Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος

Σάββατο 25 Μαρτίου 2023

Θ. Κολοκοτρώνης: «Ἡ ἐπανάστασις ἡ ἐδική μας δέν ὁμοιάζει μέ καμμιάν ἀπ' ὅσες γίνονται εἰς τήν Εὐρώπην»!



Ἀπομνημονεύματα Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
ἂπαντα Τσερτσέτη, τόμ. Γ΄, 149-150

Ἡ ἐπανάστασις ἡ ἐδική μας δὲν ὁμοιάζει μὲ καμμιὰν ἀπ' ὅσες γίνονται τὴν σήμερον εἰς τὴν Εὐρώπην. Τῆς Εὐρώπης αἱ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεών των εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος. Ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦτο ὁ πλέον δίκαιος, ἦτον ἔθνος μὲ ἄλλο ἔθνος, ἦτο μὲ ἕνα λαόν, ὅπου ποτὲ δὲν ἠθέλησε νὰ ἀναγνωριστεῖ ὡς τοιοῦτος, οὔτε νὰ ὁρκισθεῖ, παρὰ μόνο ὅ,τι ἔκαμνε ἡ βία. Οὔτε ὁ Σουλτάνος ἠθέλησε ποτὲ νὰ θεωρήσει τὸν ἑλληνικὸν λαὸν ὡς λαόν, ἀλλ' ὡς σκλάβους. Μία φοράν, ὅταν ἐπήραμε τὸ Ναύπλιο, ἦλθεν ὁ Ἂμιλτον νὰ μὲ ἰδεῖ. Μοῦ εἶπε ὅτι: «Πρέπει οἱ Ἕλληνες νὰ ζητήσουν συμβιβασμό, καὶ ἡ Ἀγγλία νὰ μεσιτεύσει». Ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκα, ὅτι:

«Αὐτὸ δὲν γίνεται ποτέ, ἐλευθερία ἢ θάνατος. Ἐμεῖς, καπιτᾶν Ἂμιλτον, ποτὲ συμβιβασμὸ δὲν ἐκάμαμε μὲ τοὺς Τούρκους. Ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους σκλάβωσε μὲ τὸ σπαθὶ καὶ ἄλλοι, καθὼς ἠμεῖς, ἐζούσαμε ἐλεύθεροι ἀπὸ γενεὰ εἰς γενεά. Ὁ βασιλεὺς μας ἐσκοτώθη, καμμία συνθήκη δὲν ἔκαμε, ἡ φρουρὰ του εἶχε παντοτινὸ πόλεμο μὲ τοὺς Τούρκους καὶ δύο φρούρια ἦτον πάντοτε ἀνυπότακτα». Μὲ εἶπε: «Ποία εἶναι ἡ βασιλικὴ φρουρά του, ποία εἶναι τὰ φρούρια;» - «Ἡ φρουρὰ τοῦ βασιλέως μας εἶναι εἶναι οἱ λεγόμενοι Κλέφται, τὰ φρούρια ἡ Μάνη καὶ τὸ Σούλι καὶ τὰ βουνά». Ἔτσι δὲν μὲ ὁμίλησε πλέον.

284. Ὁ κόσμος μᾶς ἔλεγε τρελούς. Ἠμεῖς, ἂν δὲν εἴμεθα τρελλοί, δὲν ἐκάναμε τὴν ἐπανάσταση, διατὶ ἠθέλαμε συλλογισθεῖ πρῶτον διὰ πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθῆκες μας, τὰ μαγαζιά μας, ἠθέλαμε λογαριάσει τὴ δύναμη τὴν ἐδική μας, τὴν τούρκικη δύναμη. 

Τώρα ὅπου ἐνικήσαμε, ὅπου ἐτελειώσαμε μὲ καλὸ τὸν πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, ἐπαινόμεθα. Ἂν δὲν εὐτυχούσαμε, ἠθέλαμε τρώγει κατάρες, ἀναθέματα. Ὁμοιάζομεν σὰν νὰ εἶναι εἰς ἕνα λιμένα πενήντα - ἑξήντα καράβια φορτωμένα, ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εἰς τὴν δουλειά του μὲ μεγάλη φορτούνα, μὲ μεγάλο ἄνεμο, πηγαίνει, πουλεῖ, κερδίζει, γυρίζει ὀπίσω σῶον. Τότε ἀκοῦς ὅλα τὰ ἐπίλοιπα καράβια καὶ λέγουν: «Ἰδοὺ ἄνθρωπος, ἰδοὺ παλληκάρια, ἰδοὺ φρόνιμος, καὶ ὄχι σὰν ἐμεῖς ὁπού καθόμεθα δειλοί, χαϊμένοι», καὶ κατηγοροῦνται οἱ καπεταναῖοι ὡς ἀνάξιοι. Ἂν δὲν εὐδοκιμοῦσε τὸ καράβι, ἤθελε εἰποῦν: «Μὰ τί τρελλὸς νὰ σηκωθεῖ μὲ τέτοια φορτούνα, μὲ τέτοιο ἄνεμο, νὰ χαθεῖ ὁ παλιάνθρωπος, ἐπῆρε τὸν κόσμο εἰς τὸν λαιμό του».

285. Ἡ ἀρχηγία ἑνὸς στρατεύματος ἑλληνικοῦ ἦτον μία τυραννία, διατὶ ἔκαμνε καὶ τὸν ἀρχηγό, καὶ τὸν κριτή, καὶ τὸν φροντιστή, καὶ νὰ τοῦ φεύγουν κάθε μέρα καὶ πάλι νὰ ἔρχονται. Νὰ βαστάει ἕνα στρατόπεδο μὲ ψέμματα, μὲ κολακεῖες, μὲ παραμύθια. Νὰ τοῦ λείπουν καὶ ζωοτροφίες καὶ πολεμοφόδια, καὶ νὰ μὴν ἀκοῦν καὶ νὰ φωνάζει ὁ ἀρχηγός. Ἐνῶ εἰς τὴν Εὐρώπη ὁ ἀρχιστράτηγος διατάττει τοὺς στρατηγούς, οἱ στρατηγοὶ τοὺς συνταγματάρχας, οἱ συνταγματάρχαι τοὺς ταγματάρχας καὶ οὕτω καθεξῆς. Ἔκανε τὸ σχέδιό του καὶ ἐξεμπέρδευε. 

Νὰ μοῦ δώσει ὁ Βελιγκτῶν σαράντα χιλιάδες στράτευμα τὸ ἐδιοιηκοῦσα, ἀλλ' αὐτουνοῦ νὰ τοῦ δώσουν πεντακόσιους Ἕλληνας δὲν ἠμποροῦσε οὔτε μία ὥρα νὰ τοὺς διοικήσει. Κάθε Ἕλληνας εἶχε τὰ καπρίτσια του, τὸ θεό του, καὶ ἔπρεπε νὰ κάμει δουλειὰ κανεὶς μὲ αὐτούς, ἄλλον νὰ φοβερίζει, ἄλλον νὰ κολακεύει, κατὰ τοὺς ἀνθρώπους.

Ἀπομνημονεύματα Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.


 Πηγή: apostoliki-diakonia

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

Φραγκεμένους μας θέλουν τα τσογλάνια του Πάπα! ~ Στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης


Με αφορμή τις εκδηλώσεις ''αγάπης'' πολλών σύγχρονων νεοορθοδόξων  πρός τον πάπα και το Βατικανό, χρήσιμο να μάθουμε τι άποψη είχαν δυο μεγάλες μορφές Ελλήνων, ένας Ήρωας, και ένας Άγιος, που έδωσαν και την ζωη τούς ακόμη, για Του Χριστού την Πίστη την Αγία, και της Πατρίδος την Ελευθερία.

Η πληροφορίες είναι συγκλονιστικές, καθώς έχουμε μια πραγματική μαρτυρία της εποχής εκείνης, για το τι είχε πει όντως ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός για τον πάπα...

Ας θυμηθούμε τα λόγια του «μπαρμπα Γιάννη» του Μακρυγιάννη:

«…Και βγήκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνήτες, Έλληνες, σπορά της εβραιουργιάς, που είπαν να μας σβήσουν την Αγία Πίστη, την Ορθοδοξία, διότι η Φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα Ορθόδοξον. Και εκάθησα και έκλαιγα δια τα νέα παθήματα. Και επήγα πάλιν εις τους φίλους μου τους Αγίους. Άναψα τα καντήλια και ελιβάνισα λιβάνιν καλόν αγιορείτικον....

Και σκουπίζοντας τα δάκρυά μου τους είπα: «Δεν βλέπετε που θέλουν να κάμουν την Ελλάδα παλιόψαθα; Βοηθείστε, διότι μας παίρνουν, αυτοί οι μισοέλληνες και άθρησκοι, ό,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικόν έχομεν. Φραγκεμένους μας θέλουν τα τσογλάνια του τρισκατάρατου του Πάπα. Μην αφήσετε, Άγιοί μου αυτά τα γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας να μασκαρέψουν και να αφανίσουν τους Έλληνες, κάνοντας περισσότερα κακά από αυτά που καταδέχθηκεν ο Τούρκος ως τίμιος εχθρός μας».

Ένας δικός μου αγωνιστής μου έφερε και μου διάβασεν ένα παλαιόν χαρτί, που έγραψεν ο κοντομερίτης μου Άγιος παπάς, ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Τον εκρέμασαν εις ένα δέντρον Τούρκοι και Εβραίοι, διότι έτρεχεν ο ευλογημένος παντού και εδίδασκεν Ελλάδα, Ορθοδοξία και Γράμματα.

Έγραφεν ο μακάριος εκείνος ότι: «Ένας άνθρωπος να με υβρίσει, να φονεύσει τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφόν μου και ύστερα το μάτι να μου βγάλει, έχω χρέος σαν χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το να υβρίσει τον Χριστόν μου και την Παναγία μου, δεν θέλω να τον βλέπω».

Το χαρτί του πατέρα Κοσμά έβαλα και μου το εκαθαρόγραψαν. Και το εκράτησα ως Άγιον Φυλαχτόν, που λέγει μεγάλην αλήθειαν.

Θα πω να μου γράψουν καλλιγραφικά και τον άλλον αθάνατον λόγον του.

«τον Πάπαν να καταράσθε ως αίτιον».

Θέλω να το βλέπω κοντά στα’ κονίσματά μου, διότι τελευταίως κάποιοι δικοί μας ανάξιοι λέγουν ότι αν τα φτιάξουμε με τον δικέρατον Πάπαν, θα ολιγοστέψουν οι κίντυνοι, τα βάσανα και η φτώχεια μας. Τρομάρα τους!

Και είπαν οι άθρησκοι που εβάλαμεν εις τον σβέρκο μας να μη μανθάνουν τα παιδιά μας Χριστόν και Παναγίαν, διότι θα μας παρεξηγήσουν οι ισχυροί.

Και βγήκαν ακόμη να’ ποτάξουν την Εκκλησίαν, διότι έχει πολλήν δύναμη και την φοβούνται. Και είπαν λόγια άπρεπα δια τους παπάδες. Εμείς, με σκιάν μας τον Τίμιον Σταυρόν, επολεμήσαμεν ολούθε, σε κάστρα, σε ντερβένια, σε μπογάζια και σε ταμπούργια. Καί αυτός ο Σταυρός μας έσωσε...».


Σχόλιο Π.κοινωνίας: ''Ο Μακρυγιάννης ζούσε πνευματικές καταστάσεις. Αν γινόταν καλόγερος, πιστεύω ότι από τον Άγιο Αντώνιο δε θα είχε μεγάλη διαφορά! Τρεις χιλιάδες μετάνοιες έκανε ...και είχε και τραύματα και πληγές. Άνοιγαν οι πληγές του, έβγαιναν τα έντερά του, όταν έκανε μετάνοιες, και τα έβαζε μέσα! Τρεις δικές μου μετάνοιες κάνουν μία δική του. Έβρεχε το πάτωμα με τα δάκρυά του. Εμείς, αν ήμασταν στη θέση του, θα πηγαίναμε στο νοσοκομείο να μας υπηρετούν…'' ~ Όσιος Παΐσιος Αγιορείτης.

Δεν βλέπετε που θέλουν να κάμουν την Ελλάδα παλιόψαθα; ~ Στρατηγός Ι. Μακρυγιάννης


~ Στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννη

Ἀπὸ τότε φώναζε γιὰ τὸν ἐκ Δυσμῶν κίνδυνο τῶν φραγκολατίνων...

Και βγήκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνήτες, Έλληνες, σπορά της εβραιουργιάς, που είπαν να μας σβήσουν την Αγία Πίστη, την Ορθοδοξία... διότι η Φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα Ορθόδοξον. 

Και εκάθησα και έκλαιγα δια τα νέα παθήματα. 

Και επήγα πάλιν εις τους φίλους μου τους Αγίους...

Άναψα τα καντήλια και ελιβάνισα λιβάνιν καλόν αγιορείτικον.

Και σκουπίζοντας τα δάκρυά μου τους είπα: Δεν βλέπετε που θέλουν να κάμουν την Ελλάδα παλιόψαθα; Βοηθείστε, διότι μας παίρνουν, αυτοί οι μισοέλληνες και άθρησκοι, ό,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικόν έχομεν.

Φραγκεμένους μας θέλουν τα τσογλάνια του τρισκατάρατου του Πάπα. 

Μην αφήσετε, Άγιοί μου αυτά τα γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας

να μασκαρέψουν και να αφανίσουν τους Έλληνες, κάνοντας περισσότερα κακά από αυτά που καταδέχθηκεν ο Τούρκος ως τίμιος εχθρός μας...

Ἕνας δικός μου ἀγωνιστής μοῦ ἔφερε καὶ μοῦ διαβασεν ἕνα παλαιὸν χαρτί, ποῦ ἔγραψεν ὁ κοντομερίτης μου Ἅγιος παπάς, ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Τὸν ἐκρέμασαν εἰς ἕνα δέντρον Τοῦρκοι καὶ Ἑβραῖοι, διότι ἔτρεχεν ὁ εὐλογημένος παντοῦ καὶ ἐδίδασκεν Ἑλλάδα, Ὀρθοδοξία καὶ Γράμματα.

Ἔγραφεν ὁ μακάριος ἐκεῖνος ὅτι:

«Ἕνας ἄνθρωπος νὰ μὲ ὑβρίσει, νὰ φονεύσει τὸν πατέρα μου, τὴν μητέρα μου, τὸν ἀδελφόν μου καὶ ὕστερα τὸ μάτι νὰ μοῦ βγάλει, ἔχω χρέος σὰν χριστιανὸς νὰ τὸν συγχωρήσω. Τὸ νὰ ὑβρίσει τὸν Χριστόν μου καὶ τὴν Παναγία μου, δὲν θέλω νὰ τὸν βλέπω...»

~ Στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης

Πηγή: orthros.eu


Είναι στεναχωρημέντσα η Παναΐα... ~ Αγία Σοφία της Κλεισούρας


Είναι στεναχωρημέντσα η Παναΐα. Η Παναΐα κλαίει κάθνη μέρα. Κλαίει δια τε μας νύχτα-μέρα... Θεέ μου να μην χαλάσεις τον ντουνιάν.

Η Παναΐα τα πόδια της είναι ματωμένα να παρακαλεί για τε μας, μετανοήστε… ~ Αγία Σοφία της Κλεισούρας
*****
Σχόλιο Π. κοινωνίας: Εντωμεταξύ Η Παναγιά μας κλαίει τρία χρόνια τώρανες... Η Ιερά Εικόνα της Παναγίας της Παρηγορήτριας συνεχίζει να δακρύζει στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου στο Βύρωνα. Το φαινόμενο άρχισε κατά την τέλεση της θείας Λειτουργίας στην εορτή του Γενεσίου της Θεοτόκου (8/9/2020), την ώρα του Ευαγγελίου, και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.. (...)


Τό μίσος τοῦ Κοραῆ καί τοῦ Βελουχιώτη πρός τόν Καποδίστρια! Ἕνα πολύτιμο μάθημα γιά τούς Ἕλληνες, ἀπό τόν Βρετανό Christopher Woodhouse


Γράφει ὁ Παναγιώτης Γ. Παῦλος, 
Πανεπιστήμιο τοῦ Ὄσλο

Ὑπάρχουν προσωπικότητες τῶν ὁποίων τὸ ἔργο ὄχι μόνον εἶναι συνυφασμένο μὲ μερικὲς ἀπὸ τὶς πιὸ κρίσιμες σελίδες τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας ἀλλὰ καὶ παρέχει τεκμήρια πολύτιμα γιὰ τὴν αὐτοσυνειδησία ἠμῶν τῶν Ἑλλήνων καὶ τὴν ὀρθὴ θέαση τοῦ μέγιστου ἱστορικοῦ γεγονότος τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 ποὺ ἑορτάζει σήμερα ὅλος ὁ Ἑλληνισμός.

Τέτοια ἦταν καὶ ἡ προσωπικότητα τοῦ Βρετανοῦ πολιτικοῦ, στρατιωτικοῦ, ἀγωνιστῆ τῆς Ἀντίστασης κατὰ τοῦ Ναζισμοῦ, μέλους τῶν Βρετανικῶν μυστικῶν ὑπηρεσιῶν, διπλωμάτη καὶ... ἱστορικοῦ, Christopher Montague ‘Monty’ Woodhouse, Βαρώνου τοῦ Terrington, ὁ ὁποῖος πέθανε τὸ 2001 σὲ ἡλικία 83 ἐτῶν.

Ὅσον ἀφορᾶ στὰ ἑλληνικὰ πράγματα, ἡ συνεισφορὰ τοῦ Woodhouse εῖναι ἐκπληκτικὰ εὐρεία. Σὲ ἐπιχειρησιακὸ ἐπίπεδο σχετίζεται μὲ σειρὰ γεγονότων κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Γερμανικῆς Κατοχῆς. Τὸ 1941 ἦταν ἐκ τῶν Ἐκτελεστικῶν ἀξιωματούχων τῶν Βρετανικῶν Ἀποστολῶν (Special Operations Executive) ποὺ στάλθηκαν στὴν Κρήτη προκειμένου νὰ ὀργανώσουν τὶς δυνάμεις Ἀντίστασης. 

Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1942 τὸν συναντοῦμε ὡς ἀλεξιπτωτιστὴ στὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα, ὑποδιοικητὴ τῆς Δύναμης Ηarling ὅταν μαζὶ μὲ τὸν Διοικητή Εddie Μyers, εἶχαν ὡς ἀποστολὴ τὴν ἀνατίναξη τῆς γέφυρας τοῦ Γοργοποτάμου. Μετὰ τὴν ἐπιτυχῆ ἔκβασή της, ὁ Woodhouse παρέμεινε στὴν Ἑλλάδα, καθὼς ἦταν ἀπὸ τοὺς λίγους Βρετανοὺς ἀξιωματικοὺς ποὺ μιλοῦσαν ἑλληνικὰ καὶ συχνὰ συνομιλοῦσε μὲ ἑλληνικοὺς πολιτικοὺς παράγοντες στὴν Ἀθήνα, ἐνῶ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1943 τό Foreign Office τόν ὅρισε ἐπικεφαλῆς τῆς Βρετανικῆς Στρατιωτικῆς Ἀποστολῆς στὴν Ἑλλάδα.

Τὸ ἐνδιαφέρον, ὡστόσο τοῦ Woodhouse γιά τὴν Ἑλλάδα, δὲν περιορίζεται στὴν στρατιωτικὴ συνδρομή του. Ἔχοντας μετὰ τὸν πόλεμο ἤδη διατελέσει Βουλευτὴς τῶν Συντηρητικῶν (1959-1966), ὅταν παράλληλα ὑπῆρξε καί Fellow στό Nuffield College στό Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης, ὅπου ἄλλωστε εἶχε πραγματοποιήσει Κλασσικὲς Σπουδές, ὑπῆρξε πολυγραφότατος συγγραφέας πληθώρας ἔργων ποὺ περιστρέφονται γύρω ἀπὸ τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὴν Ἑλλάδα.

Ἀπὸ τὴν ἐκτενῆ βιβλιογραφία του, σταθμὸς εἶναι τὸ ἔργο του, Καποδίστριας: Ὁ Θεμελιωτὴς τῆς Ἑλληνικῆς Ἀνεξαρτησίας (Capodistria, The Founder of Greek Independence), ποὺ ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης τὸ 1973, δηλαδὴ ἕνα ἔτος πρίν ὁ Woodhouse ὁλοκληρώσει τὴν δεύτερη Κοινοβουλευτικὴ θητεία του ὡς Βουλευτὴς Ὀξφόρδης (1970-1974). Πρόκειται γιὰ μία ὀγκωδέστατη μελέτη, ἀποτελούμενη ἀπὸ ΄21. Κεφάλαια ποὺ κατανέμονται σὲ 6 τμήματα μίας ἔκδοσης 500 σελίδων, μὲ ἐκτενέστατη βιβλιογραφία πρωτογενῶν καὶ δευτερογενῶν πηγῶν, ὑποστηριζόμενη ἀπὸ πίνακες καὶ χάρτες.

Αὐτὸ ποὺ ἔχει ἐκπληκτικὸ ἐνδιαφέρον εἶναι ἡ ἀναφορὰ τοῦ ἰδίου τοῦ Woodhouse στό πῶς ἀποφάσισε νὰ ἀσχοληθεῖ συστηματικὰ μὲ τὸν πρῶτο Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδας. Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ Woodhouse (σελ. vii / μετάφραση Π.Γ.Π.):

‘‘Tό ἐνδιαφέρον μου γιὰ τὸν Καποδίστρια ξεκίνησε μὲ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο. Βαδίζοντας στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου τὸν Νοέμβριο τοῦ 1942, συνοδευόμενος ἀπὸ ἀντιστασιακὸ σῶμα ὑπὸ τὴν διοίκηση τοῦ Ναπολέοντα Ζέρβα, τὸν ἐπάξιο ἀπόγονο τῶν Σουλιωτῶν ἡρώων τοῦ Ἀγώνα τῆς Ἀνεξαρτησίας, σμίξαμε μὲ ἕνα ἄλλο ἐπαναστατικὸ σῶμα στὸ χωριὸ Βίνιανη. Ἐπικεφαλῆς του ἦταν ἕνας Κομμουνιστὴς ὀνόματι Ἀθανάσιος Κλάρας, ὁ ὁποῖος εἶχε τὸ ψευδώνυμο Ἄρης Βελουχιώτης: ὁ θεὸς τοῦ πολέμου ἀπὸ τὸ Βελουχιώτη, ἄλλως γνωστὸ καὶ ὡς Τυμφρηστός, τὸ ὑψηλότερο βουνὸ τῆς κεντρικῆς Πίνδου (σσ.: ἡ συνάντηση Γούντχαουζ – Βελουχιώτη ἔλαβε χώρα τὴν 14η Νοεμβρίου). Ἡ συνδυασμένη δύναμή μας, συνέχισε τὸν δρόμο πρὸς τὴν ἀποστολή της, ποὺ ἦταν ἡ καταστροφὴ τῆς σιδηροδρομικῆς ὁδογέφυρας στὸν ποταμὸ Γοργοπόταμο. Αἰσθανόμασταν ἤδη τὴν ἐπιτυχία, καὶ δὲν κωλυσιεργήσαμε στὴν διάβασή μας ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ ὅρη. Μετὰ ἀπὸ κάθε χωριό, σταματούσαμε λιγάκι καὶ δίναμε ἐμπνευσμένες ὁμιλίες σὲ ἐνθουσιώδη ἀκροατήρια, διακηρύσσοντας τὸ καθῆκον τῆς ἀντίστασης καὶ τὸ ἐπικείμενον τῆς ἀπελευθέρωσης. Ἦταν μία συναρπαστικὴ ἀλλὰ παροδικὴ ἐμπειρία.

Ὁ Ζέρβας κι ἐγὼ περιορίσαμε τὶς ὁμιλίες μας κυρίως σὲ πατριωτικὲς κοινοτοπίες, ἀλλὰ οἱ ὁμιλίες τοῦ Ἄρη ἦταν διαφορετικές. Εἰπωμένες μὲ μία σκληρὴ μονοτονία, μὲ μεγάλη ταχύτητα ἀλλὰ ὡσὰν νὰ σκεφτόταν φωναχτά, ἦταν περισσότερο διαλέξεις στὴν Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας παρὰ πατριωτικὲς ὁμιλίες. Σχεδὸν τὸ μόνο ποὺ θυμᾶμαι λεπτομερῶς ἀπὸ αὐτὲς σήμερα εἶναι ἡ ἐπιμονὴ μὲ τὴν ὁποίαν ἐπιτίθετο στοὺς προηγούμενους κυβερνῆτες τῆς σύγχρονης Ἑλλάδας. Δύο ὀνόματα ἦταν ἀνάθεμα γιὰ αὐτόν: Γλύξμπουργκ (τὸ ὄνομα ποὺ χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὴν βασιλικὴ οἰκογένεια, σκόπιμα ἐπιλεγμένο γιὰ νὰ δίνει ἔμφαση στὶς Γερμανικὲς διασυνδέσεις της), και Καποδίστριας. Τον τελευταῖο τὸν καταδίκαζε ὡς ἕναν ἀδίκαστο ἀλλοδαπὸ τύραννο ὁ ὁποῖος εἶχε διαφθείρει τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀποστερήσει τὸν ἑλληνικὸ λαὸ ἀπὸ τὴν ἀνεξαρτησία γιὰ τὴν ὁποία εἶχαν πολεμήσει. Καθώς γνώριζα τὸν Ἄρη Βελουχιώτη καλύτερα, πειθόμουν ὁλοένα καὶ περισσότερο ὅτι, τὸν ὁποιονδήποτε κι ἐὰν μισοῦσε μὲ τόση ἔνταση, περισσότερο ἀπὸ ἕναν αἰώνα μετὰ τὸν θάνατό του, θὰ εἶχε περισσὸ ἐνδιαφέρον νὰ τὸν μελετήσω περαιτέρω’’.

Ὁ λόγος ποὺ τὰ γράφουμε αὐτά, εἶναι διότι σὲ αὐτὴ τὴν πολύτιμη ἐπιστημονικὴ συνεισφορὰ τοῦ Woodhouse συναντιόμαστε μὲ μία συγκλονιστικὴ ἀναφορὰ στὴν ἀντίδραση ποὺ προκάλεσε ἡ δολοφονία τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια στὸν Ἀδαμάντιο Κοραή. Μία ἀναφορά, τὴν ὁποία ἀξίζει νὰ παραθέσουμε αὐτοτελῶς ὄχι μόνον διότι εἶναι πολλοὶ οἱ Ἕλληνες ποὺ τὴν ἀγνοοῦν, ἀλλὰ καὶ διότι θεωροῦμε ὅτι σὲ αὐτὴν βρίσκονται ὁρισμένα πολὺ χρήσιμα ἐξαγόμενα ποὺ ἔχουν ἄμεση σχέση τόσο μὲ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Ἰωβηλαίου τῆς Ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας, μὲ τὴν ἀπόπειρα πλήρους ἀποδόμησης τῆς προσωπικότητας τοῦ πρώτου Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδας, τὸν ὁποῖο οἱ σημερινοὶ τυφλοὶ ὀπαδοὶ τοῦ Κοραῆ διακηρύττουν διαπρυσίως ὡς δικτάτορα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν συνολικὴ καὶ πολύχρονη προσπάθεια ἀλλοίωσης τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας ἀναφορικὰ μὲ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821.

Ἂς δοῦμε τί ἀκριβῶς γράφει ὁ Woodhouse, ἀναφερόμενος στὴν ἀντίδραση τοῦ Κοραῆ κατὰ τὸ ἄκουσμα τῆς δολοφονίας τοῦ Καποδίστρια (σελ. 502-503):

‘‘Δέν προξενεῖ ἐντύπωση τὸ γεγονότος ὅτι ὑπάρχει καταγραφὴ στὰ Ἑλληνικὰ Ἀρχεῖα τῶν ἐγκάρδιων συλλυπητηρίων τοῦ Μακρυγιάννη. Μόνον ὁ Κοραὴς ἦταν ἀδυσώπητος. Εἶχε ἤδη στὸ τυπογραφεῖο πρὸς ἐκτύπωση -μὲ ἡμερομηνία 17 Ὀκτωβρίου 1831- ἕνα φυλλάδιο μὲ τὸ ὁποῖο ἐπιτίθετο στὸν Καποδίστρια, ὅταν ἔμαθε στὸ Παρίσι τὰ νέα τῆς δολοφονίας. Ἀντὶ νὰ τὸ περιορίσει κόσμια καὶ εὐπρεπῶς, ὁ Κοραὴς προσέθεσε ἕναν πρόλογο κι ἕναν ἐπίλογο, ὅπου διακήρυττε ὅτι, ὁ Καποδίστριας, ὡς παραβάτης τῶν νόμων τῆς Ἑλλάδας, ἄξιζε μία ἀκόμη χειρότερη μοίρα -νὰ ἐξοριστεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν χώρα του- καὶ ὅτι, οἱ δολοφόνοι του ἦταν ἄξιοι μομφῆς διότι φταῖνε ποὺ τὸν προφύλαξαν ἀπὸ αὐτὴν τὴν μοίρα. Τὸ φυλλάδιο αὐτό, τὸ ὁποῖο ἦταν γραμμένο στὴ συνήθη μορφὴ διαλόγου, ἔβριθε ἀκόμη περισσότερου δηλητηρίου κατὰ τοῦ Καποδίστρια, ἀπὸ ὅτι περιεῖχε στὴν ἀρχικὴ μορφή του. Μιλοῦσε γιὰ τὴν «Ἰησουιτικὴ διακυβέρνησή» του, τὴν ἄθλια τυραννία του, καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεχε ἡ Ἑλλάδα, «τῆς Φαναριώτικης λέπρας ἢ τῆς πλημμύρας τῶν Κοζάκων».

Ἐπαναλάμβανε ἐπίσης, τὶς γνωστὲς παραποιήσεις καὶ νοθεύσεις σχετικὰ μὲ τὴν ἄρνηση τοῦ Καποδίστρια νὰ ἐπιτρέψει τὴν διδασκαλία τῶν Ἀρχαίων Κλασσικῶν, καὶ τὶς ἀπόπειρές του νὰ πείσει τὶς Δυνάμεις ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἦταν γεμάτη ταραχοποιούς, κλέφτες καὶ πειρατές. Τέτοιες ποταπὲς ἀνοησίες δὲν θὰ εἶχαν καμία ἀξία νὰ ἀναφερθοῦν, ἐὰν δὲν ἐπρόκειτο γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι, καθὼς προέρχονται ἀπὸ ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους μελετητὲς καὶ δημοσιογράφους (δημοσιολόγους) τῆς Ἑλλάδας, μαρτυροῦν τὸ βάρος καὶ τὰ φαρμάκια τῆς ἀντιπολίτευσης τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίσει ὁ Καποδίστριας. Ἀκόμη καὶ σὲ μεταγενέστερα γράμματά του σὲ φίλους, ὁ Κοραὴς ἔδειξε ὅτι δὲν μετάνιωσε ποτὲ γιὰ αὐτὴν τὴν φριχτὴ συμπεριφορά του’’.

Διαβάζοντας κανεὶς αὐτὲς τὶς γραμμές, τοῦτες μάλιστα τὶς ἡμέρες ποὺ ἡ Ἑλλάδα τελεῖ ὑπὸ μία πολὺ ἰδιάζουσα κατάσταση ἑορτασμοῦ τοῦ Ἰωβηλαίου τῆς Ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας, μὲ ἐγκλεισμὸ τῶν Ἑλλήνων διὰ τῆς ἐπιβολῆς μεροληπτικὰ περιοριστικῶν μέτρων μὲ τὸ πρόσχημα τοῦ κορωνοϊοῦ, καὶ κυρίως ἔχοντας ὑποστεῖ μία συστηματικὴ ἀπόπειρα πλύσης ἐγκεφάλου ἀπὸ τὴν ἁρμόδια Κυβερνητικὴ Ἐπιτροπὴ Ἑλλάδα 2021΄ καὶ τὴν περὶ αὐτὴν δορυφόρους ἀλλοιωτὲς τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας, γεννιῶνται ἀβίαστα ὁρισμένα συμπεράσματα ποὺ ἔχουν, θεωρῶ, κάποια ἀξία νὰ ἀναφερθοῦν.

1. Τὸ ἀβυσσαλέο μίσος μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Ἀδαμάντιος Κοραής, ἐκ τῶν πλέον προβεβλημένων σήμερα δῆθεν πρωτεργατῶν τοῦ Ἀγώνα τῆς Ἀνεξαρτησίας, στὴν πραγματικότητα ὅμως προσβολέα τῶν βαθύτερων πτυχῶν τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας καὶ τοῦ Ἕλληνα τρόπου, καταφέρεται κατὰ τοῦ νεκροῦ Ἰωάννη Καποδίστρια, δείχνει ὅτι οἱ ἀξίες τοῦ Διαφωτισμοῦ, στὶς ὁποῖες εἶχε ὁ ἴδιος ὑπερεκτεθεῖ, πόρρω ἀπέχουν ἀπὸ τὴν πρωταρχικὴ ἀξία τοῦ ἑλληνικοῦ ἤθους. Τῆς ἀπόδοσης δηλαδή, τιμῶν στὸν νεκρό, γιὰ τὶς ὁποῖες ἡ Ἀντιγόνη γίνεται ὁ ἀριστουργηματικὸς ὕμνος τοῦ Σοφοκλῆ. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀπὸ μόνο του δείχνει τὶς τεράστιες ἐσωτερικὲς ἐντάσεις μὲ τὶς ὁποῖες ἀντιπάλευε ὁ Ἑλληνισμὸς τὶς κρίσιμες ὧρες τοῦ Ἀγώνα, πλέον τῶν καθημερινῶν διακυβευμάτων ζωῆς καὶ θανάτου.

2. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κοραὴς οὐδέποτε ἐπέδειξε ἔνδειξη μεταμέλειας γιὰ τὴν ὑβριστικὴ καὶ ἀπεχθῆ στάση του ἔναντι τοῦ νεκροῦ Καποδίστρια, μᾶς ὑποψιάζει ἀπολύτως δικαιολογημένα γιὰ τὸ μένος κατὰ τοῦ πρώτου Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδας, ὅπως πολλαπλὰ ἐκφράζεται καὶ σήμερα ἀπὸ θιασῶτες τοῦ Κοραϊσμοῦ καὶ τοῦ Διαφωτισμοῦ, ποὺ στὸ πρόσωπο τοῦ Καποδίστρια εἶδαν τὸν μεγαλύτερο δικτάτορα ποὺ γνώρισε ποτὲ τὸ σύγχρονο ἑλληνικὸ κράτος. Ἄραγε, ὑπῆρξε ποτὲ ἄλλος δικτάτορας στὴν παγκόσμια πολιτικὴ ἱστορία ὁ ὁποῖος δολοφονήθηκε, μὴ ἔχοντας παρὰ μόνον δύο φρουροὺς -καὶ τὸν ἕνα μάλιστα ἡμιανάπηρο- ἀρνούμενος νὰ δεχθεῖ τὸν πολυάριθμο στρατὸ ποῦ προόριζε ὡς φρουρὰ του τὸ ἑλληνικὸ κράτος;

3. Τὸ ὅτι ἕνας σύγχρονος Βρετανὸς ἱστορικός, μία πολυσχιδὴς προσωπικότητα τοῦ 20ου αιώνα, μὲ ἔμπρακτα κατατεθειμένα τὰ διαπιστευτήρια τῆς φιλοπατρίας καὶ τοῦ Φιλελληνισμοῦ του, χαρακτηρίζει τὶς συνήθεις μέχρι σήμερα, καὶ προερχόμενες ἀπὸ τὸν Κοραή, κατηγορίες εἰς βάρος τοῦ Καποδίστρια, ὡς ‘‘ποταπὲς ἀνοησίες ἄνευ ἀξίας’’, εἶναι ἄραγε λόγος ἱκανὸς νὰ μᾶς κάνει νὰ σκεφθοῦμε ἔξυπνα γιὰ τοὺς λόγους ποῦ ἀπὸ τὴν Ἐπιτροπὴ ‘Ἑλλάδα 2021’ ἐξέλιπαν ἀνάλογες προσωπικότητες;

4. Τὸ ἐκπληκτικὸ γεγονὸς ὅτι, ὁ λόγος ποὺ ὁ Christopher Woodhouse παρακινήθηκε καὶ ἀποφάσισε νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν μελέτη τοῦ φαινομένου Ἰωάννης Καποδίστριας, ἦταν — -κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ ἴδιου τοῦ Γούντχαουζ- οἱ ὑβριστικὲς ἀναφορὲς τοῦ Ἄρη Βελουχιώτη πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Καποδίστρια -τὸν ὁποίο o Βελουχιωτης θεωροῦσε «ἀδίστακτο ξένο τύραννο ὁ ὁποῖος εἶχε διαφθείρει τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀποστερήσει τὸν ἑλληνικὸ λαὸ ἀπὸ τὴν ἀνεξαρτησία γιὰ τὴν ὁποία πολέμησε»- ἐνῶ ταυτόχρονα ὁ Woodhouse καταγράφει τὸν Βελουχιώτη ὡς ἕναν κατὰ βάσιν μᾶλλον θεωρητικό τοῦ Μαρξισμοῦ ποὺ στὰ κηρύγματά του δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἡ πατριωτικὴ ἀφύπνιση τῶν κατακτημένων Ἑλλήνων, ἀλλὰ ἡ προπαγάνδα τῆς Ἐγελιανῆς καὶ Μαρξιστικῆς θεώρησης τῆς Ἱστορίας καὶ ἡ μέσω αὐτῶν ἐπιβολὴ τοῦ ἀπάτριδου Κομμουνισμοῦ, τὸν ὁποῖο βιώνουμε μέχρι τώρα, λέει κάτι σὲ ἐμᾶς σήμερα ἄραγε;

5. Καὶ γιὰ νὰ πᾶμε καὶ λίγο παραπέρα, μήπως ἡ ἔμμεση μέν, προφανής, δὲ ἑτερόκλητη συσχέτιση μεταξὺ Κοραὴ καὶ Βελουχιώτη, ὅπως ἐξάγεται ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω βιογραφικὰ ἀποσπάσματα τοῦ Woodhouse, δὲν ἀπέχει καθόλου ἀπὸ τὴν σημερινὴ ταύτιση τῶν ἐθνομηδενιζόντων ὀπαδῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ ὑπέρμαχων τῆς φιλελεύθερης θεώρησης τοῦ Ἀγώνα τοῦ 1821 γιὰ τὴν Λευτεριά, μὲ τὸν ἀνεκδιήγητο ὄχλο τῶν ἀριστεριζόντων πολεμίων τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας καὶ τῆς ὑπερτρισχιολιόχρονης ἐθνικῆς ὑπόστασης καὶ παράδοσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ;

Ἂς εἶναι αὐτὲς οἱ καταληκτήριες σκέψεις, τὴν παραμονὴ τῆς 25ης Μαρτίου 2021, τόσο ἕνα μικρὸ μνημόσυνο στὴν σπουδαία αὐτὴ προσωπικότητα τοῦ Christopher Woodhouse γιά τὰ ὅσα προσέφερε στὴν Ἑλλάδα, τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὴν ἱστορία του, ὅσο κι ἕνα λυχνάρι ἑορταστικοῦ φωτὸς καὶ πρόσκλησης γιὰ ἐπίγνωση καὶ ὁμόνοια ὅλων τῶν Ἑλλήνων, στὸ ξημέρωμα τῆς μέγιστης Διπλῆς Ἑορτῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τῆς Λευτεριᾶς ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ σκλαβιά, καὶ τῆς Ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν Φθορὰ τοῦ Θανάτου, ποὺ Εὐαγγελίζεται ὁ Ἀρχάγγελος στὴν Παναγία.


Ἡ ἐπανάσταση δέν ἔγινε τό ’21 μονάχα, μά κάθε ὥρα καί στιγμή πού δέν προσκυνάτε, γίνεται μία ἐπανάσταση!...


Ἡ ἐπανάσταση δὲν ἔγινε τὸ ’21 μονάχα, μά κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ πού δὲν προσκυνάτε, γίνεται μία ἐπανάσταση!...

Ἐπιστολή τοῦ στρατηγοῦ Ἰωάννου Μακρυγιάννη πρός τούς Νέους.

Ἀγαπητά μου Παιδιά, μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους ἄξιους καὶ γενναίγους Ἕλληνες πολεμήσαμε καὶ λευτερώσαμε τοῦτο τὸν τόπο ποὺ πατᾶτε ἐσεῖς,

καὶ νὰ στοχάζεστε πὼς τὸν λευτερώσαμε γιὰ σᾶς ποὺ γεννηθήκατε σὲ πατρίδα ἐλεύθερη, γιατί ἐμεῖς λίγο τὴν ἀπολάψαμε, ὅτι, μόλις ἐδιώξαμε τοὺς Τούρκους...

ἀρχίσαμε νὰ τρῶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον κι ἔτσι μᾶς βρῆκαν διαιρεμένους οἱ Μπαυαροὶ καὶ μᾶς τζαλαπάτησαν.

Μὰ ὁ Θεός, τὸ ἔλεός του μεγάλο, δὲν συνερίστη τὰ κρίματά μας καὶ στερίωσε τὸ ἔθνος, ὅπου καταφανίστηκε τόσους χρόνους στὴ σκλαβιὰ καὶ ἦρθε ὁ καιρὸς πάλι νὰ δικαιωθεῖ.

Ὅτι τὸ δίκιο μας μᾶς τὸ ‘δίνε ὂ Θεὸς καὶ τὸ χαλούσαμε ἐμεῖς.

Κι ἀπ’ τὸ λίγο ποὺ δὲν προκάναμε νὰ χαλάσουμε, ἐστερεώθη τὸ ἔθνος αὐτό, ποὺ ἐγέννησε κι ἐσᾶς.

Ἐσεῖς τώρα μάθατε καὶ γράμματα, ὅτι σκολάσατε ἀπὸ τὶς ἀγγαρεῖες καὶ τοὺς κιντύνους καὶ κατατρεγμοὺς ὁπού ‘χαμεν ἐμεῖς – ἐγὼ ἐμεγάλωσα ἀγράμματος, μὲ ἄσπρα τὰ μαλλιά, ὄψιμος ἐπίασα κοντύλι στὸ χέρι μου.

Καὶ τὰ γράμματα ποὺ μάθατε σᾶς δίδαξαν, πὼς εἶστε Ἕλληνες καὶ Χριστιανοὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.

Ἂν ἢθελ’ ἐμεῖς, γιὰ νὰ γλυτώσουμε ἀπὸ τὴν τυραγνία...καὶ τὰ βάσανα, νὰ γίνουμε Τοῦρκοι, ὅπως ἔγιναν καμπόσοι τότε, θὰ σᾶς εἶχαν γεννημένους χανούμισσες κι ὄχι Ρωμαίϊσσες Χριστιανὲς καὶ μὲ τοῦτο θὰ ἤστενε κι ἐσεῖς Τοῦρκοι.

Καὶ θὰ παίρνατε πάνω σας καὶ τὰ κρίματα τοῦ μολεμένου αὐτοῦ Ἔθνους, ποὺ ἐσώριασε τόσα ἀδικοχαμένων καὶ ἀτιμασμένων κουφάρια ἀπάνω στὴ γῆ.

Κι ἂν θέλαμε μεῖς νὰ σεργιανᾶμε μὲ τὲς καρρότσες τῆς βασιλείας, φορτωμένοι τὰ παράσημα, καὶ νὰ μᾶς φυλεύουν οἱ Μπαυαροὶ τιμὲς καὶ περιουσίες, ἢθελ’ ἀφήσομε τὸν Κωλέττη μὲ τοὺς μισσιονάριους καὶ τοὺς ξένους πρέσβεις...

νὰ μᾶς ἀλλάξουνε τὴν πίστη καὶ τότε κι ἐσεῖς θὰ ‘χατε γεννηθεῖ ἀπὸ μάννες Φράγκισες καὶ θὰ κάνατε ἀνάποδα τὸ σταυρό σας.

Καὶ θὰ στοχαζόσασταν ὅτι ἐχρειάστη νὰ χυθεῖ ποτάμι τὸ αἷμα τόσων παλληκαριῶν καὶ ἡρώων της πατρίδος, γιὰ νὰ χάσετε ἐλεύτεροι τὴν πίστη ποὺ εἴχατε σκλαβωμένοι.

Τώρα ὅμως ζεῖτε πάνω σὲ τοῦτο τὸ ματωμένο καὶ καπνισμένο χῶμα καὶ λογαριάζεστε Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ καὶ ὅσοι ἔχετε μέσα σᾶς καρδιὰ καὶ νοῦ, τὸ ‘χετε γιὰ τὴν πιὸ τρανὴ χαρά σας, κορῶνα στὸ κεφάλι.

Νὰ μὴ θαρρεῖτε ὅμως πὼς ἔτσι κοιμηθήκαμε ἀπὸ βραδὶς Τοῦρκοι καὶ ξυπνήσαμε Ἕλληνες. Ἐχρειάστηκε νὰ θυσιάσουμε ἀρετὴ καντάρια καὶ κόπους καὶ αἵματα γι’ αὐτὴ τὴν ἐλευθερία ποὺ ἔχετε ἐσεῖς.

Ὅτι ἡ ἐπανάσταση δὲν ἔγινε τὸ ’21 μονάχα μά κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ ἀπὸ τότε ποὺ πῆρε ὁ Ἀγαρηνὸς τὴν Πόλη, μὲ κάθε σφαγὴ καὶ ἁρπαγὴ καὶ ἀτιμία ποὺ σήκωνε ὁ σβέρκος τοῦ σκλάβου, γιὰ νὰ προσκυνήσει καὶ δὲν προσκύναγε, γίνονταν μία ἐπανάσταση.

Κι ὅλες αὐτὲς οἱ ἐπαναστάσεις γνωστῶν καὶ ἀγνώστων ἡρώων της πίστης καὶ τῆς πατρίδος ἔτρεξαν σὰν τὰ ρυάκια στὸ μεγάλο ράμμα καὶ ἔτσι ἔγινε τὸ ’21 ποὺ ἤθελε ὁ Θεὸς καὶ μᾶς ἔκανε λεύτερους.

Γι’ αὐτό, παιδιά μου, τέτοιες μέρες, ποὺ γιορτάζετε τὸ σηκωμὸ τοῦ γένους, νὰ μνημονεύετε αὐτοὺς τοὺς ἥρωες ποὺ θυσίασαν καὶ τὴ ζωή τους καὶ τὸ βίος τους γιὰ πίστη καὶ πατρίδα κι ἄφησαν τὶς φαμίλιες τοὺς γυμνὲς νὰ διακονεύουν.

Καὶ τούτη τὴν πίστη νὰ τὴ λογαριάζετε ὡς ἕνα τζιβαΐρι ποὺ τὸ κρατᾶ ὁ ἄνθρωπος καὶ περπατεῖ καὶ φόβος εἶναι νὰ μὴν τοῦ πέσει. Καὶ ἡ πατρίδα δὲν εἶναι ἑνὸς οὔτε ὀλίγων ἀλλὰ τὴν ἔχουμε ὅλοι μαζί, ὅτι ὅλοι μαζὶ τὴν ἐλευτερώσαμε.

Ὥστε ἂν ἀμελήσετε τὴν πίστιν ὅπου σας παραδώσαμεν Ὀρθόδοξην Ἀνατολικὴν καὶ σᾶς τὴν κλέψουν, ἂν πέσετε στὲς παραλυσίες καὶ ἀφήσετε τὰ κάστρα ἀφύλακτα καὶ σᾶς τὰ πάρουν...

οὔτε νὰ ζήσετε μπορεῖτε οὔτε νὰ πεθάνετε παρηγοριέστε, ὅτι θὰ βρεῖτε ἐκεῖ ποὺ θὰ πάτε τοὺς γενναίγους πατέρες σας, τὸ Διάκο, τὸν Ὑψηλάντη, τὸν Κολοκοτρώνη, τὸ Δυσσέα, καὶ θὰ σᾶς ζητήσουν τὰ αἵματα πίσω ποὺ χύθησαν γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδος.

Καὶ καθὼς τὰ αἵματα δὲν γυρίζουν πλέον, θὲ νὰ εἶστε καταδικασμένοι.

Ὅθεν, ἀγαπητά μου Ἑλληνόπουλα, κάνετε τὰ καλά σας καὶ μὴ σκολᾶτε τὶς μετάνοιές σας γιὰ τούτη τὴν ἅγια πατρίδα, τηρᾶτε νὰ ‘χετε τὸ νοῦ καθαρὸ καὶ Ὀρθόδοξο καὶ τὸ σῶμα τυραννισμένο, γιὰ νὰ ἀντέχει τοὺς κόπους καὶ νὰ πηγαίνετε τοῦτες τὶς μέρες στοὺς τάφους μας καὶ νὰ στοχάζεστε τὰ χρέη σας. 

Ὅτι ἐμεῖς ἀπὸ μέσ’ ἂπ’ αὐτοὺς τοὺς τάφους μας μια μέρα θ’ αναστηθούμε και θα σας κρίνουμε...


Ἡ ἐπανάσταση δὲν ἔγινε τὸ ’21 μονάχα, μά κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ πού δὲν προσκυνάτε, γίνεται μία ἐπανάσταση!...

Ἐπιστολή τοῦ στρατηγοῦ Ἰωάννου Μακρυγιάννη
πρός τούς Νέους.


Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

Η πνευματική ιερωσύνη λαϊκών και μοναχών.

Η πνευματική ιερωσύνη λαϊκών και μοναχών.

''Ορθόδοξη ψυχοθεραπεία''


Έχουμε ήδη διατυπώσει την σκέψη ότι ο ιερεύς εκτελεί διπλό έργο. Το ένα είναι η λειτουργία των θείων Μυστηρίων και το άλλο η θεραπεία των ανθρώπων, ώστε αξίως να προσέλθουν και να κοινωνήσουν των αχράντων Μυστηρίων.
 
Έχουμε ακόμη υπογραμμίσει ότι υπάρχουν πολλοί ιερείς, οι οποίοι εξωτερικά έχουν ακώλυτη την ιερωσύνη, αλλά ουσιαστικά έχουν μολύνει την ιερωσύνη, και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι δεν μπορούν να θεραπεύσουν. Τελούν μεν τα Μυστήρια και αγιάζονται τα δώρα δι’ αυτών, αλλά δεν μπορούν να θεραπεύσουν τους ανθρώπους ούτε να σώσουν την δική τους ψυχή.
 
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν λαϊκοί και μοναχοί οι οποίοι δεν έχουν την μυστηριακή ιερωσύνη, αλλά μπορούν να θεραπεύσουν τους ανθρώπους, γιατί έχουν την πνευματική ιερωσύνη.

Ακριβώς σ’αυτό το σημείο θέλουμε να επιμείνουμε για λίγο....

Με το άγιο Βάπτισμα και την προσπάθεια να τηρήσουμε τις εντολές του Χριστού όλοι οι Χριστιανοί ενδυόμαστε τον Χριστό και κατ’ αυτόν τον τρόπο μετέχουμε του Βασιλικού, Προφητικού και Αρχιερατικού αξιώματος του Χριστού.

Στα κείμενα της Καινής Διαθήκης διασώζεται αυτή η διδασκαλία. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψή του γράφει: «τω αγαπώντι ημάς και λούσαντι ημάς από των αμαρτιών ημών εν τω αίματι αυτού, και εποίησεν ημάς βασιλείαν, ιερείς τω Θεώ και πατρί αυτού» Αποκ. α’, 5-6). Ο Απόστολος Πέτρος λέγει: «υμείς δε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν» (Α’ Πέτρ. β’, 9). 
 
Και ο Απόστολος Παύλος γράφει προς τους Χριστιανούς της Ρώμης: «Παρακαλώ ουν υμάς, αδελφοί, δια των οικτιρμών του Θεού, παραστήσαι τα σώματα υμών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ, την λογικήν λατρείαν υμών» (Ρωμ. Ιβ’, 1).

Αυτήν την διδασκαλία συναντούμε και σε πολλούς Πατέρας, ότι δηλαδή ο κάθε άνθρωπος είναι ιερεύς του Χριστού, με την έννοια που καθορίσαμε προηγουμένως και θα αναπτύξουμε περισσότερο πιο κάτω. 

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μιλώντας για τον Αβραάμ τον παρουσιάζει και ως ιερέα, γιατί όπου υπάρχει πυρ, θυσιαστήριο και μαχαίρι «τι αμφιβάλλεις υπέρ της ιερωσύνης;» Η θυσία του Αβραάμ ήταν διπλή. Προσέφερε και τον μονογενή του υιό και το πρόβατο, «μάλλον δε προ πάντων την εαυτού γνώμην». Με το αίμα του προβάτου αγίασε την δεξιά του χείρα, με την σφαγή του παιδίου (που είχε την απόφαση να κάνη) αγίασε την ψυχή. «Ούτως εχειροτονήθη ιερεύς, αίματι μονογενούς, θυσία αμνού». 
 
Ακριβώς μετά από αυτό ο ιερός Χρυσόστομος προτρέπει τους ακροατάς του: «Ούτω και συ γίνη Βασιλεύς και ιερεύς, και προφήτης εν τω λουτρώ∙ Βασιλεύς μεν πάσας χαμαί ρίψας τας πονηράς πράξεις, και τα αμαρτήματα κατασφάξας∙ ιερεύς δε, εαυτόν προσενεγκών τω Θεώ, και καταθύσας το σώμα, και σφαγείς και αυτός»[79].

Όλοι οι πιστοί, οι βαπτισθέντες στο όνομα της Αγίας Τριάδος και ζώντες κατά το θέλημα του Αγίου Τριαδικού Θεού, είναι ιερείς, έχουν πνευματική ιερωσύνη. Προτιμούμε τον όρο πνευματική ιερωσύνη από άλλους όρους, όπως γενική ή λαϊκή ιερωσύνη, γιατί αυτήν την ιερωσύνη μπορούν να την έχουν κληρικοί και λαϊκοί και ακόμη γιατί δεν την έχουν όλοι οι βαπτισθέντες, αλλά όσοι έχουν γίνει κατοικητήριο του Αγίου Τριαδικού Θεού. 
 
Την πνευματική ιερωσύνη έχουν οι πιστοί εκείνοι που έχουν νοερά προσευχή και κυρίως όσοι έφθασαν σε τέτοιο βαθμό Χάριτος, ώστε να προσεύχωνται υπέρ όλου του κόσμου. 
 
                                                                               
Αυτή είναι η πνευματική ιερουργία υπέρ της οικουμένης. Οι προσευχές αυτών των ανθρώπων, που θυσιάζονται προσευχόμενοι υπέρ πάντων, κρατούν την οικουμένη και θεραπεύουν τους ανθρώπους. Γιατί με την προσευχή γίνονται εξορκισταί, εκδιώκουν τα δαιμόνια που κυριαρχούν στις ανθρώπινες κοινωνίες. Αυτό είναι το μεγάλο έργο των προσευχομένων αδιαλείπτως υπέρ όλου του κόσμου.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης έχει γράψει γι’ αυτήν την πνευματική ιερωσύνη, που είναι και το ουσιαστικό υπόβαθρο της μυστηριακής ιερωσύνης. 

Γιατί, όπως έχουμε γράψει, όσοι πιστοί θεραπεύονταν και αποκτούσαν την νοερά προσευχή εκλέγονταν για να λάβουν και την ειδική Χάρη της Ιερωσύνης.

Κατά τον άγιο Γρηγόριο η νοερά προσευχή είναι «η μυστική του νοός ιερουργία». Γράφει χαρακτηριστικά: «αρχή της νοεράς προσευχής η ενέργεια, είτ’ ουν η καθαρτική του πνεύματος δύναμις και η μυστική του νοός ιερουργία»[80].
 
Εκείνος που αποκτά το χάρισμα της νοεράς προσευχής αισθάνεται την ενέργεια της Χάριτος μέσα του, η οποία γίνεται καθαρτική, φωτιστική και μυστική. 

Αυτή είναι η εσωτερική ιερωσύνη και η εσωτερική θεία Λειτουργία.

Όσοι φθάνουν σ’ αυτήν την κατάσταση είναι ιερείς. Ιερατείο αληθινό είναι η καρδιά που ενεργείται υπό του Πνεύματος χωρίς λογισμούς. «Ιερατείον αληθινόν και προ της μελλούσης βιώσεως, η χωρίς λογισμών καρδία ενεργουμένη των πνεύματι∙ πάντα γαρ εκεί τελείται και λέγεται πνευματικώς»[81].

Το χωρίο αυτό του αγίου Πατρός μας δίδει την αφορμή να πούμε ότι η πνευματική ιερωσύνη είναι εκείνη που θα περάση στον άλλον αιώνα, στην Βασιλεία των Ουρανών. Χωρίς να θέλουμε να ενδιατρίψουμε στο θέμα του ανεξαλείπτου ή μη της μυστηριακής ιερωσύνης, τονίζουμε την αλήθεια ότι η μυστηριακή ιερωσύνη είναι για τον λαό, για να εξυπηρετή τις ανάγκες του λαού, ενώ η πνευματική ιερωσύνη είναι εκείνη που θα συνεχίση να λειτουργή στο επουράνιο Θυσιαστήριο, στην μέλλουσα ζωή.

Όσοι έχουν αυτήν την πνευματική ιερωσύνη αποτελούν «αληθινόν ιερατείον», που αρχίζει από εδώ «προ της μελλούσης βιώσεως». Μέσα σ’αυτό το ιερατείο μπορούν να υπαχθούν όλες οι κατηγορίες των ανθρώπων, φυσικά και οι γυναίκες.

Γι’ αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία που οι γυναίκες δεν μπορούν, κατά την Ορθόδοξη Παράδοση, να δεχθούν την μυστηριακή ιερωσύνη. 
 
Έχουν την δυνατότητα να γίνουν «το αληθινόν ιερατείον».

Αλλού ο ίδιος (άγιος Γρηγόριος Σιναΐτης) είναι σαφής. «Ιερείς και βασιλείς τη αληθεία χρίονται εν τη ανακαινίσει πάντες οι ευσεβείς, ώσπερ κατά τον τύπον τότε και οι παλαιοί». Οι ιερείς της Παλαιάς Διαθήκης ήταν «τύποι... τη ημετέρα αληθεία», αλλά παρά ταύτα η «ημετέρα βασιλεία και ιερατεία» δεν είναι «ομοιότροπος και ομοειδής»[82].

Όταν ο νους του ανθρώπου ανακαλυφθή, όταν ελευθερωθή από την αιχμαλωσία του και δεχθή την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος, γίνεται «ιερατείον πνευματικόν», και τότε μέσα στο θυσιαστήριο της ψυχής ιερουργεί μυστικώς και μετέχει εν αρραβώνι του αμνού του Θεού. 

 
Εσθίει, το πνευματικό αυτό ιερατείο, τον αμνό του Θεού μέσα στο νοερό θυσιαστήριο της ψυχής, αλλά συγχρόνως γίνεται ως ο αμνός. Έτσι καταλαβαίνουμε καλά ότι, όταν μέσα μας ενεργή η νοερά προσευχή, τότε γίνεται μια ακατάπαυστη θεία Λειτουργία που τρέφει όλη την ύπαρξή μας. 

Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης: « Ιερατείον πνευματικόν εστι προ της μελλούσης υπέρ νουν απολαύσεως, η νοερά του νοός ενέργεια, τον αμνόν μυστικώς εν αρραβώνι του Θεού εν τω της ψυχής θυσιαστηρίω και ιερουργούντος και μετέχοντος∙ εσθίειν δε εστί τον αμνόν του Θεού εν τω νοερώ θυσιαστηρίω της ψυχής, ου το νοήσαι ή μετασχείν μόνον, αλλά και το γενέσθαι ως τον αμνόν κατά την μόρφωσιν εν τω μέλλοντι∙ τους μεν γαρ λόγους ενταύθα∙ τα δε πράγματα των μυστηρίων, εκείσε απολαβείν ελπίζομεν»[83].

Επίσης ο ίδιος άγιος γράφει ότι η Βασιλεία των Ουρανών μοιάζει με θεότευκτο σκηνή «κατά την Μωσαϊκήν, εν δυσί καταπετάσμασι του μέλλοντος αιώνος έχουσα». Και στην πρώτη σκηνή θα εισέλθουν «όσοι ιερείς χάριτος», στην Δευτέρα σκηνή όσοι από εδώ λειτούργησαν «εν τω της θεολογίας γνόφω ιεραρχικώς εν τελειότητι» και όσοι έχουν τελετάρχη και ιεράρχη πρώτον προς την Τριάδα τον Ιησού[84].

Επομένως, όσοι έχουν αποκτήσει το χάρισμα της θεολογίας, όπως αναπτύξαμε πιο πάνω, όσοι δηλαδή μετά την φυσική θεωρία εισήλθαν στον θείο γνόφο, αυτοί είναι ιερείς του Θεού, αποτελούν αυτό το αληθινό και πνευματικό ιερατείο. Και αφού αποτελούν το πνευματικό ιερατείο μπορούν να θεραπεύσουν τους ασθενείς.

Ο Νικήτας ο Στηθάτος διδάσκει ότι, αν κάποιος ιερεύς, διάκονος ή και μοναχός ακόμη μετέχη της θείας Χάριτος, με όλες τις προϋποθέσεις που καταγράφουν οι άγιοι Πατέρες, «ούτος επίσκοπος αληθής», έστω κι αν δεν έχη χειροτονηθή από τους ανθρώπους επίσκοπος και ιεράρχης.

Αντίθετα, όποιος είναι αμύητος αυτής της πνευματικής ζωής είναι «ψευδώνυμος όντως, καν τη χειροτονία μέγα φρονή τω αξιώματι των άλλων απάντων υπερκαθέζηται και καταμωκάται τούτων και κατεπαίρηται»[85].

Πιθανόν να μη ακούγεται καλά η φράση που αναφέραμε προ ολίγου, ότι όσοι «αποτελούν το πνευματικό ιερατείο μπορούν να θεραπεύσουν τους ασθενείς». Όμως η διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου στο σημείο αυτό είναι πολύ αποκαλυπτική.
 
Γράφει ο άγιος ότι το δικαίωμα του δεσμείν και λύειν αμαρτίες είχαν μόνον οι αρχιερείς, οι οποίοι το ελάμβαναν κατά διαδοχήν από τους Αποστόλους. 

Όταν όμως αυτοί αχρειώθηκαν, τότε «εις ιερείς βίον έχοντας άμωμον και χάριτος θείας ηξιουμένους η φρικτή εγχείρησις αύτη προβέβηκεν». Όταν όμως και αυτοί οι ιερείς μαζί με τους αρχιερείς περιέπεσαν σε πνεύματα πλάνης «μετήχθη, ως είρηται, εις τον εκλεκτόν λαόν του Θεού, λέγω δη τους μοναχούς, ουκ εκ των ιερέων ή αρχιερέων αφαιρεθείσα, αλλά ταύτης εαυτούς εκείνων αλλοτριωσάντων»[86].
 
Το δικαίωμα του δεσμείν και λύειν αμαρτίας δεν δόθηκε, κατά τον άγιο Πατέρα, «απλώς ούτως και δια μόνην την χειροτονίαν». Με την χειροτονία δόθηκε στους μητροπολίτας και επισκόπους «ιερουργείν μόνον». Η εξουσία της αφέσεως δόθηκε «μόνοις εκείνοις, όσοις εν ιερεύσι και αρχιερεύσι και μοναχοίς το συγκαταριθμείσθαί εστι τοις των μαθητών του Χριστού χοροίς δια την αγνότητα»[87].
 
Πιστεύουμε πως ο άγιος Συμεών ανέπτυξε αυτήν την διδασκαλία πρώτον, για να τονίση ότι το Μυστήριο της ιερωσύνης δεν μεταδίδει μαγικά την εξουσία της συγχωρήσεως των αμαρτιών στους ανθρώπους, αν ο άνθρωπος δεν έχη την πνευματικής εσωτερική ιερωσύνη, δεύτερον, για να παρουσιάση την άθλια κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Κλήρος της εποχής του, τρίτον, για να υπογραμμίση αξία της πνευματικής ιερωσύνης, που είναι η νοερά προσευχή και η θεωρία του Θεού, που δυστυχώς τότε, όπως και σήμερα, παραθεωρείται και τέταρτον, γιατί ο ίδιος είχε προσωπική εμπειρία του θέματος από την άποψη ότι ο Γέροντάς του, που δεν είχε χειροτονηθή από αρχιερέα, είχε την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος και την δυνατότητα να συγχωρή αμαρτίες. 
 
Ωστόσο ο Γέροντάς του, δηλαδή ο Συμεών ο Ευλαβής, δεν παραθεωρούσε το Μυστήριο της Ιερωσύνης. Γράφει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: η Χάρη του δεσμείν και λύειν αμαρτίας δίδεται «τοις θέσει ούσιν υιοίς και αγιοίς δούλοις αυτού. Τοιούτω και αυτός εγώ εμαθήτευσα πατρί χειροτονίαν εξ ανθρώπων μη έχοντι, αλλά χειρί με Θεού είτ’ ουν Πνεύματι εις μαθητείαν εγκαταλέξαντι και την εξ ανθρώπων χειροτονίαν δια τον παρακολουθήσαντα τύπον καλώς λαβείν με κελεύσαντι, πάλαι υπό του Αγίου Πνεύματος επί τούτο σφοδρώ ποθώ κινούμενον... Εκείνος ακούσας τας του Χριστού (εντολάς) γέγονε μέτοχος της χάριτος και των δωρεών αυτού και την εξουσίαν του δεσμείν και λύειν τα αμαρτήματα παρ’ αυτού έλαβε, τω Αγίω Πνεύματι πυρωθείς»[88].
 
Όταν λέμε άφεση αμαρτιών πρέπει να την εννοούμε κυρίως ως θεραπεία παθών. Έτσι βλέπουμε καθαρά σήμερα ότι «χαριτωμένοι» μοναχοί, χωρίς να έχουν ιερωσύνη μυστηριακή, μας θεραπεύουν. 
                                                                                

Διορατικοί όντες, αντιλαμβάνονται το πρόβλημα που μας βασανίζει, μας δίδουν φάρμακο και τρόπο θεραπείας και έτσι θεραπευόμαστε από αυτό που εσωτερικά μας απασχολούσε. Η ύπαρξη τέτοιων αγίων ανθρώπων είναι παρηγοριά του λαού.
 
Αναζήτηση θεραπευτών
 
Ερχόμαστε τώρα στην τέταρτη ενότητα αυτού του κεφαλαίου, που είναι η αναζήτηση των θεραπευτών. Αφού συνειδητοποιήσουμε την ασθένεια την πνευματική καθώς επίσης και την μεγάλη αξία των ιερέων – θεραπευτών πρέπει να τους αναζητήσουμε για να απαλλαγούμε από τα έλκη της ψυχής μας. Χρειάζεται πραγματικά μεγάλος αγώνας για να βρεθούν αυτοί οι αληθινοί ηγέτες του λαού, οι ιατροί των ψυχών και των σωμάτων, αφού μάλιστα πολλές ασθένειες σωματικές οφείλονται στις πνευματικές.
 
Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς σε ομιλία του «εις το της Καινής Κυριακής ευαγγέλιον» συνιστά: κάθε Χριστιανός, μετά τον εκκλησιασμό, κατά την ημέρα της Κυριακής, «ζητείτω μετ’ επιμελείας» κάποιον που, μιμούμενος τους Αποστόλους οι οποίοι βρίσκονταν μέσα στο υπερώο μετά την Σταύρωση του Χριστού, «κατάκλειστος ως τα πολλά διαμένει δια της εν ησυχία προσευχής και ψαλμωδίας και της άλλης καταλλήλου διαίτης παθών τον Κύριον». 
 
Ας προσέλθη τότε σε εκείνον, ας εισέλθη με πίστη στον οικίσκο εκείνου «καθάπερ ουράνιόν τινα χώρον ένδον έχοντα την αγιαστικήν του Πνεύματος δύναμιν», ας παρακαθήση με τον ένοικο, ας παραμείνη μαζί του και ας ρωτήση «περί Θεού και των θείων», μαθαίνοντας με ταπείνωση και επικαλούμενος την ευχή του. Τότε, λέγει ο άγιος, γνωρίζω καλά ότι θα έλθη σ’ αυτόν αοράτως ο Χριστός «και την ειρήνην ένδον τω λογιζομένω της ψυχής παρέξει και τη πίστει προσθήσει και τον στηριγμόν επιδώσει και μετά των εκλεκτών κατατάξει κατά τον καιρόν εν τη Βασιλεία των ουρανών»[89].
 
Χρειάζεται αναζήτηση τέτοιου πνευματικού πατρός. Στο σημείο αυτό είναι αξιοπρόσεκτα τα όσα λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Να παρακαλής, λέγει, τον Θεό όπως δείξη άνθρωπον «τον καλώς ποιμάναντά σε δυνάμενον» εις τον οποίον οφείλεις υπακοή. Οφείλουμε να κάνουμε υπακοή σ’ αυτόν που μας υπέδειξε ο Θεός «μυστικώς δι’ εαυτού ή φανερώς δια δούλου αυτού» και να τον σεβαστούμε «ως αυτόν τον Χριστόν»[90].
 
Στον πνευματικό πατέρα, τον απαθή, που ο Θεός υπέδειξε σε μας, πρέπει να έχουμε τέτοια εμπιστοσύνη, όση εμπιστοσύνη και αγάπη τρέφει ο άρρωστος στον ιατρό του, αναμένοντας από αυτόν την ίαση και θεραπεία. Μάλλον πρέπει να έχουμε περισσότερη εμπιστοσύνη και αγάπη, όταν ληφθή υπ’ όψη η διαφορά μεταξύ ψυχής και σώματος. Στον πνευματικό βρίσκεται αυτός ο Ίδιος ο Χριστός. Είναι «το στόμα του Θεού».
 
Στην συνέχεια ο άγιος Συμεών προσαρμόζει την στάση των Αποστόλων προς τον Χριστό με τη στάση που πρέπει εμείς να έχουμε στον πνευματικό πατέρα, διότι έτσι θα έλθη η θεραπεία της ψυχής μας. Όπως ακολούθησαν οι Απόστολοι τον Χριστό, έτσι να κάνουμε και εμείς. Όταν ατιμάζουν και περιφρονούν τον πνευματικό δεν πρέπει να τον εγκαταλείπουμε. Και όμως ο Πέτρος έλαβε την μάχαιρα και απέκοψε το ωτίον, «λάβε την μάχαιραν και την χείρα εκτείνας, μη το ωτίον μόνον αλλά και την χείρα και την γλώσσαν απόκοψον του επιχειρούντος λέγειν κατά του σου πατρός ή αυτού άπτεσθαι».
 
Εάν τον αρνηθής, να κλαύσης ως ο Πέτρος. Εάν τον δης, λέγει ο άγιος, να σταυρώνεται, τότε αν μπορής «συναπόθανον» μετ’ αυτού. Αν αυτό είναι αδύνατον τότε μη προστεθής στους προδότας και κακούργους. «Εάν αφεθή των δεσμών, πάλιν πρόσελθε και ως μάρτυρα αυτόν σεβάσθητι∙ ει δε συναποθάνη τοις πειρασμοίς, το σώμα αυτού παρρησιαζόμενος ζήτησον∙ και τίμησον περισσότερον μάλλον ή ότε εμψυχομένω παρίστασο και μύροις αλείψας πολυτελώς ενταφίασον»[91].
 
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι τον πνευματικό πατέρα, τον θεραπευτή, τον θέτει στην θέση του Χριστού.
 
Ο άγιος Συμεών χρησιμοποιεί και ένα τύπο προσευχής με την οποία πρέπει να προσευχόμαστε για την εύρεση του καταλλήλου πνευματικού οδηγού, που θα μας προσφέρη την ίαση την πνευματική.
 
«Κύριε, ο μη θέλων τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν, ο κατελθών δια τούτο επί της γης, ίνα τους κειμένους και τεθανατωμένους υπό της αμαρτίας εξαναστήσης και σε κατιδείν αυτούς, το φως το αληθινόν, ως ιδείν ανθρώπω δυνατόν, καταξιώσης, πέμψον μοι άνθρωπον γινώσκοντά σε, ίνα ως σοι δουλεύσας αυτώ και πάση δυνάμει μου υποταγείς και το σον εν τω εκείνου θελήματι ποιήσας θέλημα, ευαρεστήσω σοι τω μόνω Θεώ και καταξιωθώ σου καγώ της βασιλείας σου ο αμαρτωλός»[92].
 
Αν κατ’ αυτόν τον τρόπο προσεύχεται ο Χριστιανός, τότε ο Θεός θα φανερώση τον κατάλληλο γι’ αυτόν πνευματικό πατέρα για να επιμεληθή τις ασθένειες και τα τραύματα της ψυχής του.
 
Βέβαια πρέπει να μη παραβλέψη κανείς ότι τέτοιοι θεραπευτές, όπως στην εποχή του αγίου Συμεών έτσι και σήμερα, είναι σπάνιοι. «Σπάνιοι γαρ ως αληθώς και μάλιστα άρτι οι καλώς ποιμαίνειν και ιατρεύειν ψυχάς λογικάς επιστάμενοι»[93].
 
Συμπερασματικά πρέπει να λεχθή ότι είναι ανάγκη να αναζητήσουμε και να βρούμε τέτοιους επιστήμονες ιατρούς, θεραπευτάς ή και νοσοκόμους ακόμη, για να ιαθούμε πνευματικά. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος θεραπείας. 
 
Ο Θεός είναι ο πραγματικός θεραπευτής μας, αλλά και οι φίλοι του Χριστού, οι άγιοι στους οποίους κατοικεί ο Ίδιος ο Τριαδικός Θεός. 
 
__________________________________________ 
 
''Η πνευματική ιερωσύνη...'' - Ορθόδοξη ψυχοθεραπεία
 
[79] ένθ. ανωτ. 61, 417

[80] Φιλοκαλία Δ’, 51, ρια’

[81] αγ. Γρηγορίου Σιναΐτου: Φιλοκαλία, ένθ. ανωτ. σελ 31, ζ’

[82] Φιλοκαλία, ένθ. ανωτ. σελ. 61, ρλγ’

[83] ένθ. ανωτ. σελ. 51, ριβ’

[84] ένθ. ανωτ. σελ. 37, μγ’

[85] Γεωργίου Μαντζαρίδου: Παλαμικά, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 279-280

[86] Αρχιεπ. Βασιλείου Κριβοσέΐν: Μέσα στο Φως του Χριστού, εκδ. «Το περιβόλι της Παναγίας», Θεσ/νίκη 1983, σελ. 177

[87] ένθ. ανωτ, σελ. 179

[88] ένθ. ανωτ. σελ. 180-181

[89] Γρηγορίου Παλαμά έργα, Ε.Π.Ε. τόμος 9, σελ. 512-514

[90] S C 104, σελ. 334

[91] ένθ. ανωτ. σελ. 340-342

[92] ένθ. ανωτ. 129, 186-188

[93] ένθ. ανωτ. 104, 346

                                                                           
egolpio.wordpress.com

Η εμπειρία ως βάση της Ορθοδόξου θεολογίας ~ π. Ιωάννου Ρωμανίδη

Η εμπειρία ως βάση της Ορθοδόξου θεολογίας
"Εμπειρική Δογματική'', Η Ορθοδοξία ως θετική επιστήμη 

~ π. Ιωάννης Ρωμανίδης

Η θεολογία δεν συγκαταλέγεται στις θεωρητικές επιστήμες, δηλαδή την φιλοσοφία και την μεταφυσική, αλλά στις πρακτικές θετικές επιστήμες. Και αυτό συμβαίνει γιατί στην Ορθόδοξη θεολογία, όπως και στις θετικές επιστήμες, υπάρχει η παρατήρηση και το πείραμα. Παρατηρείται ένα γεγονός, φθάνει κανείς στην θεωρία και στην συνέχεια έχει την δυνατότητα να επαλήθευση την θεωρία.

«Ο επιστήμων βλέπει αυτό που γνωρίζει, που μελετάει και αποκομίζει από εμπειρία γνώσεις περί αυτού του πράγματος. Η γνώση είναι καθαρά εμπειρική σε όλες τις θετικές επιστήμες. Κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας, το ίδιο συμβαίνει στην θεολογία».

Έτσι, νοούμε ότι οι Άγιοι Πατέρες δεν ήταν φιλόσοφοι μεταφυσικοί, αλλά θετικιστές εμπειρικοί, δηλαδή ζούσαν τον φωτισμό και την θέωση.

«Συμφωνούμε απόλυτα, ότι είμαστε θετικισταί. Δεχόμαστε μόνο εμπειρικά φαινόμενα και τίποτε άλλο. Είμεθα απόλυτα σύμφωνοι σ' αυτό. Γιατί, οι Πατέρες μόνο εμπειρικά φαινόμενα εδέχοντο. Γι’ αυτό, ο φωτισμός είναι καθαρά εμπειρική κατάσταση και τίποτε άλλο. Η θέωση εξ ίσου είναι εμπειρική κατάσταση. Και όλη η θεολογία της Εκκλησίας εκπηγάζει από αυτές τις εμπειρικές καταστάσεις».

Το παράδειγμα του αστρονόμου και του μικροβιολόγου είναι χαρακτηριστικό. Δείχνει ότι η επιστήμη τους είναι εμπειρική και όχι στοχαστική. Μέσα από αυτήν την προοπτική μπορούμε να δούμε την Ορθόδοξη θεολογία.

«Ένας γίνεται αστρονόμος, όταν ξέρη να χειρίζεται το τηλεσκόπιο. Και αυτός είναι ο αστρονόμος. Εκείνος που ξέρει και διαβάζει τον χάρτη των άστρων και των ουρανίων σωμάτων, ξέρει να τα εντοπίσει, ξέρει να τα δη με το τηλεσκόπιο, ξέρει να τα μελετήσει κλπ. Εκείνος που βλέπει και έχει την επιστήμη του να βλέπει, αυτός είναι ο αστρονόμος. Μικροβιολόγος είναι εκείνος, ο οποίος με το μικροσκόπιο ξέρει να εντοπίσει μικρόβια. Εκείνος που βλέπει, εκείνος που έχει την εμπειρία, εκείνος είναι επιστήμων.

Λοιπόν, όπως είναι στις άλλες επιστήμες, εκείνος που έχει την γνώση και την εμπειρία και την τέχνη της επιστήμης του είναι επιστήμων, έτσι και στην θεολογία εκείνος που βλέπει, ως φωτισμένος, εκείνος που έχει τα όμματα του φωτισμού, έχει την εμπειρία του φωτισμού, την νοερά προσευχή, την αέναον μνήμη του Θεού κ.ο.κ, αυτός είναι ο θεολόγος».

Έτσι και η Ορθόδοξη θεολογία δεν είναι στοχαστική, αλλά θετική επιστήμη και έχει πείραμα και παρατήρηση-θεωρία.

«Η θεολογία είναι μια θετικότατη επιστήμη, διότι είναι εμπειρικός ο τρόπος έλεγχου. Όπως είναι το πείραμα σε όλες τις θετικές επιστήμες, έτσι υπάρχει και το πείραμα στην Ορθόδοξη θεολογία. Και υπάρχει πειραματήριον και υπάρχουν κριτήρια, υπάρχει έλεγχος με μεγάλη ακρίβεια, για να ξέρουμε ποιος έχει φθάσει σε αυτές τις καταστάσεις».

Στις ανθρώπινες επιστήμες η περιγραφή των παρατηρήσεων αποβλέπει στην επανάληψη και επαλήθευση από αυτούς που επιθυμούν να λάβουν πείρα και γνώση.

«Σε κάθε επιστήμη γίνεται περιγραφή πειραμάτων και τα δεδομένα μιας επιστήμης περιγράφονται σε βιβλία. Από το ένα μέρος έχουμε έκφραση παρατηρήσεων, έχουμε περιγραφή παρατηρήσεων, πειραμάτων. Από το άλλο μέρος ο σκοπός αυτής της περιγραφής είναι να οδηγηθούν και οι άλλοι στην ίδια παρατήρηση. Οπότε, έχουμε παρατήρηση, περιγραφή της παρατηρήσεως, με σκοπό να οδηγηθούμε πάλι στην ίδια παρατήρηση.

Ένας αστρονόμος περιγράφει ένα μέρος των αστέρων, δηλαδή, έχω την περιγραφή, έχω και χάρτη, ίσως και φωτογραφία, και χρησιμοποιώντας το τηλεσκόπιο, επαναλαμβάνω και εγώ την εμπειρία την οποία είχε ο προηγούμενος. Δηλαδή, εκείνος είχε την εμπειρία και την περιέγραψε. Ο σκοπός της περιγραφής είναι και να μου αποδώσει το τι είδε, αλλά και να με καταστήσει δυνατόν να δω κι εγώ είτε με την φαντασία μου ή με μία φωτογραφία ή με το τηλεσκόπιο. Οπότε, ο σκοπός της περιγραφής είναι η επανάληψη. Παρατήρηση, περιγραφή, επανάληψη της παρατηρήσεως.

Το ίδιο ακριβώς είναι η πατερική παράδοση. Οι παρατηρηταί είναι οι Θεούμενοι, έχουν την θεοπτία, περιγράφουν και σκοπός της περιγραφής είναι η επανάληψη της παρατηρήσεως, δηλαδή θέωση, έκφραση Θεώσεως, με σκοπό να φθάσουμε και οι άλλοι στην θέωση. 

Λοιπόν, είναι ακριβώς η ίδια επιστημονική μέθοδος που υπάρχει σ' όλες τις θετικές επιστήμες και στην Ορθόδοξη θεολογία. Με την διαφορά ότι, ενώ στις θετικές επιστήμες το περιγραπτόν είναι περιγραπτόν, στην Ορθόδοξη θεολογία το περιγραπτόν είναι απερίγραπτον. Αυτό είναι το πρόβλημα δηλαδή, διότι ο Θεός δεν ομοιάζει με τίποτα το κτιστόν και δεν υπάρχει καμία ομοιότης μεταξύ του Ακτίστου και του κτιστού.

Οπότε, υπάρχει η εμπειρία της Θεώσεως που είναι η θεοπτία, αλλά αυτό που παρατηρεί κανείς είναι απερίγραπτον και, επομένως, περιγράφεται κατά τέτοιον τρόπο που να φαίνεται ότι είναι απερίγραπτον. Και τονίζουν συνέχεια οι Πατέρες ότι ο Θεός ο απερίγραπτος και απερίγραπτος και απερίγραπτος... 

Αλλά όμως Τον περιγράφουν. Τον περιγράφουν με αυτά τα νοήματα, τα οποία έχουν συμβολικόν χαρακτήρα, και βέβαια γι’ αυτό έχουμε και την αποφατική θεολογία, διότι κάθε θέση έχει και την άρνηση της. Όχι διότι ο Θεός είναι θέση και άρνηση, αλλά διότι ο Θεός υπερβαίνει και την θέση και την άρνηση κ.ο.κ. ».

Οι Θεούμενοι έχουν προσωπική εμπειρία του Θεού, βλέπουν την δόξα του Θεού. Όμως, επειδή υπάρχει διαφορά μεταξύ κτιστού και Ακτίστου και επειδή ο Θεός και φανερούμενος παραμένει μυστήριο και απερίγραπτος, γι’ αυτό η Ορθόδοξη θεολογία είναι αποφατική, όχι όμως αγνωστικιστική. Σε αυτό διαφέρει η Ορθόδοξη θεολογία από τις επιστήμες.

«Στις άλλες επιστήμες, αυτό που περιγράφεται είναι περιγραπτό και ό,τι μπορεί κανείς να περιγράψει, είναι χρώματα, είναι σχήματα, είναι μαθηματικά σύμβολα κλπ. Και μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτό το πράγμα. Ξέρεις ότι υπάρχει εν κινήσει και έχει όγκο, βάρος, ταχύτητα κλπ. 

Στην θεολογία αυτό που βλέπει κανείς στην θέωση, εκτός από την ανθρώπινη φύση του Χριστού, είναι απερίγραπτο. Δεν έχει καμιά ομοιότητα με τίποτα το κτιστό. Δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα ώστε να μπορείς με το όμοιο να περιγράψεις το όμοιο. Ούτε χρώμα έχει ούτε σχήμα έχει ούτε μέγεθος ούτε ύψος ούτε βάρος, τίποτα. 

Δεν έχει τίποτα το κοινό με ο,τιδήποτε το κτιστόν, όλα αυτά που ξέρουμε με την εμπειρία μας, με την αφή, με την όσφρηση, με τα μάτια μας, με την λογική μας, με τα αυτιά μας, ο,τιδήποτε εμπειρία έχουμε είτε σωματική είτε λογική. Αυτό που λέγεται Θεός είναι τελείως διαφορετικό. Καμία ομοιότης.

Οι Πατέρες το τονίζουν και το ξανατονίζουν. Και από πού το ξέρουν ότι δεν έχει καμία ομοιότητα; Από την εμπειρία. Η ίδια η εμπειρία της Θεώσεως τους εδίδαξε ότι δεν έχει καμία ομοιότητα. Ούτε σκότος είναι ούτε φως είναι. Και έχουμε όλα αυτά τα ωραία της αποφατικής θεολογίας. Σε αυτό ακριβώς είναι η διαφορά με τις θετικές επιστήμες. Οι θετικές επιστήμες ασχολούνται με περιγραπτά και η θεολογία με κάτι το απερίγραπτο.

Οπότε, το κριτήριο της Ορθοδόξου θεολογίας δεν είναι η όμορφη γλώσσα που χρησιμοποιούμε όταν μιλάμε για την αποφατική θεολογία. Υπάρχουν μερικοί που πετάνε λόγια, που χρησιμοποιούν την ωραία γλώσσα της αποφατικής θεολογίας και έχει μεγάλη ποίηση ξέρετε αυτή η γλώσσα, συγκλονίζει αυτός ο τρόπος της σκέψεως.

Αλλά μερικοί συγκλονίζονται από τις ιδέες της αποφατικής θεολογίας και δεν ξέρουν πού είναι τα θεμέλια αυτής της θεολογίας. Και θεολογούν αποφατικά. Και έχει καταντήσει να είναι μια ωραία συρραφή από ωραίες σκέψεις και λέξεις. Αυτό εννοώ, ότι έχει ταυτισθεί η θεολογία με ωραιολογία».

Το θεμέλιο της Ορθοδόξου θεολογίας είναι η εμπειρία της αποκαλύψεως και όχι ο στοχασμός. Και από την εμπειρία προέρχεται η καταφατική και η αποφατική θεολογία.

«Τα θεμέλια της καταφατικής και αποφατικής θεολογίας δεν έχουν καμία σχέση με τον στοχασμό του ανθρώπου, αλλά προέρχονται από την ίδια την εμπειρία της Θεώσεως, οπότε διαπιστούται από την εμπειρία αυτή, ότι μεταξύ του κτιστού και του Ακτίστου δεν υπάρχει καμία ομοιότης. Αυτό είναι το θεμέλιο αυτής της θεολογίας, το οποίο θεμέλιο βασίζεται στην αποκάλυψη. Δεν βασίζεται στον στοχασμό του ανθρώπου.

Επομένως, εξ αιτίας αυτής της εμπειρίας της Θεώσεως, ο άνθρωπος, ως παρατηρητής, αφού εξακριβώνει από την εμπειρία του, γνωρίζει ότι δεν υπάρχει ουδεμία ομοιότης μεταξύ του κτιστού και του Ακτίστου και ότι το Άκτιστον δεν ανταποκρίνεται σε κανένα νόημα το οποίο μπορεί ο άνθρωπος να συλλάβει μέσα στο μυαλό του. 

Βέβαια, μιλώντας για τον Θεό, για λόγους πνευματικής καθοδηγήσεως είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποίηση την γλώσσα την καταφατική. Αλλά, για να μη ταυτισθεί ποτέ ο Θεός με τις καταστάσεις αυτές, εφ’ όσον δεν ταυτίζεται με τα νοήματα, που μπορεί να έχει ο άνθρωπος, γι’ αυτόν τον λόγο και διορθώνονται οι καταφάσεις με αποφάσεις. Και έχουμε κατάφαση και απόφαση σε όλα τα θέματα όπως για παράδειγμα λέμε ότι ο Θεός οράται αοράτως και γινώσκεται αγνώστως κλπ.».

Οι Άγιοι έφθασαν στην θέωση και γι’ αυτό έχουν ταυτότητα εμπειριών και ίδια γνώση του Θεού.

«Οι άνδρες των θετικών επιστημών ερευνούν ένα ορισμένο αντικείμενο είτε γιατροί είναι, μαθηματικοί, γεωλόγοι, γεωπόνοι κ.ο.κ., και αυτά τα περιγράφουν με ρήματα και νοήματα. Όταν γράφουν, δηλαδή, αυτά ανταποκρίνονται με τις εμπειρίες που ημπορεί να έχει ο κάθε ένας, ο οποίος θέλει ν' ασχοληθεί με εκείνη την επιστήμη.

Υπάρχει μία ταυτότης εμπειριών, γι’ αυτό και όταν γράψει ένας γεωλόγος, μηχανολόγος, δεν ξέρω, ας πούμε, στη Ρωσία, αυτά που γράφει εκείνος, όταν μεταφραστούν σε ξένες γλώσσες, τα διαβάζει ένας Γάλλος, Γερμανός, Αμερικανός, καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο.

Αυτό γίνεται σε όλες τις θετικές επιστήμες, γι’ αυτό και υπάρχει μια κοινή γλώσσα που καθρεφτίζει την εμπειρία διαφόρων επιστημόνων. Όταν ένας περιγράφει ένα πείραμα στην άκρη του κόσμου, περιγράφει το πείραμα του και λέει ότι έκανα αυτό και αυτό. Μετά ο άλλος, αν δεν έχει εμπιστοσύνη σε αυτά που γράφει, επαναλαμβάνει το ίδιο το πείραμα, ακριβώς όπως το περιγράφει εκείνος, και έχει το ίδιο αποτέλεσμα. 

Και εφόσον όλοι έχουν τα ίδια αποτελέσματα, συμφωνούν όλοι ότι αυτή η ανάλυση αυτής της πραγματικότητος είναι η σωστή ανάλυση. Και επικρατούν ορισμένες απόψεις, που είναι άσχετες με θρησκευτικές πεποιθήσεις ή πολιτικές πεποιθήσεις ή κοινωνιολογικές πεποιθήσεις κ.ο.κ., τελείως άσχετα δηλαδή.

Λοιπόν, όλος αυτός ο τρόπος ερεύνης εντάσσεται σε αυτό που λέμε θετικές επιστήμες, γιατί οι θετικές επιστήμες καθρεφτίζουν μια γνώση που ελέγχεται από επαναληπτικές ενέργειες, συνθέσεις πραγμάτων που βγάζουν ένα ορισμένο αποτέλεσμα. Και αυτό το αποτέλεσμα αποδεικνύει ότι είναι σωστή η μέθοδος».

Στις επιστήμες, η πείρα των ερευνητών επιστημόνων μεταβιβάζεται και στους μαθητές τους. Η εμπειρική γνώση κάνει έναν κύκλο. Το ίδιο παρατηρείται και στην Ορθόδοξη θεολογία, με την διαφορά ότι υπάρχουν βαθμοί γνώσεως, καθώς επίσης η θέα του Θεού είναι ακατανόητη και απερίγραπτη.

«Έχουμε ένα κύκλο, όπως έχουμε στην αστρονομία. Ο πρώτος βλέπει με το τηλεσκόπιο του Mount Wilson και είδε για πρώτη φορά 200 γαλαξίες, που πριν νομίζανε ότι υπάρχει μόνο ένας. Εθέσανε σε λειτουργία το τηλεσκόπιο, φωτογραφίσανε και όλοι με την πρώτη φορά είδαν διακόσιους γαλαξίες. Τώρα έχουν βρει κάπου εκατό χιλιάδες γαλαξίες. Ο αστρονόμος Χάμπελ, που πρώτος χειρίστηκε το τηλεσκόπιο, είχε μια εμπειρία με αυτά που είδε. Αυτή η εμπειρία γίνεται και εμπειρία των διαδόχων του.

Έχουμε την εμπειρία, έχουμε την έκφραση της εμπειρίας, έχουμε την επανάληψη της εμπειρίας και, μετά, στην αστρονομία και τις θετικές επιστήμες, έχουμε και βαθύτερα εμπειρία. Γιατί; Διότι, όσο καλύτερο όργανο φτιάχνουμε, τόσο καλύτερες εμπειρίες θα έχουμε και τόσο ευρύτερες εμπειρίες θα έχουμε στις θετικές επιστήμες.

Στην θεολογία όμως, δεν έχουμε αυτά τα είδη γνώσεων. Διότι το αντικείμενο είναι απερίγραπτο. Δεν είναι περιγραπτό. Ούτε είναι κτιστό, ώστε να μπορούμε με κτιστά όργανα να γνωρίσουμε το άκτιστο. Αλλά, ο άνθρωπος, φυσιολογικά, έχει το όργανο που λέγεται νους, με το οποίο ετοιμάζεται για να έχει την εμπειρία της Θεώσεως.

Όταν, όμως, φθάνει στην εμπειρία της Θεώσεως, επειδή δεν υπάρχει καμία ομοιότητα μεταξύ του Ακτίστου και του κτιστού, το άκτιστο παραμένει μυστήριο και παραμένει απερίγραπτο. Ο άνθρωπος αυτός γίνεται θεατής του απερίγραπτου, το οποίο δεν μπορεί να το περιγράψει και να θέλει να το περιγράψη· δεν μπορεί να το καταλάβει και να θέλει να το καταλάβει. 

Είναι και ακατανόητο. Είναι μυστήριο απερίγραπτο κ.ο.κ. Απλώς, το βλέπει κανείς. Γι’ αυτόν τον λόγο, το επαναληπτικό μέρος είναι πάντοτε επανάληψη της ίδιας πραγματικότητας, με τα ίδια όρια κ.ο.κ.

Η μόνη διαφορά είναι, ότι μερικοί φθάνουν μόνο στον φωτισμό και δεν φθάνουν στην θέωση, άλλοι έχουν μία έλλαμψη, ή δυο, τρεις ελλάμψεις, άλλοι φθάνουν όχι μόνο στην έλλαμψη, αλλά και στην θέα. 

Άλλος, μπορεί να φθάσει και στην διαρκή θέα. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες, συνέχεια περιπατώντας να έχει διαρκή θέα της δόξης του Θεού κ.ο.κ.

Οπότε, στην ένταση μπορεί να διαφέρει η εμπειρία, αλλά στην περιγραφικότητα δεν διαφέρει. Διότι, όσα μπορεί να πει ο ένας στην έλλαμψη, το λέει κι ο άλλος στην θέα ή την διαρκή θέα. Και πάλιν ο Θεός είναι απερίγραπτος, πάλι ασύγκριτος κ.ο.κ. Είναι αυτό που είναι. Η εμπειρία, δηλαδή, είναι η ίδια».

Από αυτό φαίνεται καθαρά ότι η γνώση που έχουν οι Άγιοι στηρίζεται στην προσωπική τους πείρα και όχι στην λογική και την φαντασία. Συμβαίνει ό,τι και στην επιστημονική γνώση που προηγείται το πείραμα, η παρατήρηση και από εκεί εξάγεται η γνώση. Γι’ αυτό και οι Άγιοι αναγνωρίζονται μεταξύ τους, ο ένας καταλαβαίνει τον άλλον.

«Υπάρχει ένας βιολόγος στη Ρωσία, βλέπει με το ηλεκτρονικό του μικροσκόπιο ένα μικρόβιο, κάτι στο κύτταρο, πώς συντίθεται κλπ, το περιγράφουν τώρα βέβαια και το φωτογραφίζουν κιόλας με τα ηλεκτρονικά μέσα που έχουν κλπ. Δεν είναι ανάγκη πλέον να το περιγράψεις· το φωτογραφίζουν μέσω των ηλεκτρονικών μηχανημάτων. 

Και το ίδιο πράγμα που βλέπει ένας στη Ρωσία, το βλέπει και ο άλλος στην Αμερική. Ακριβώς το ίδιο πράγμα. Και όποιοι έχουν τα μηχανήματα βλέπουν τα ίδια πράγματα και κάνουν τις αναλύσεις τους και φθάνουν στα ίδια συμπεράσματα, με την ίδια περιγραφή κ.ο.κ.


Το ίδιο συμβαίνει και στην πατερική θεολογία. Και στις δύο παραδόσεις (Ανατολή και Δύση), έχουν την ίδια εμπειρία του φωτισμού και της Θεώσεως, και, όταν θα συναντηθούν, ο ένας θα γνωρίζει τον άλλον. Όπως κάνει ένας βιολόγος με έναν άλλο βιολόγο, ένας μαθηματικός με έναν άλλο μαθηματικό κ.ο.κ. Γιατί; Διότι έχουν όλοι την ίδια εμπειρία.

Γι’ αυτό και οι Πατέρες λένε ότι, εάν βασισθούν επάνω στην λογική, τότε συνέχεια θα μαλώνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, διότι ο καθένας, με την λογική του, βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Εάν η λογική δεν διορθώνεται από την πείρα, από την εμπειρία, από την παρατήρηση, είναι ένα αδέσποτο πράγμα δηλαδή, ο καθένας φαντάζεται ό,τι θέλει».

Τα αποτελέσματα της εμπειρίας της Θεώσεως είναι θεόπνευστα και αλάθητα, οπότε οι έχοντες θεία εμπειρία είναι θεόπνευστοι.

«Η εμπειρία της θεοπτίας κάνει θεόπνευστο τον άνθρωπο, ώστε να γράφει θεόπνευστα πράγματα. Και διερωτώμαι: Αυτό τι διαφέρει από έναν αστρόπνευστο αστρονόμο δηλαδή, ο οποίος βλέποντας τα άστρα έχει την εμπειρία των άστρων και περιγράφει τα άστρα; Οπότε, είναι αστρόπνευστος, δηλαδή. Δεν είναι μηχανική η αστροπνευστία. 

Βλέπει με τις αισθήσεις του, παρατηρεί η λογική του, κάνει μια ταξινόμηση της εμπειρίας του και κάνει την περιγραφή ο άνθρωπος. Αυτό το κάνανε όλοι οι επιστήμονες. Σε τι διαφέρουν από τους σημερινούς θετικούς επιστήμονες σε αυτό τον τομέα, οι βιολόγοι, χημικοί, κλπ, κλπ, κλπ, εξ απόψεως περιγραφικής αναλύσεως;

Και ο θεόπτης αυτό που βλέπει, χωρίς να βλέπει -διότι βλέπει την ενέργεια και όχι την ουσία- χρησιμοποιεί περιγραφική γλώσσα και μάς λέει ότι είναι απερίγραπτον σε αυτήν την περιγραφική γλώσσα και χρησιμοποιεί συμβολικά ονόματα για τον σκοπό που αναπτύξαμε».

Επομένως, η Ορθόδοξη θεολογία, όπως εκφράζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας, είναι εμπειρική. Αυτό το βλέπουμε και στους Αποστόλους. Σε όλη την βιβλικοπατερική παράδοση γίνεται λόγος για την εμπειρία.

«Η σωστή θεολογία είναι έκφραση της εμπειρίας της Θεώσεως. Το κλειδί της Ορθοδόξου θεολογίας είναι η εμπειρία. Τονίζουν οι δικοί μας θεολόγοι ότι θεμελιώνουν την θεολογία πάνω στην εμπειρία. Οι Πατέρες έχουν ως μόνο θεμέλιο της θεολογίας τους την εμπειρία ή την θεωρία».

Η εμπειρία της θεολογίας είναι η παρατήρηση των ενεργειών του Θεού, η θέα της δόξης του Θεού. Και αυτό είναι μια προσωπική εμπειρία.
                                                                                           

«Για να θεολογήσει κανείς πρέπει να έχει την εμπειρία της θεολογίας, όχι απλώς σκέψη. Δεν μπορεί, για να είναι θεολόγος, να θεολογεί κανείς με την σκέψη του απλώς, να ταυτίζει την σκέψη του με την θεολογία· όχι. Θα απόκτηση την εμπειρία, αν γίνει θεολόγος, θα περάσει από την κάθαρση, θα φθάσει στον φωτισμό και τότε είναι θεολόγος, αφού έχει τον φωτισμό.

Κι αφού έχει την ενέργεια του Θεού μέσα του, γίνεται παρατηρητής των ενεργειών του Θεού και γι’ αυτόν τον λόγο ως παρατηρητής κάνει περιγραφική ανάλυση και ξέρει ο ίδιος πως έφτασε σε αυτή την κατάσταση και είναι σε θέση να οδηγήσει τους άλλους σε αυτή την κατάσταση.

Λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος δουλεύει επιστημονικά. Αλλά, επιστημονικά με ποιόν τρόπο: Με έναν τρόπο που ομοιάζει πολύ με την ιατρική επιστήμη περισσότερο από τις άλλες επιστήμες. Λοιπόν, το κάνει ουσιαστικά. Από τον Πνευματικό του Πατέρα δέχεται μια διάγνωση. Αυτή η διάγνωση αφορά την σύνδεση του προς τον Γέροντα, αυτό δηλαδή είναι μια διάγνωση. Και λέει ότι υπάρχει ο Θεός, ο ενσαρκωμένος Λόγος, ο Χριστός, υπάρχει η τιμή των Αγίων κ.ο.κ.

Πού το ξέρουμε αυτό το πράγμα; από την φιλοσοφία το ξέρουμε, από τις θετικές επιστήμες το ξέρουμε; από πού το ξέρουμε; Το ξέρουμε από την αποκάλυψη. Πώς το ξέρουμε από την αποκάλυψη; Διότι υπάρχουν οι θεόπται, αυτοί που είδαν την δόξα του Θεού, έφθασαν στην θέωση, και αυτοί είναι οι αυτόπται μάρτυρες περί της Ακτίστου δόξης του Θεού, διότι μεταξύ Θεού και κόσμου δεν υπάρχει ουδεμία ομοιότης κ.ο.κ.».

Η Ορθόδοξη θεολογία είναι έκφραση θεοπτίας, αλλά δεν ταυτίζεται η θεολογία με την εμπειρία της Θεώσεως. «Ο θεολόγος, ουσιαστικά, είναι ένας που είναι στην κατάσταση φωτισμού, αυτός είναι ο θεολόγος δηλαδή. Και όταν φθάνει στην θέωση αυτού η θεολογία καταργείται, όχι με την έννοια ότι αχρηστεύεται, αλλά καταργείται, με την έννοια ότι ο ίδιος υπερέβη πλέον την θεολογία και καταλαβαίνει ότι μεταξύ της θεολογίας και της εμπειρίας της Θεώσεως δεν υπάρχει ταύτιση, αν και το ένα εξαρτάται από το άλλο, διότι η θεολογία βγαίνει από την εμπειρία της Θεώσεως.

Αυτή είναι η λεγόμενη θεοπνευστία δηλαδή, βγαίνει από την εμπειρία της Θεώσεως, αλλά δεν ταυτίζεται με την εμπειρία της Θεώσεως. Και η θεολογία, κυρίως υπό την μορφή της προσευχής και της νήψεως δηλαδή, αυτή η θεολογία έχει θεραπευτικό σκοπό και κανέναν άλλον σκοπό».

Και όταν θεολογούν οι Άγιοι, δεν το κάνουν από την ανθρώπινη γνώση και τις προσωπικές μελέτες τους, αλλά από την προσωπική τους εμπειρία. Γνωρίζουν από προσωπική πείρα την άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού.

«Ο Μέγας Αντώνιος, που δεν ήταν μορφωμένος, κατά κόσμον, ήξερε ότι ο Άρειος ήταν αιρετικός από την δική του εμπειρία. Ο ίδιος, όταν είχε την θεοπτία, δεν έβλεπε κανέναν κτιστό Λόγο. Τον έβλεπε άκτιστο».

Έτσι, υπάρχει ο Θεός της εμπειρίας των Αγίων και ο Θεός των φιλοσόφων και στοχαστών και υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο.

Άλλο η εμπειρία των Αγίων και άλλο ο στοχασμός των φιλοσόφων.


«Ο Θεός που υπάρχει, είναι ο Θεός, ο οποίος είναι γνωστός στην εμπειρία της Θεώσεως. Όταν ο Προφήτης, ο Απόστολος, ο άγιος φθάνει στην θέωση και γεύεται τον Θεό στην εμπειρία του, αυτός ο Θεός της εμπειρίας υπάρχει. Ο εμπειρικός Θεός υπάρχει. Οι άλλοι θεοί των άλλων, δεν είναι θεοί. Δεν υπάρχουν αυτοί οι θεοί. Υπάρχει αυτός ο Θεός».

Επομένως, η Ορθόδοξη θεολογία δεν είναι μεταφυσική. Είναι σοβαρό λάθος μερικών να την ταυτίζουν με την μεταφυσική. Εμείς, ό,τι γνωρίζουμε για τον Θεό, προέρχεται από την πείρα των θεοπτών Αγίων και εάν έχουμε και δική μας πείρα.

«Από την Ορθόδοξη εμπειρία όμως εμείς δεν ξέρουμε κανέναν Θεό της μεταφυσικής και μάλλον θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε ως δεισιδαιμονία την ιδέα ότι υπάρχει Θεός που ταυτίζεται με την μεταφυσική. Σε μας ο Θεός είναι του Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, δηλαδή είναι ο Θεός της εμπειρίας της Θεώσεως. Δεν ξέρω άλλον Θεό.

Αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία. Διότι η Ορθόδοξη γνωσιολογία είναι καθαρή, γιατί προέρχεται από την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. Δηλαδή, η ακριβής γνώση του Θεού, που έχουμε ως Ορθόδοξοι, προέρχεται από την εμπειρία της καθάρσεως, του φωτισμού και της Θεώσεως των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας και δεν έχουμε καμία άλλη πηγή.

Στην προσπάθεια των νεοελλήνων θεολόγων -ξέρετε ποιοι είναι οι νεοέλληνες θεολόγοι; Αυτοί που κατέλαβαν την πρώτη εποχή τις έδρες του Πανεπιστημίου Αθηνών όταν ιδρύθηκε αυτοί, ακολουθούντες τον πατριωτισμό του νεοελληνισμού, προσπάθησαν να εκτοπίσουν τους Προφήτες από την μέση και να τους αντικαταστήσουν με τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους. Οπότε, αντί να είναι η Παλαιά Διαθήκη η προετοιμασία για την Καινή Διαθήκη, έγινε η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία. Και αυτό ο κάθε πατριώτης έπρεπε να το παραδεχθεί. Και αυτό είναι ένας λόγος, γιατί οι καλόγεροι έγιναν οι εχθροί του νεοελληνισμού κατά τους νεοέλληνας».

Οι Πατέρες έχουν ως βάση την εμπειρία και όχι την φιλοσοφία ούτε απλώς την φαντασία, ακόμη και η εμπειρία δεν συνδέεται με την απλή μελέτη της Αγίας Γραφής.

«Όλο αυτό το οικοδόμημα βασίζεται σε μία εμπειρική γνώση, δεν είναι θεωρία ενός φιλοσόφου ή κάποιου που κάθεται με την Αγία Γραφή στο χέρι του και φαντάζεται τι γράφει η Αγία Γραφή δηλαδή, ή παίρνει Πατέρες της Εκκλησίας για να τον βοηθήσουν να διάβαση την Αγία Γραφή και φαντάζεται τι λένε οι Πατέρες και τι λέει η Αγία Γραφή. Ο καθένας με την φαντασία του βαδίζει».

«Για να φθάσει κανείς σε ένα σημείο να έχει κοινωνία με τον Θεό, πρέπει να καταλάβει πρώτα - πρώτα την διάγνωση της πίστεως, της καταστάσεως του ανθρώπου και μετά την θεραπεία, οπότε έχουμε διάγνωση και θεραπεία».

Η Ορθόδοξη θεολογία διδάσκεται από αυτούς που έχουν εμπειρία προσωπική της Θεώσεως.


«Εδώ, πλέον, ερχόμαστε στο θέμα της εμπειρίας, αλλά πριν έχει ο καθένας μια εμπειρία, όταν δεν έχει εμπειρία, διδάσκεται από τους έχοντες. Δεν είναι έτσι;

Οπότε, πάμε στο σχολείο και μάς λέει ο δάσκαλος για τα άστρα, και έχουμε ένα βιβλίο του Δημοτικού Σχολείου και βλέπουμε μερικές φωτογραφίες από τα άστρα, μαθαίνουμε ορισμένα στοιχεία. Αυτά τα κύρια σώματα, τα πολύ γνωστά μέσα από το βιβλίο, μετά, το βράδυ, αν ζούμε σε κανένα χωριό και δεν υπάρχει πολύς φωτισμός, καθόμαστε και χαζεύουμε και βλέπουμε αυτό το θέαμα. Στην Αθήνα μπορούμε να περνάμε όλη την ζωή μας χωρίς ποτέ να δούμε τα άστρα.

Αν κανείς θέλει να γίνει αστρονόμος, θα πάει να βρει τους αστρονόμους και ένα Πανεπιστήμιο που υπάρχει έδρα αστρονομίας, υπάρχει τηλεσκόπιο κ.ο.κ., και γίνεται αστρονόμος».

Μπορεί να μάθη κανείς διανοητικά για τον Θεό, αλλά, όταν φθάσει στην εμπειρία της Θεώσεως, αυτή η διανοητική θεολογία καταργείται. «Ο σκοπός της θεολογίας είναι να καταργηθεί η θεολογία. Και καταργείται η θεολογία στην εμπειρία της Θεώσεως».

Από αυτά αντιλαμβανόμαστε, ότι η δυτική θεολογία που στηρίζεται στον στοχασμό, την φιλοσοφία και την λογική, θα πρέπει να αλλάξει, να ακολουθήσει την εμπειρική μεθοδολογία των Πατέρων. Αυτό προσδιορίζεται και από την σύγχρονη επιστήμη.

«Το περασμένο καλοκαίρι είχα παρουσιάσει μια εισήγηση, στην οποία ανέφερα ότι οι δυτικοί θεολόγοι ή θα ακολουθήσουν την εμπειρική μεθοδολογία των Πατέρων της Εκκλησίας στα θεολογικά θέματα ή θα τα μαζέψουν και θα εγκαταλείψουν τον στίβο, διότι δεν είναι πλέον πιστευτοί με την παλιά τους ανθρωπολογία, γνωσιολογία, κ.ο.κ. 

Και ανέφερα πως η χαριστική βολή εναντίον της μεταφυσικής ήταν πλέον η εμφάνιση της κβαντομηχανικής. Η κβαντομηχανική κατέστρεψε πλέον την έννοια της καθαράς μαθηματικής και φαίνεται σαφώς ότι δεν υπάρχει ούτε ένδειξη πλέον ότι υπάρχει κάτι το αμετάβλητο μέσα στον κόσμο. Όλα είναι εν συνεχή κινήσει και δεν μπορεί κανείς να προδιαγράψει ακριβώς πώς θα λειτουργήσει ένα ηλεκτρόνιο μέσα σε ένα άτομο. Το ηλεκτρόνιο δεν προκαθορίζεται πλέον με την θεωρία του Max Planck. Είναι αποδεδειγμένο πλέον με πειράματα».

Συνεπώς η πραγματική θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας είναι εμπειρική, είναι αποκαλυπτική, δηλαδή είναι εμπειρία της αποκαλύψεως, και όχι φιλοσοφική και στοχαστική.

Η εμπειρία ως βάση της Ορθοδόξου θεολογίας

~ π. Ιωάννης Ρωμανίδης

Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη". Τόμος Α'
                                                                                     

Εναλλακτικές αναρτήσεις

Share this