αδελφοί τον οικουμενισμό του αίματος» και πρόσθεσε ότι «σήμερα, μαζί, εσείς εκεί και εγώ από τη Ρώμη, να ζητήσουμε από τον Πατέρα να στείλει το Πνεύμα του Ιησού, το Άγιο Πνεύμα, και να μας δώσει την χάρη, που θα μας δώσει τη δυνατότητα να γίνουμε όλοι ένα, έτσι ο κόσμος να πιστέψει».

«Και μπορώ να σκεφτώ κάτι που θα μπορούσε να είναι ανόητο, ή ίσως μια αίρεση, δεν ξέρω», συνέχισε ο Πάπας Φραγκίσκος, «αλλά υπάρχει κάποιος που ‘’ξέρει’’ ότι παρά τις διαφορές, είμαστε ένα». Το τι εννοούσε ο ηγήτωρ του Βατικανού με το, «αλλά υπάρχει κάποιος που ‘’ξέρει’’ ότι παρά τις διαφορές, είμαστε ένα», είναι πασιφανές.

Αυτό που είπε ο Πάπας Φραγκίσκος, το οποίο προλόγισε ως ‘’κάτι που θα μπορούσε να είναι ανόητο, ή ίσως μια αίρεση’’, είναι όντως αιρετικό και έκφραση του συγκρητιστικού οικουμενισμού.

Αντιλαμβανόμαστε το συγκρητιστικό άτοπο εκ μέρους των Παπικών, για εφαρμογή της λεγόμενης μυστηριακής διακοινωνίας (intercommunio). Οι Παπικοί θα περιοριστούν για την εφαρμογή της λεγόμενης μυστηριακής διακοινωνίας (intercommunio) μόνο στους Προτεστάντες; Δεν θα στραφούν και προς τους Ορθόδοξους Χριστιανούς;

Ο Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης εις το σύγγραμμά του ‘’Η κρίσις Θεολογίας και Οικουμενισμού’’ αναφέρει:

«o π. Ιωάννης Ρωμανίδης είχε αποκαλύψει ότι Ρωμαιοκαθολικός επίσκοπος του είχε εκμυστηρευτεί ότι κατά το σχέδιο του Βατικανού η ένωσις δεν θα γίνει εκ των άνω, δηλαδή των επισκόπων, των θεολόγων και των διαλόγων, αλλά μάλλον μέσω του λεγομένου λαϊκού οικουμενισμού, δηλαδή των αμοιβαίων επαφών και της σταδιακής εφαρμογής της μυστηριακής διακοινωνίας (intercommunio), η οποία τουλάχιστον από την Ρώμη ήδη εφαρμόζεται».

Η σκοπιμότητα ενός τέτοιου συγκρητιστικού ατοπήματος είναι προφανής. Αυτό δεν εφαρμόζεται στις μέρες μας σε κάποιο βαθμό, και μάλιστα και από κάποιους Ορθόδοξους Κληρικούς, οι οποίοι εν γνώσει τους κοινωνούν ετεροδόξους;


Και για του λόγου το αληθές δείτε και:

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

''Άλλο είναι να γνωρίσει κανείς κάτι περί του Θεού, και άλλο να γνωρίσει τον ίδιο τον Θεό...''

π. Ιωάννης Ρωμανίδης, μνήμη 1 Νοεμβρίου
Κορυφαίος Θεολόγος του 20ού αιώνος.

''Άλλο είναι να γνωρίσει κανείς κάτι περί του Θεού, και άλλο να γνωρίσει τον ίδιο τον Θεό. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Περί του Θεού μπορεί κανείς να γνωρίσει και από την φαντασία του, μπορεί να φαντάζεται πράγματα περί Θεού...

Μπορεί να ακούει πράγματα περί του Θεού, μπορεί να διάβασει την Αγία Γραφή, μπορεί να λέει ό,τιδήποτε περί του Θεού. Αυτό το ακούω και πιστεύω περί Θεού μπορεί να έχει ακρίβεια, μπορεί να μην έχει ακρίβεια...

Αν κανείς δεν έχει δική του αποκαλυπτική εμπειρία, δέχεται την εμπειρία των θεουμένων, των φίλων του Θεού. 

Αυτοί είναι η αυθεντία.

Γι’ αυτό, λοιπόν, αν έχης εμπειρία, καλώς. Αν όχι, τουλάχιστον να έχης έναν φίλο, που έχει αυτός την εμπειρία του Ακτίστου Φωτός και αυτός ο φίλος σου να σε διαβεβαίωση ότι το είδε, και τότε να το δεχθής...'' (Εμπειρική Δογματική)

Aπόσπασμα απο εδω

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2023

Η εμπειρία ως βάση της Ορθοδόξου θεολογίας ~ π. Ιωάννου Ρωμανίδη


Η εμπειρία ως βάση της Ορθοδόξου θεολογίας
"Εμπειρική Δογματική'', Η Ορθοδοξία ως θετική επιστήμη

~ π. Ιωάννης Ρωμανίδης

Η θεολογία δεν συγκαταλέγεται στις θεωρητικές επιστήμες, δηλαδή την φιλοσοφία και την μεταφυσική, αλλά στις πρακτικές θετικές επιστήμες. Και αυτό συμβαίνει γιατί στην Ορθόδοξη θεολογία, όπως και στις θετικές επιστήμες, υπάρχει η παρατήρηση και το πείραμα. Παρατηρείται ένα γεγονός, φθάνει κανείς στην θεωρία και στην συνέχεια έχει την δυνατότητα να επαλήθευση την θεωρία.

«Ο επιστήμων βλέπει αυτό που γνωρίζει, που μελετάει και αποκομίζει από εμπειρία γνώσεις περί αυτού του πράγματος. Η γνώση είναι καθαρά εμπειρική σε όλες τις θετικές επιστήμες. Κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας, το ίδιο συμβαίνει στην θεολογία».

Έτσι, νοούμε ότι οι Άγιοι Πατέρες δεν ήταν φιλόσοφοι μεταφυσικοί, αλλά θετικιστές εμπειρικοί, δηλαδή ζούσαν τον φωτισμό και την θέωση.

«Συμφωνούμε απόλυτα, ότι είμαστε θετικισταί. Δεχόμαστε μόνο εμπειρικά φαινόμενα και τίποτε άλλο. Είμεθα απόλυτα σύμφωνοι σ' αυτό. Γιατί, οι Πατέρες μόνο εμπειρικά φαινόμενα εδέχοντο. Γι’ αυτό, ο φωτισμός είναι καθαρά εμπειρική κατάσταση και τίποτε άλλο. Η θέωση εξ ίσου είναι εμπειρική κατάσταση. Και όλη η θεολογία της Εκκλησίας εκπηγάζει από αυτές τις εμπειρικές καταστάσεις».

Το παράδειγμα του αστρονόμου και του μικροβιολόγου είναι χαρακτηριστικό. Δείχνει ότι η επιστήμη τους είναι εμπειρική και όχι στοχαστική. Μέσα από αυτήν την προοπτική μπορούμε να δούμε την Ορθόδοξη θεολογία.

«Ένας γίνεται αστρονόμος, όταν ξέρη να χειρίζεται το τηλεσκόπιο. Και αυτός είναι ο αστρονόμος. Εκείνος που ξέρει και διαβάζει τον χάρτη των άστρων και των ουρανίων σωμάτων, ξέρει να τα εντοπίσει, ξέρει να τα δη με το τηλεσκόπιο, ξέρει να τα μελετήσει κλπ. Εκείνος που βλέπει και έχει την επιστήμη του να βλέπει, αυτός είναι ο αστρονόμος. Μικροβιολόγος είναι εκείνος, ο οποίος με το μικροσκόπιο ξέρει να εντοπίσει μικρόβια. Εκείνος που βλέπει, εκείνος που έχει την εμπειρία, εκείνος είναι επιστήμων.

Λοιπόν, όπως είναι στις άλλες επιστήμες, εκείνος που έχει την γνώση και την εμπειρία και την τέχνη της επιστήμης του είναι επιστήμων, έτσι και στην θεολογία εκείνος που βλέπει, ως φωτισμένος, εκείνος που έχει τα όμματα του φωτισμού, έχει την εμπειρία του φωτισμού, την νοερά προσευχή, την αέναον μνήμη του Θεού κ.ο.κ, αυτός είναι ο θεολόγος».

Έτσι και η Ορθόδοξη θεολογία δεν είναι στοχαστική, αλλά θετική επιστήμη και έχει πείραμα και παρατήρηση-θεωρία.

«Η θεολογία είναι μια θετικότατη επιστήμη, διότι είναι εμπειρικός ο τρόπος έλεγχου. Όπως είναι το πείραμα σε όλες τις θετικές επιστήμες, έτσι υπάρχει και το πείραμα στην Ορθόδοξη θεολογία. Και υπάρχει πειραματήριον και υπάρχουν κριτήρια, υπάρχει έλεγχος με μεγάλη ακρίβεια, για να ξέρουμε ποιος έχει φθάσει σε αυτές τις καταστάσεις».

Στις ανθρώπινες επιστήμες η περιγραφή των παρατηρήσεων αποβλέπει στην επανάληψη και επαλήθευση από αυτούς που επιθυμούν να λάβουν πείρα και γνώση.

«Σε κάθε επιστήμη γίνεται περιγραφή πειραμάτων και τα δεδομένα μιας επιστήμης περιγράφονται σε βιβλία. Από το ένα μέρος έχουμε έκφραση παρατηρήσεων, έχουμε περιγραφή παρατηρήσεων, πειραμάτων. Από το άλλο μέρος ο σκοπός αυτής της περιγραφής είναι να οδηγηθούν και οι άλλοι στην ίδια παρατήρηση. Οπότε, έχουμε παρατήρηση, περιγραφή της παρατηρήσεως, με σκοπό να οδηγηθούμε πάλι στην ίδια παρατήρηση.

Ένας αστρονόμος περιγράφει ένα μέρος των αστέρων, δηλαδή, έχω την περιγραφή, έχω και χάρτη, ίσως και φωτογραφία, και χρησιμοποιώντας το τηλεσκόπιο, επαναλαμβάνω και εγώ την εμπειρία την οποία είχε ο προηγούμενος. Δηλαδή, εκείνος είχε την εμπειρία και την περιέγραψε. Ο σκοπός της περιγραφής είναι και να μου αποδώσει το τι είδε, αλλά και να με καταστήσει δυνατόν να δω κι εγώ είτε με την φαντασία μου ή με μία φωτογραφία ή με το τηλεσκόπιο. Οπότε, ο σκοπός της περιγραφής είναι η επανάληψη. Παρατήρηση, περιγραφή, επανάληψη της παρατηρήσεως.

Το ίδιο ακριβώς είναι η πατερική παράδοση. Οι παρατηρηταί είναι οι Θεούμενοι, έχουν την θεοπτία, περιγράφουν και σκοπός της περιγραφής είναι η επανάληψη της παρατηρήσεως, δηλαδή θέωση, έκφραση Θεώσεως, με σκοπό να φθάσουμε και οι άλλοι στην θέωση.

Λοιπόν, είναι ακριβώς η ίδια επιστημονική μέθοδος που υπάρχει σ' όλες τις θετικές επιστήμες και στην Ορθόδοξη θεολογία. Με την διαφορά ότι, ενώ στις θετικές επιστήμες το περιγραπτόν είναι περιγραπτόν, στην Ορθόδοξη θεολογία το περιγραπτόν είναι απερίγραπτον. Αυτό είναι το πρόβλημα δηλαδή, διότι ο Θεός δεν ομοιάζει με τίποτα το κτιστόν και δεν υπάρχει καμία ομοιότης μεταξύ του Ακτίστου και του κτιστού.

Οπότε, υπάρχει η εμπειρία της Θεώσεως που είναι η θεοπτία, αλλά αυτό που παρατηρεί κανείς είναι απερίγραπτον και, επομένως, περιγράφεται κατά τέτοιον τρόπο που να φαίνεται ότι είναι απερίγραπτον. Και τονίζουν συνέχεια οι Πατέρες ότι ο Θεός ο απερίγραπτος και απερίγραπτος και απερίγραπτος...

Αλλά όμως Τον περιγράφουν. Τον περιγράφουν με αυτά τα νοήματα, τα οποία έχουν συμβολικόν χαρακτήρα, και βέβαια γι’ αυτό έχουμε και την αποφατική θεολογία, διότι κάθε θέση έχει και την άρνηση της. Όχι διότι ο Θεός είναι θέση και άρνηση, αλλά διότι ο Θεός υπερβαίνει και την θέση και την άρνηση κ.ο.κ. ».

Οι Θεούμενοι έχουν προσωπική εμπειρία του Θεού, βλέπουν την δόξα του Θεού. Όμως, επειδή υπάρχει διαφορά μεταξύ κτιστού και Ακτίστου και επειδή ο Θεός και φανερούμενος παραμένει μυστήριο και απερίγραπτος, γι’ αυτό η Ορθόδοξη θεολογία είναι αποφατική, όχι όμως αγνωστικιστική. Σε αυτό διαφέρει η Ορθόδοξη θεολογία από τις επιστήμες.

«Στις άλλες επιστήμες, αυτό που περιγράφεται είναι περιγραπτό και ό,τι μπορεί κανείς να περιγράψει, είναι χρώματα, είναι σχήματα, είναι μαθηματικά σύμβολα κλπ. Και μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτό το πράγμα. Ξέρεις ότι υπάρχει εν κινήσει και έχει όγκο, βάρος, ταχύτητα κλπ.

Στην θεολογία αυτό που βλέπει κανείς στην θέωση, εκτός από την ανθρώπινη φύση του Χριστού, είναι απερίγραπτο. Δεν έχει καμιά ομοιότητα με τίποτα το κτιστό. Δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα ώστε να μπορείς με το όμοιο να περιγράψεις το όμοιο. Ούτε χρώμα έχει ούτε σχήμα έχει ούτε μέγεθος ούτε ύψος ούτε βάρος, τίποτα.

Δεν έχει τίποτα το κοινό με ο,τιδήποτε το κτιστόν, όλα αυτά που ξέρουμε με την εμπειρία μας, με την αφή, με την όσφρηση, με τα μάτια μας, με την λογική μας, με τα αυτιά μας, ο,τιδήποτε εμπειρία έχουμε είτε σωματική είτε λογική. Αυτό που λέγεται Θεός είναι τελείως διαφορετικό. Καμία ομοιότης.

Οι Πατέρες το τονίζουν και το ξανατονίζουν. Και από πού το ξέρουν ότι δεν έχει καμία ομοιότητα; Από την εμπειρία. Η ίδια η εμπειρία της Θεώσεως τους εδίδαξε ότι δεν έχει καμία ομοιότητα. Ούτε σκότος είναι ούτε φως είναι. Και έχουμε όλα αυτά τα ωραία της αποφατικής θεολογίας. Σε αυτό ακριβώς είναι η διαφορά με τις θετικές επιστήμες. Οι θετικές επιστήμες ασχολούνται με περιγραπτά και η θεολογία με κάτι το απερίγραπτο.

Οπότε, το κριτήριο της Ορθοδόξου θεολογίας δεν είναι η όμορφη γλώσσα που χρησιμοποιούμε όταν μιλάμε για την αποφατική θεολογία. Υπάρχουν μερικοί που πετάνε λόγια, που χρησιμοποιούν την ωραία γλώσσα της αποφατικής θεολογίας και έχει μεγάλη ποίηση ξέρετε αυτή η γλώσσα, συγκλονίζει αυτός ο τρόπος της σκέψεως.

Αλλά μερικοί συγκλονίζονται από τις ιδέες της αποφατικής θεολογίας και δεν ξέρουν πού είναι τα θεμέλια αυτής της θεολογίας. Και θεολογούν αποφατικά. Και έχει καταντήσει να είναι μια ωραία συρραφή από ωραίες σκέψεις και λέξεις. Αυτό εννοώ, ότι έχει ταυτισθεί η θεολογία με ωραιολογία».

Το θεμέλιο της Ορθοδόξου θεολογίας είναι η εμπειρία της αποκαλύψεως και όχι ο στοχασμός. Και από την εμπειρία προέρχεται η καταφατική και η αποφατική θεολογία.

«Τα θεμέλια της καταφατικής και αποφατικής θεολογίας δεν έχουν καμία σχέση με τον στοχασμό του ανθρώπου, αλλά προέρχονται από την ίδια την εμπειρία της Θεώσεως, οπότε διαπιστούται από την εμπειρία αυτή, ότι μεταξύ του κτιστού και του Ακτίστου δεν υπάρχει καμία ομοιότης. Αυτό είναι το θεμέλιο αυτής της θεολογίας, το οποίο θεμέλιο βασίζεται στην αποκάλυψη. Δεν βασίζεται στον στοχασμό του ανθρώπου.

Επομένως, εξ αιτίας αυτής της εμπειρίας της Θεώσεως, ο άνθρωπος, ως παρατηρητής, αφού εξακριβώνει από την εμπειρία του, γνωρίζει ότι δεν υπάρχει ουδεμία ομοιότης μεταξύ του κτιστού και του Ακτίστου και ότι το Άκτιστον δεν ανταποκρίνεται σε κανένα νόημα το οποίο μπορεί ο άνθρωπος να συλλάβει μέσα στο μυαλό του.

Βέβαια, μιλώντας για τον Θεό, για λόγους πνευματικής καθοδηγήσεως είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποίηση την γλώσσα την καταφατική. Αλλά, για να μη ταυτισθεί ποτέ ο Θεός με τις καταστάσεις αυτές, εφ’ όσον δεν ταυτίζεται με τα νοήματα, που μπορεί να έχει ο άνθρωπος, γι’ αυτόν τον λόγο και διορθώνονται οι καταφάσεις με αποφάσεις. Και έχουμε κατάφαση και απόφαση σε όλα τα θέματα όπως για παράδειγμα λέμε ότι ο Θεός οράται αοράτως και γινώσκεται αγνώστως κλπ.».

Οι Άγιοι έφθασαν στην θέωση και γι’ αυτό έχουν ταυτότητα εμπειριών και ίδια γνώση του Θεού.

«Οι άνδρες των θετικών επιστημών ερευνούν ένα ορισμένο αντικείμενο είτε γιατροί είναι, μαθηματικοί, γεωλόγοι, γεωπόνοι κ.ο.κ., και αυτά τα περιγράφουν με ρήματα και νοήματα. Όταν γράφουν, δηλαδή, αυτά ανταποκρίνονται με τις εμπειρίες που ημπορεί να έχει ο κάθε ένας, ο οποίος θέλει ν' ασχοληθεί με εκείνη την επιστήμη.

Υπάρχει μία ταυτότης εμπειριών, γι’ αυτό και όταν γράψει ένας γεωλόγος, μηχανολόγος, δεν ξέρω, ας πούμε, στη Ρωσία, αυτά που γράφει εκείνος, όταν μεταφραστούν σε ξένες γλώσσες, τα διαβάζει ένας Γάλλος, Γερμανός, Αμερικανός, καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο.

Αυτό γίνεται σε όλες τις θετικές επιστήμες, γι’ αυτό και υπάρχει μια κοινή γλώσσα που καθρεφτίζει την εμπειρία διαφόρων επιστημόνων. Όταν ένας περιγράφει ένα πείραμα στην άκρη του κόσμου, περιγράφει το πείραμα του και λέει ότι έκανα αυτό και αυτό. Μετά ο άλλος, αν δεν έχει εμπιστοσύνη σε αυτά που γράφει, επαναλαμβάνει το ίδιο το πείραμα, ακριβώς όπως το περιγράφει εκείνος, και έχει το ίδιο αποτέλεσμα.

Και εφόσον όλοι έχουν τα ίδια αποτελέσματα, συμφωνούν όλοι ότι αυτή η ανάλυση αυτής της πραγματικότητος είναι η σωστή ανάλυση. Και επικρατούν ορισμένες απόψεις, που είναι άσχετες με θρησκευτικές πεποιθήσεις ή πολιτικές πεποιθήσεις ή κοινωνιολογικές πεποιθήσεις κ.ο.κ., τελείως άσχετα δηλαδή.

Λοιπόν, όλος αυτός ο τρόπος ερεύνης εντάσσεται σε αυτό που λέμε θετικές επιστήμες, γιατί οι θετικές επιστήμες καθρεφτίζουν μια γνώση που ελέγχεται από επαναληπτικές ενέργειες, συνθέσεις πραγμάτων που βγάζουν ένα ορισμένο αποτέλεσμα. Και αυτό το αποτέλεσμα αποδεικνύει ότι είναι σωστή η μέθοδος».

Στις επιστήμες, η πείρα των ερευνητών επιστημόνων μεταβιβάζεται και στους μαθητές τους. Η εμπειρική γνώση κάνει έναν κύκλο. Το ίδιο παρατηρείται και στην Ορθόδοξη θεολογία, με την διαφορά ότι υπάρχουν βαθμοί γνώσεως, καθώς επίσης η θέα του Θεού είναι ακατανόητη και απερίγραπτη.

«Έχουμε ένα κύκλο, όπως έχουμε στην αστρονομία. Ο πρώτος βλέπει με το τηλεσκόπιο του Mount Wilson και είδε για πρώτη φορά 200 γαλαξίες, που πριν νομίζανε ότι υπάρχει μόνο ένας. Εθέσανε σε λειτουργία το τηλεσκόπιο, φωτογραφίσανε και όλοι με την πρώτη φορά είδαν διακόσιους γαλαξίες. Τώρα έχουν βρει κάπου εκατό χιλιάδες γαλαξίες. Ο αστρονόμος Χάμπελ, που πρώτος χειρίστηκε το τηλεσκόπιο, είχε μια εμπειρία με αυτά που είδε. Αυτή η εμπειρία γίνεται και εμπειρία των διαδόχων του.

Έχουμε την εμπειρία, έχουμε την έκφραση της εμπειρίας, έχουμε την επανάληψη της εμπειρίας και, μετά, στην αστρονομία και τις θετικές επιστήμες, έχουμε και βαθύτερα εμπειρία. Γιατί; Διότι, όσο καλύτερο όργανο φτιάχνουμε, τόσο καλύτερες εμπειρίες θα έχουμε και τόσο ευρύτερες εμπειρίες θα έχουμε στις θετικές επιστήμες.

Στην θεολογία όμως, δεν έχουμε αυτά τα είδη γνώσεων. Διότι το αντικείμενο είναι απερίγραπτο. Δεν είναι περιγραπτό. Ούτε είναι κτιστό, ώστε να μπορούμε με κτιστά όργανα να γνωρίσουμε το άκτιστο. Αλλά, ο άνθρωπος, φυσιολογικά, έχει το όργανο που λέγεται νους, με το οποίο ετοιμάζεται για να έχει την εμπειρία της Θεώσεως.

Όταν, όμως, φθάνει στην εμπειρία της Θεώσεως, επειδή δεν υπάρχει καμία ομοιότητα μεταξύ του Ακτίστου και του κτιστού, το άκτιστο παραμένει μυστήριο και παραμένει απερίγραπτο. Ο άνθρωπος αυτός γίνεται θεατής του απερίγραπτου, το οποίο δεν μπορεί να το περιγράψει και να θέλει να το περιγράψη· δεν μπορεί να το καταλάβει και να θέλει να το καταλάβει.

Είναι και ακατανόητο. Είναι μυστήριο απερίγραπτο κ.ο.κ. Απλώς, το βλέπει κανείς. Γι’ αυτόν τον λόγο, το επαναληπτικό μέρος είναι πάντοτε επανάληψη της ίδιας πραγματικότητας, με τα ίδια όρια κ.ο.κ.

Η μόνη διαφορά είναι, ότι μερικοί φθάνουν μόνο στον φωτισμό και δεν φθάνουν στην θέωση, άλλοι έχουν μία έλλαμψη, ή δυο, τρεις ελλάμψεις, άλλοι φθάνουν όχι μόνο στην έλλαμψη, αλλά και στην θέα.

Άλλος, μπορεί να φθάσει και στην διαρκή θέα. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες, συνέχεια περιπατώντας να έχει διαρκή θέα της δόξης του Θεού κ.ο.κ.

Οπότε, στην ένταση μπορεί να διαφέρει η εμπειρία, αλλά στην περιγραφικότητα δεν διαφέρει. Διότι, όσα μπορεί να πει ο ένας στην έλλαμψη, το λέει κι ο άλλος στην θέα ή την διαρκή θέα. Και πάλιν ο Θεός είναι απερίγραπτος, πάλι ασύγκριτος κ.ο.κ. Είναι αυτό που είναι. Η εμπειρία, δηλαδή, είναι η ίδια».

Από αυτό φαίνεται καθαρά ότι η γνώση που έχουν οι Άγιοι στηρίζεται στην προσωπική τους πείρα και όχι στην λογική και την φαντασία. Συμβαίνει ό,τι και στην επιστημονική γνώση που προηγείται το πείραμα, η παρατήρηση και από εκεί εξάγεται η γνώση. Γι’ αυτό και οι Άγιοι αναγνωρίζονται μεταξύ τους, ο ένας καταλαβαίνει τον άλλον.

«Υπάρχει ένας βιολόγος στη Ρωσία, βλέπει με το ηλεκτρονικό του μικροσκόπιο ένα μικρόβιο, κάτι στο κύτταρο, πώς συντίθεται κλπ, το περιγράφουν τώρα βέβαια και το φωτογραφίζουν κιόλας με τα ηλεκτρονικά μέσα που έχουν κλπ. Δεν είναι ανάγκη πλέον να το περιγράψεις· το φωτογραφίζουν μέσω των ηλεκτρονικών μηχανημάτων.

Και το ίδιο πράγμα που βλέπει ένας στη Ρωσία, το βλέπει και ο άλλος στην Αμερική. Ακριβώς το ίδιο πράγμα. Και όποιοι έχουν τα μηχανήματα βλέπουν τα ίδια πράγματα και κάνουν τις αναλύσεις τους και φθάνουν στα ίδια συμπεράσματα, με την ίδια περιγραφή κ.ο.κ.


Το ίδιο συμβαίνει και στην πατερική θεολογία. Και στις δύο παραδόσεις (Ανατολή και Δύση), έχουν την ίδια εμπειρία του φωτισμού και της Θεώσεως, και, όταν θα συναντηθούν, ο ένας θα γνωρίζει τον άλλον. Όπως κάνει ένας βιολόγος με έναν άλλο βιολόγο, ένας μαθηματικός με έναν άλλο μαθηματικό κ.ο.κ. Γιατί; Διότι έχουν όλοι την ίδια εμπειρία.

Γι’ αυτό και οι Πατέρες λένε ότι, εάν βασισθούν επάνω στην λογική, τότε συνέχεια θα μαλώνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, διότι ο καθένας, με την λογική του, βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Εάν η λογική δεν διορθώνεται από την πείρα, από την εμπειρία, από την παρατήρηση, είναι ένα αδέσποτο πράγμα δηλαδή, ο καθένας φαντάζεται ό,τι θέλει».

Τα αποτελέσματα της εμπειρίας της Θεώσεως είναι θεόπνευστα και αλάθητα, οπότε οι έχοντες θεία εμπειρία είναι θεόπνευστοι.

«Η εμπειρία της θεοπτίας κάνει θεόπνευστο τον άνθρωπο, ώστε να γράφει θεόπνευστα πράγματα. Και διερωτώμαι: Αυτό τι διαφέρει από έναν αστρόπνευστο αστρονόμο δηλαδή, ο οποίος βλέποντας τα άστρα έχει την εμπειρία των άστρων και περιγράφει τα άστρα; Οπότε, είναι αστρόπνευστος, δηλαδή. Δεν είναι μηχανική η αστροπνευστία.

Βλέπει με τις αισθήσεις του, παρατηρεί η λογική του, κάνει μια ταξινόμηση της εμπειρίας του και κάνει την περιγραφή ο άνθρωπος. Αυτό το κάνανε όλοι οι επιστήμονες. Σε τι διαφέρουν από τους σημερινούς θετικούς επιστήμονες σε αυτό τον τομέα, οι βιολόγοι, χημικοί, κλπ, κλπ, κλπ, εξ απόψεως περιγραφικής αναλύσεως;

Και ο θεόπτης αυτό που βλέπει, χωρίς να βλέπει -διότι βλέπει την ενέργεια και όχι την ουσία- χρησιμοποιεί περιγραφική γλώσσα και μάς λέει ότι είναι απερίγραπτον σε αυτήν την περιγραφική γλώσσα και χρησιμοποιεί συμβολικά ονόματα για τον σκοπό που αναπτύξαμε».

Επομένως, η Ορθόδοξη θεολογία, όπως εκφράζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας, είναι εμπειρική. Αυτό το βλέπουμε και στους Αποστόλους. Σε όλη την βιβλικοπατερική παράδοση γίνεται λόγος για την εμπειρία.

«Η σωστή θεολογία είναι έκφραση της εμπειρίας της Θεώσεως. Το κλειδί της Ορθοδόξου θεολογίας είναι η εμπειρία. Τονίζουν οι δικοί μας θεολόγοι ότι θεμελιώνουν την θεολογία πάνω στην εμπειρία. Οι Πατέρες έχουν ως μόνο θεμέλιο της θεολογίας τους την εμπειρία ή την θεωρία».

Η εμπειρία της θεολογίας είναι η παρατήρηση των ενεργειών του Θεού, η θέα της δόξης του Θεού. Και αυτό είναι μια προσωπική εμπειρία.


«Για να θεολογήσει κανείς πρέπει να έχει την εμπειρία της θεολογίας, όχι απλώς σκέψη. Δεν μπορεί, για να είναι θεολόγος, να θεολογεί κανείς με την σκέψη του απλώς, να ταυτίζει την σκέψη του με την θεολογία· όχι. Θα απόκτηση την εμπειρία, αν γίνει θεολόγος, θα περάσει από την κάθαρση, θα φθάσει στον φωτισμό και τότε είναι θεολόγος, αφού έχει τον φωτισμό.

Κι αφού έχει την ενέργεια του Θεού μέσα του, γίνεται παρατηρητής των ενεργειών του Θεού και γι’ αυτόν τον λόγο ως παρατηρητής κάνει περιγραφική ανάλυση και ξέρει ο ίδιος πως έφτασε σε αυτή την κατάσταση και είναι σε θέση να οδηγήσει τους άλλους σε αυτή την κατάσταση.

Λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος δουλεύει επιστημονικά. Αλλά, επιστημονικά με ποιόν τρόπο: Με έναν τρόπο που ομοιάζει πολύ με την ιατρική επιστήμη περισσότερο από τις άλλες επιστήμες. Λοιπόν, το κάνει ουσιαστικά. Από τον Πνευματικό του Πατέρα δέχεται μια διάγνωση. Αυτή η διάγνωση αφορά την σύνδεση του προς τον Γέροντα, αυτό δηλαδή είναι μια διάγνωση. Και λέει ότι υπάρχει ο Θεός, ο ενσαρκωμένος Λόγος, ο Χριστός, υπάρχει η τιμή των Αγίων κ.ο.κ.

Πού το ξέρουμε αυτό το πράγμα; από την φιλοσοφία το ξέρουμε, από τις θετικές επιστήμες το ξέρουμε; από πού το ξέρουμε; Το ξέρουμε από την αποκάλυψη. Πώς το ξέρουμε από την αποκάλυψη; Διότι υπάρχουν οι θεόπται, αυτοί που είδαν την δόξα του Θεού, έφθασαν στην θέωση, και αυτοί είναι οι αυτόπται μάρτυρες περί της Ακτίστου δόξης του Θεού, διότι μεταξύ Θεού και κόσμου δεν υπάρχει ουδεμία ομοιότης κ.ο.κ.».

Η Ορθόδοξη θεολογία είναι έκφραση θεοπτίας, αλλά δεν ταυτίζεται η θεολογία με την εμπειρία της Θεώσεως. «Ο θεολόγος, ουσιαστικά, είναι ένας που είναι στην κατάσταση φωτισμού, αυτός είναι ο θεολόγος δηλαδή. Και όταν φθάνει στην θέωση αυτού η θεολογία καταργείται, όχι με την έννοια ότι αχρηστεύεται, αλλά καταργείται, με την έννοια ότι ο ίδιος υπερέβη πλέον την θεολογία και καταλαβαίνει ότι μεταξύ της θεολογίας και της εμπειρίας της Θεώσεως δεν υπάρχει ταύτιση, αν και το ένα εξαρτάται από το άλλο, διότι η θεολογία βγαίνει από την εμπειρία της Θεώσεως.

Αυτή είναι η λεγόμενη θεοπνευστία δηλαδή, βγαίνει από την εμπειρία της Θεώσεως, αλλά δεν ταυτίζεται με την εμπειρία της Θεώσεως. Και η θεολογία, κυρίως υπό την μορφή της προσευχής και της νήψεως δηλαδή, αυτή η θεολογία έχει θεραπευτικό σκοπό και κανέναν άλλον σκοπό».

Και όταν θεολογούν οι Άγιοι, δεν το κάνουν από την ανθρώπινη γνώση και τις προσωπικές μελέτες τους, αλλά από την προσωπική τους εμπειρία. Γνωρίζουν από προσωπική πείρα την άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού.

«Ο Μέγας Αντώνιος, που δεν ήταν μορφωμένος, κατά κόσμον, ήξερε ότι ο Άρειος ήταν αιρετικός από την δική του εμπειρία. Ο ίδιος, όταν είχε την θεοπτία, δεν έβλεπε κανέναν κτιστό Λόγο. Τον έβλεπε άκτιστο».

Έτσι, υπάρχει ο Θεός της εμπειρίας των Αγίων και ο Θεός των φιλοσόφων και στοχαστών και υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο.

Άλλο η εμπειρία των Αγίων και άλλο ο στοχασμός των φιλοσόφων.


«Ο Θεός που υπάρχει, είναι ο Θεός, ο οποίος είναι γνωστός στην εμπειρία της Θεώσεως. Όταν ο Προφήτης, ο Απόστολος, ο άγιος φθάνει στην θέωση και γεύεται τον Θεό στην εμπειρία του, αυτός ο Θεός της εμπειρίας υπάρχει. Ο εμπειρικός Θεός υπάρχει. Οι άλλοι θεοί των άλλων, δεν είναι θεοί. Δεν υπάρχουν αυτοί οι θεοί. Υπάρχει αυτός ο Θεός».

Επομένως, η Ορθόδοξη θεολογία δεν είναι μεταφυσική. Είναι σοβαρό λάθος μερικών να την ταυτίζουν με την μεταφυσική. Εμείς, ό,τι γνωρίζουμε για τον Θεό, προέρχεται από την πείρα των θεοπτών Αγίων και εάν έχουμε και δική μας πείρα.

«Από την Ορθόδοξη εμπειρία όμως εμείς δεν ξέρουμε κανέναν Θεό της μεταφυσικής και μάλλον θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε ως δεισιδαιμονία την ιδέα ότι υπάρχει Θεός που ταυτίζεται με την μεταφυσική. Σε μας ο Θεός είναι του Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, δηλαδή είναι ο Θεός της εμπειρίας της Θεώσεως. Δεν ξέρω άλλον Θεό.

Αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία. Διότι η Ορθόδοξη γνωσιολογία είναι καθαρή, γιατί προέρχεται από την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. Δηλαδή, η ακριβής γνώση του Θεού, που έχουμε ως Ορθόδοξοι, προέρχεται από την εμπειρία της καθάρσεως, του φωτισμού και της Θεώσεως των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας και δεν έχουμε καμία άλλη πηγή.

Στην προσπάθεια των νεοελλήνων θεολόγων -ξέρετε ποιοι είναι οι νεοέλληνες θεολόγοι; Αυτοί που κατέλαβαν την πρώτη εποχή τις έδρες του Πανεπιστημίου Αθηνών όταν ιδρύθηκε αυτοί, ακολουθούντες τον πατριωτισμό του νεοελληνισμού, προσπάθησαν να εκτοπίσουν τους Προφήτες από την μέση και να τους αντικαταστήσουν με τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους. Οπότε, αντί να είναι η Παλαιά Διαθήκη η προετοιμασία για την Καινή Διαθήκη, έγινε η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία. Και αυτό ο κάθε πατριώτης έπρεπε να το παραδεχθεί. Και αυτό είναι ένας λόγος, γιατί οι καλόγεροι έγιναν οι εχθροί του νεοελληνισμού κατά τους νεοέλληνας».

Οι Πατέρες έχουν ως βάση την εμπειρία και όχι την φιλοσοφία ούτε απλώς την φαντασία, ακόμη και η εμπειρία δεν συνδέεται με την απλή μελέτη της Αγίας Γραφής.

«Όλο αυτό το οικοδόμημα βασίζεται σε μία εμπειρική γνώση, δεν είναι θεωρία ενός φιλοσόφου ή κάποιου που κάθεται με την Αγία Γραφή στο χέρι του και φαντάζεται τι γράφει η Αγία Γραφή δηλαδή, ή παίρνει Πατέρες της Εκκλησίας για να τον βοηθήσουν να διάβαση την Αγία Γραφή και φαντάζεται τι λένε οι Πατέρες και τι λέει η Αγία Γραφή. Ο καθένας με την φαντασία του βαδίζει».

«Για να φθάσει κανείς σε ένα σημείο να έχει κοινωνία με τον Θεό, πρέπει να καταλάβει πρώτα - πρώτα την διάγνωση της πίστεως, της καταστάσεως του ανθρώπου και μετά την θεραπεία, οπότε έχουμε διάγνωση και θεραπεία».

Η Ορθόδοξη θεολογία διδάσκεται από αυτούς που έχουν εμπειρία προσωπική της Θεώσεως.


«Εδώ, πλέον, ερχόμαστε στο θέμα της εμπειρίας, αλλά πριν έχει ο καθένας μια εμπειρία, όταν δεν έχει εμπειρία, διδάσκεται από τους έχοντες. Δεν είναι έτσι;

Οπότε, πάμε στο σχολείο και μάς λέει ο δάσκαλος για τα άστρα, και έχουμε ένα βιβλίο του Δημοτικού Σχολείου και βλέπουμε μερικές φωτογραφίες από τα άστρα, μαθαίνουμε ορισμένα στοιχεία. Αυτά τα κύρια σώματα, τα πολύ γνωστά μέσα από το βιβλίο, μετά, το βράδυ, αν ζούμε σε κανένα χωριό και δεν υπάρχει πολύς φωτισμός, καθόμαστε και χαζεύουμε και βλέπουμε αυτό το θέαμα. Στην Αθήνα μπορούμε να περνάμε όλη την ζωή μας χωρίς ποτέ να δούμε τα άστρα.

Αν κανείς θέλει να γίνει αστρονόμος, θα πάει να βρει τους αστρονόμους και ένα Πανεπιστήμιο που υπάρχει έδρα αστρονομίας, υπάρχει τηλεσκόπιο κ.ο.κ., και γίνεται αστρονόμος».

Μπορεί να μάθη κανείς διανοητικά για τον Θεό, αλλά, όταν φθάσει στην εμπειρία της Θεώσεως, αυτή η διανοητική θεολογία καταργείται. «Ο σκοπός της θεολογίας είναι να καταργηθεί η θεολογία. Και καταργείται η θεολογία στην εμπειρία της Θεώσεως».

Από αυτά αντιλαμβανόμαστε, ότι η δυτική θεολογία που στηρίζεται στον στοχασμό, την φιλοσοφία και την λογική, θα πρέπει να αλλάξει, να ακολουθήσει την εμπειρική μεθοδολογία των Πατέρων. Αυτό προσδιορίζεται και από την σύγχρονη επιστήμη.

«Το περασμένο καλοκαίρι είχα παρουσιάσει μια εισήγηση, στην οποία ανέφερα ότι οι δυτικοί θεολόγοι ή θα ακολουθήσουν την εμπειρική μεθοδολογία των Πατέρων της Εκκλησίας στα θεολογικά θέματα ή θα τα μαζέψουν και θα εγκαταλείψουν τον στίβο, διότι δεν είναι πλέον πιστευτοί με την παλιά τους ανθρωπολογία, γνωσιολογία, κ.ο.κ.

Και ανέφερα πως η χαριστική βολή εναντίον της μεταφυσικής ήταν πλέον η εμφάνιση της κβαντομηχανικής. Η κβαντομηχανική κατέστρεψε πλέον την έννοια της καθαράς μαθηματικής και φαίνεται σαφώς ότι δεν υπάρχει ούτε ένδειξη πλέον ότι υπάρχει κάτι το αμετάβλητο μέσα στον κόσμο. Όλα είναι εν συνεχή κινήσει και δεν μπορεί κανείς να προδιαγράψει ακριβώς πώς θα λειτουργήσει ένα ηλεκτρόνιο μέσα σε ένα άτομο. Το ηλεκτρόνιο δεν προκαθορίζεται πλέον με την θεωρία του Max Planck. Είναι αποδεδειγμένο πλέον με πειράματα».

Συνεπώς η πραγματική θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας είναι εμπειρική, είναι αποκαλυπτική, δηλαδή είναι εμπειρία της αποκαλύψεως, και όχι φιλοσοφική και στοχαστική.

Η εμπειρία ως βάση της Ορθοδόξου θεολογίας

~ π. Ιωάννης Ρωμανίδης

Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη". Τόμος Α'

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

Η θεολογία ενός Μεγάλου ~ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ένας κορυφαίος θεολόγος του 20ού αιώνος

π. Ιωάννης Ρωμανίδης, μνήμη 1 Νοεμβρίου †
Κορυφαίος Θεολόγος του 20ού αιώνος.

Ο Αθ. Σακαρέλλος, πού είχε πολυχρόνια επικοινωνία μαζί του καί ως Δικηγόρος του, καί στό γραφείο τού οποίου ο π. Ιωάννης παρέδιδε μαθήματα θεολογίας σέ κλειστό κύκλο ανθρώπων, είπε κάποτε πως ο π. Ιωάννης γεννήθηκε σέ λάθος εποχή...

Έπρεπε νά ζή τόν 4ο αιώνα, στόν οποίον έζησαν οι μεγάλοι Πατέρες τής Εκκλησίας.

Ο παπά Γιάννης δέν εκφράζει μιά δική του θεολογία, του στοχασμού και της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας,  αλλά τήν γνήσια εμπειρική θεολογία τής Ορθοδοξίας. Στηρίζεται στήν βιωματική εμπειρία τών Αγίων, Προφητών, Αποστόλων καί Πατέρων, όπως εκφράζεται διά τής καθάρσεως, τού φωτισμού καί τής θεώσεως καί βιώνεται στήν νοερά καρδιακή προσευχή καί τήν θεωρία τού Θεού.

Είναι Επόμενος των Μεγάλων Πατέρων, σε θεολογική σκέψη, ανάλυση και εμπειρία. 

Δεν διδάσκει ''ξερά γράμματα'', διδάσκει νοερά προσευχή και ξεδιαλύνει τα μυστικά της οσο λίγοι Πνευματικοί Πατέρες. Εξηγεί την διαφορά της κυκλικής λειτουργίας της νοεράς ενέργειας στήν καρδιά, (τότε η ευχή λειτουργεί σωστά), απο την ευθεία της κίνηση και λειτουργία, κατά την οποία εισχωρεί η πλάνη... 

Κάτι που συχνά παραβλέπετε και δεν λαμβάνεται καν υπόψην απο όσους χάριτι Θεού αποκτούν εμπειρίες της χάριτος, ελεύσεις της νοεράς ενέργειας στή καρδιά ευκαίρως-ακαίρως, εισερχόμενοι στό στάδιο του πρωτοφωτισμού. 


Διδάσκει εμπειρική θεολογία των ελλάμψεων του Ακτίστου φωτός,
 και της πλήρης θέας Του Θεού, αναλύοντας με απλότητα τα στάδια μετοχής και τις διαφορές της κάθε τάξης και μετοχής στίς Άκτιστες ενέργειες του Θεού... 

Ίσως βέβαια, να χρειάζεται και μια μικρή, ελάχιστη πείρα και γεύση απο τις τρείς τάξεις της χάριτος, για να καταλάβει κανείς την θεολογία του παπα Γιάννη, και τι ξεδιαλύνεται στα μάτια του μπροστά. Αυτός όμως είναι ξεκάθαρα και ο σκοπός της διδασκαλίας του. Η επανάληψη της εμπειρίας, το να οδηγήσει τον αναγνώστη στήν βίωση των όσων λαμβάνει απο την ανάγνωση των θεραπευτικών κειμένων του... 

Λόγος λιτός και περιεκτικός σε αποκαλυπτικές αλήθειες της Ορθοδοξίας που δύσκολα συναντά πια κανείς, μέσα σε μια Εκκλησία που σήμερα μοιάζει παράλυτη εξαιτίας της πνευματικής της επιφανειακότητας, μιάς στείρας τυπολατρίας, και μιάς ανευλαβούς υπακοής, στα διατάγματα του Καίσαρος της κάθε εποχής...

Έλεγε xαρακτηριστικά:

''Άλλο είναι να γνωρίσει κανείς κάτι περί του Θεού, και άλλο να γνωρίσει τον ίδιο τον Θεό. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Περί του Θεού μπορεί κανείς να γνωρίσει και από την φαντασία του, μπορεί να φαντάζεται πράγματα περί Θεού...

Μπορεί να ακούει πράγματα περί του Θεού, μπορεί να διάβασει την Αγία Γραφή, μπορεί να λέει ό,τιδήποτε περί του Θεού. Αυτό το ακούω και πιστεύω περί Θεού μπορεί να έχει ακρίβεια, μπορεί να μην έχει ακρίβεια... 

Αν κανείς δεν έχει δική του αποκαλυπτική εμπειρία, δέχεται την εμπειρία των θεουμένων, των φίλων του Θεού. Αυτοί είναι η αυθεντία.

Γι’ αυτό, λοιπόν, αν έχης εμπειρία, καλώς. Αν όχι, τουλάχιστον να έχης έναν φίλο, που έχει αυτός την εμπειρία του Ακτίστου Φωτός και αυτός ο φίλος σου να σε διαβεβαίωση ότι το είδε, και τότε να το δεχθής...'' (Εμπειρική Δογματική)


Κάθε λόγος του, κάθε μικρό απόσπασμα των συγγραμμάτων του παπα Γιάννη, αναπαύει, ξεδιαλύνει, τακτοποιεί την καρδιά του αναγνώστη, και κατηχεί Ορθοδόξως.

''Στην περίπτωσι της νοεράς προσευχής ό,τι συμβαίνει στην καρδιά του ανθρώπου και ό,τι αισθάνεται ο άνθρωπος, λαμβάνει χώραν εκείνην την στιγμή που το αισθάνεται.

Δεν είναι κάτι του παρελθόντος. Είναι μία εμπειρία του παρόντος. Διότι οι Ορθόδοξοι έχουν παράδοσι αιώνων της ερμηνείας της νοεράς προσευχής, της οποίας η αλήθεια είναι αδιαφιλονείκητος για τους Ορθοδόξους.

Και είναι αυτή η ερμηνεία αδιαφιλονείκητος, διότι δεν είναι ερμηνεία παρελθούσης εμπειρίας, η οπoία δεν μπορεί να εξακριβωθή ή να επαναληφθή, αλλά είναι ερμηνεία μιας ζώσης, αληθινής, σημερινής εμπειρίας και πραγματικότητος, που συνεχώς επαναλαμβάνεται και συνεχίζεται και παραδίδεται από γενεά σε γενεά μέσα στην Ορθόδοξο Εκκλησία...'' (Πατερική Θεολογία)

Θεολογία Αποκαλυπτική και Αναστάσιμη.

Ο λόγος του παπα Γιάννη Ρωμανίδη, ίσως είναι σήμερα πιο αναγκαίος απο ποτέ για να ξεδιαλύνει τα σκοτάδια της εποχής μας, και να καθοδηγήσει στή αποκάλυψη της αλήθειας στήν ζωη μας.

''Οι Ορθόδοξοι θεολόγοι, που έχουν προσωπική πείρα του Θεού, έχουν πάντοτε την ίδια θεολογία, δεν την αλλάζουν, όπως το κάνουν οι φιλόσοφοι.

Οι φιλοσοφούντες αλλάζουν την παράδοση εξ αιτίας λογικών σχημάτων που κάνουν, έχουν πιο πολύ εμπιστοσύνη στην λογική τους, παρά στην εμπειρία των θεουμένων, γι’ αυτό συλλαμβάνουν κάτι με την λογική τους και ταυτίζουν αυτό με την πραγματικότητα περί Θεού. Όλες οι αιρέσεις προέρχονται από τέτοια εσφαλμένη βάση.

Οι θεούμενοι, όσοι μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού ενέργειας του Θεού, έχουν κοινή εμπειρία για το ότι ο Θεός επικοινωνεί με τον κόσμο με τις άκτιστες ενέργειές Του. Αυτό είναι θέμα εμπειρίας και όχι στοχαστική και φανταστική διδασκαλία...''(Εμπειρική Δογματική)


Η αξία της θεραπευτικής θεολογίας του Πνευματικού πατρός Ιωάννη Ρωμανίδη, σαφώς και δεν δύναται να αποτυπωθεί μέσα σε ενα μικρό κείμενο που η αγάπη μου καταθέτει, ως μικρόν αντίδωρο και ευχαριστήρια για το πνευματικό όφελος που έλαβα απο τον ανερμήνευτο πλούτο των θεολογικών του κειμένων.

Αποτελεί το ελάχιστο, η χαρά του να μοιραστώ με φίλους και αδελφούς τα πνευματικά  διαμάντια, προσδοκώντας τα μέγιστα, την κάθαρση και τον φωτισμό, χάριτι Θεού την τελείωση και σωτηρία των ψυχών, τον αγιασμό, την θέωση και ένωση με τον Θεο, καθώς αυτό ήταν και η σφοδρή επιθυμία του πατρός Ιωάννη. 

Η επανάληψη της βιωματικής εμπειρίας, η σωτηρία και ο αγιασμός του πλησίον, συνταγμένος πλήρως με την θεία εκείνη εντολή του Κυρίου: «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Λευϊτ. 20,7,26 & Α΄ Πέτρ. 1,16). 

Είθε να βρεθούμε άξιοι συνεχιστές της πνευματικής του παρακαταθήκης. 

Ας έχουμε την ευχή του! 

Είς μνήμην πατρός Ἰωάννου Ρωμανίδη

Δημήτρης Ρόδης 

Μελετήστε τις σχετικές αναρτήσεις του Μεγάλου εμπειρικού θεολόγου, και Διδασκάλου της θεραπευτικής οδού της Ορθόδοξης Εκκλησίας, της καθάρσεως, του φωτισμού, και της θεώσεως, εδω:   https://pneumatoskoinwnia.blogspot.com/search/label


Εναλλακτικές αναρτήσεις

Το τέλος αυτής της ζωής, δεν είναι δίκαιο νομίζω να ονομάζεται θάνατος ~ Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής
Το τέλος αυτής της ζωής, δεν είναι δίκαιο νομίζω να ονομάζεται θάνατος ~ Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής
~Όσιος Μάξιμος ο ΟμολογητήςΤο τέλος αυτής της ζωής, δεν είναι δίκαιο νομίζω να ονομάζεται θάνατος, αλλά απαλλαγή από το θάνατο, και χωρισμός από τη φθορά και απελευ...
Tο Zωντανό Εικοσιένα.
Tο Zωντανό Εικοσιένα.
Tο Zωντανό Εικοσιένα.4 Φεβρουαρίου του 1843, κλείνει τα μάτια του στην Αθήνα, το ζωντανό Εικοσιένα, ο Στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.Όταν του Κολοκοτρώνη του διάβασαν τ...
Mνήμη Aγίας Ερωτηΐδος ~ Το συναξάρι ενός ασκητή
Mνήμη Aγίας Ερωτηΐδος ~ Το συναξάρι ενός ασκητή
Το συναξάρι ενός ασκητή   Νίκου Αθ. Ματσούκα Ήταν τα χρόνια του ξακουστού αυτοκράτορα Ιουστινιανού, όπου σ' όλη την Αλεξάνδρεια νέοι και γέροι θ...
Εκείνος που γνώρισε το θέλημα του Κυρίου
Εκείνος που γνώρισε το θέλημα του Κυρίου
"Εκείνος που γνώρισε το θέλημα του Κυρίου και δεν έπραξε σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου, αυτός θα τιμωρηθεί πολύ, γιατί ότι έκανε το έκανε εν γνώση του. Και εκείνος που...
 Επί της ουσίας, η Πόλη έπεσε το 1204, ήταν οι ορδές των Σταυροφόρων...
Επί της ουσίας, η Πόλη έπεσε το 1204, ήταν οι ορδές των Σταυροφόρων...
Επί της ουσίας, η Πόλη έπεσε το 1204 όταν οι ορδές των Σταυροφόρων, διέλυσαν το μόνο ιστορικό διάδοχο της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, την κοιτίδα του Χριστιανισμού στον ...

Share this