(Πρέπει κανείς προηγουμένως να σχολάση για να γνωρίση τον Θεό.)
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
(πρώτη δημοσίευση 9/2014)
Οι άγιοι Πατέρες μας δίδαξαν ότι προκειμένου να αντιμετωπισθή μια διδασκαλία πρέπει να τονίζωνται οι προϋποθέσεις της ορθοδόξου θεολογίας.
Το ερώτημα είναι: ποιός τελικά είναι θεολόγος μέσα στην Εκκλησία και ποιός μπορεί να θεολογή;
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στην αρχή των θεολογικών του λόγων, με τους οποίους αντιμετώπισε την αίρεση των Αρειανών, κυρίως των Ευνομιανών της εποχής του, που ήταν η κυριότερη αίρεση μεταξύ των Αρειανών, οι οποίοι Αρειανοί χρησιμοποιούσαν φιλοσοφικά επιχειρήματα, χρειάσθηκε να κάνη λόγο για τις προϋποθέσεις του ορθοδόξως θεολογείν, δηλαδή τόνισε ποιός μπορεί και πρέπει να θεολογή...
Εκεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος κάνει λόγο για «τους εν λόγω κομψούς», που χαίρονται «ταις βεβήλοις κενοφωνίαις» και τις αντιθέσεις «της ψευδωνύμου γνώσεως», αλλά είναι και «σοφισταί λόγων άτοποι και παράδοξοι».
Με τον φιλοσοφικό λόγο των Ευνομιανών «κινδυνεύει τεχνύδριον είναι το μέγα ημών μυστήριον». Τον ευνομιανό που θεολογεί φιλοσοφικά και ζη εκτός της παραδόσεως της Εκκλησίας τον ονομάζει «διαλεκτικόν και λάλον».
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ξεκαθαρίζει για το ποιές είναι οι βασικές προϋποθέσεις της ορθοδόξου θεολογίας. Λέγει ότι η θεολογία δεν είναι οποιοδήποτε έργο, μάλιστα αυτών που έρχονται από τα χαμηλά.
Δεν είναι όλων το έργο να θεολογούν, αλλά «των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων, το μετριώτατον».
Και αυτό είναι απαραίτητο γιατί είναι επικίνδυνο στον «μη καθαρόν άπτεσθαι καθαρώ», όπως είναι επικίνδυνη η ηλιακή ακτίνα σε άρρωστο οφθαλμό.
Έτσι, εκείνος που θεολογεί πρέπει προηγουμένως να καθαρισθή, αλλιώς καταλήγει σε αίρεση. Και για να έχη αυτές τις προϋποθέσεις της θεολογίας πρέπει να περάση μέσα από την ησυχία.
Δηλαδή, μπορούμε να θεολογούμε «ηνίκα αν σχολήν άγωμεν από της έξωθεν ιλύος και ταραχής, και μη το ηγεμονικόν ημών συγχέηται τοις μοχθηροίς τύποις και πλανωμένοις», σαν να αναμειγνύωνται τα καλλιγραφημένα γράμματα με τα άσχημα ή η ευωδία των μύρων με την ακαθαρσία.
Πρέπει κανείς προηγουμένως να σχολάση για να γνωρίση τον Θεό. «Δει γαρ τω όντι σχολάσαι και γνώναι Θεόν».
Η διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που προτάσσεται των θεολογικών του λόγων, δείχνει καθαρά ότι δίνεται μεγάλη σημασία στις προϋποθέσεις της ορθοδόξου θεολογίας, γιατί όταν αυτές οι προϋποθέσεις αλλοιώνωνται, τότε αναποδράστως ο άνθρωπος οδηγείται σε απόκλιση από την αλήθεια και, επομένως, στην κακοδοξία και την αίρεση.
Έτσι, οι απαραίτητες προϋποθέσεις της ορθοδόξου θεολογίας είναι η ιερά ησυχία, η σχόλη κατά Θεόν, η κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, ο φωτισμός του νου.
Αυτά που λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος δεν είναι μια άλλη μεταγενέστερη εκκλησιολογία, αλλά η ορθή εκκλησιολογία, που την συναντάμε στους Αποστόλους, αλλά και τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, και όταν αυτή καταργήται, τότε δεν υπάρχει καμμιά βεβαιότητα για την απόδοση της ορθοδόξου διδασκαλίας και εκκλησιολογίας.
Στον λόγο στα Θεοφάνεια, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ομιλεί για την κάθαρση, την έλλαμψη και την θέωση ως απαραίτητη προϋπόθεση της ορθοδόξου θεολογίας
Για να φθάση ο άνθρωπος στο χάρισμα της αληθείας και να δουλεύη «Θεώ ζώντι και αληθινώ».
Μόνον έτσι μπορεί κανείς να φιλοσοφή-θεολογή περί του Θεού. Και στην συνέχεια καθορίζει τον τρόπο της ορθοδόξου θεολογίας: «Ου γαρ φόβος, εντολών τήρησις· ου δε εντολών τήρησις, σαρκός κάθαρσις του επιπροσθούντος τη ψυχή νέφους, και ουκ εώντος καθαρώς ιδείν την θείαν ακτίνα· ου δε κάθαρσις, έλλαμψις· έλλαμψις δε, πόθου πλήρωσις, τοις των μεγίστων, ή του μεγίστου, ή υπέρ το μέγα εφιεμένοις». Αυτό είναι απαραίτητο «δια τούτο καθαρτέον εαυτόν πρώτον, είτα τω καθαρώ προσομιλητέον».
Σαφέστατα εδώ γίνεται λόγος για κάθαρση, έλλαμψη-φωτισμό και πορεία προς το «μέγα», δηλαδή την όραση του ακτίστου Φωτός, την θεοπτία, οπότε αποκτάται η αληθινή θεογνωσία.
Η ιερά ησυχία είναι ο ορθόδοξος τρόπος ζωής, όπως την συναντάμε στην Αγία Γραφή και την Παράδοση της Εκκλησίας και όπως την έζησαν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι άγιοι δια μέσου των αιώνων. Δεν πρόκειται για μια «εκκλησιολογία» μεταγενέστερη που υποσκέλισε και εξουδετέρωσε την «αρχέγονη εκκλησιολογία».
Ούτε μερικοί Πατέρες επηρέασαν τους άλλους μεταγενέστερους Πατέρες. Διερωτώμαι: όσοι διατυπώνουν τέτοιες απόψεις θεωρούν τους Πατέρας της Εκκλησίας ως ανόητους και ανώριμους που δέχονται απλώς ανέλεγκτα μερικές θεωρίες που δημιούργησαν κάποιοι άλλοι, και οι οποίες θεωρίες αλλοιώνουν την παράδοση της Εκκλησίας, οπότε συντελούν και αυτοί αφελώς στην παρέκκλιση από την ορθόδοξη θεολογία;
Και το χειρότερο είναι ότι δήθεν έρχεται στην συνέχεια η Εκκλησία δια των Πατέρων στις Οικουμενικές Συνόδους και κατοχυρώνει αυτήν την αλλοίωση! Απορώ πώς τέτοια σοφίσματα υποστηρίζονται από δήθεν ορθοδόξους, που αναμασούν τις διατυπωθείσες προτεστάντικες απόψεις.
Η άποψη που αναφέραμε προηγουμένως παραθεωρεί τελείως την παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία και την διδασκαλία ότι οι άγιοι είναι θεούμενοι, όπως επανειλημμένως τονίζεται στα κείμενα των Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων.
Κάνοντας λόγο για ησυχαστικό τρόπο ζωής εννοούμε όλη την ευαγγελική ζωή, που αναφέρεται στον αγώνα για την αντιμετώπιση του διαβόλου, του θανάτου και της αμαρτίας, για την θεραπεία των λογισμών, την καθαρότητα της καρδιάς, την ενεργοποίηση της νοεράς ενεργείας, ώστε ο νους να προσεύχεται καθαρά στον Θεό, την απόκτηση της ανιδιοτελούς αγάπης, την θεραπεία του τριμερούς της ψυχής κλπ.
Αυτή η ασκητική ζωή συνδέεται στενότατα με την μυστηριακή ζωή και αποτελεί την πεμπτουσία του ευαγγελικού-εκκλησιαστικού τρόπου ζωής.
Εδώ πρέπει να σημειωθή ότι ο Ευάγριος ο Ποντικός, για τον οποίο οι νέοι προτεσταντίζοντες θεολόγοι θεωρούν ότι εισήγαγε την παρέκκλιση από την «αρχέγονη εκκλησιολογία» και ότι δήθεν αυτός επηρέασε τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, χειροτονήθηκε διάκονος από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και υπηρέτησε ως διάκονός του, όταν εκείνος ήταν Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως.
Βεβαίως, ο Ευάγριος δέχθηκε έναν επηρεασμό από τον Ωριγένη σε μερικές απόψεις, αλλά σε θεολογικά θέματα επηρεάσθηκε από τους Καππαδόκες Πατέρες, μάλιστα δε στην ασκητική του διδασκαλία αποτυπώνεται η μοναχική παράδοση της ερήμου, όπως βιωνόταν στην εποχή του, όπως υποστηρίζει ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ.
Πάντως, η θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου δεν μπορεί να θεωρηθή ως επηρεασμός από τον Ευάγριο τον Ποντικό, μάλλον το αντίθετο έγινε, ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στα ησυχαστικά θέματα επηρέασε τον Ευάγριο, ο οποίος διετύπωσε αυτήν την ησυχαστική παράδοση με τον δικό του λεκτικό τρόπο.
Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι ο τίτλος του αγίου Γρηγορίου είναι Θεολόγος και όχι Ναζιανζηνός, όπως το έλεγαν περιφρονητικά οι εχθροί του αρειανοί στην εποχή του και το επαναλαμβάνουν και οι Προτεστάντες στην εποχή μας, αλλά και μερικοί Ορθόδοξοι που επηρεάζονται από αυτούς.
Εμείς οι Ορθόδοξοι θα τον αποκαλούμε όπως τον χαρακτηρίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία, ήτοι άγιο Γρηγόριο Θεολόγο, Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.
Με όσα γραφούν στην συνέχεια, θα διευκρινισθή ακόμη περισσότερο η διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.
Η εμπειρία της δόξης του Θεού και η διατύπωσή της
Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού και τα μέλη της Εκκλησίας είναι μέλη του αναστημένου Σώματός Του και ζουν μυστηριακά και ασκητικά. Δεν υπάρχουν δύο ή και περισσότεροι τύποι εκκλησιολογίας ούτε ο ένας τύπος εκκλησιολογίας υποχωρεί από την πίεση ενός άλλου τύπου εκκλησιολογίας, αλλά μία είναι η εκκλησιολογία, όπως καθορίζεται από την όλη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν αλλοίωσαν την «αρχέγονη παράδοση» την οποία κληρονόμησαν, αλλά ζουν οργανικά «συν πάσι τοις αγίοις», εντάσσονται μέσα στην ενότητα των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων.
Η ίδια η Εκκλησία, δια των Πατέρων που φωτίζονται από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, βιώνουν την εμπειρία της δόξης του Θεού και την διατυπώνουν ανάλογα με τις προκλήσεις της εποχής τους. Έτσι, διαφυλάσσεται η ίδια αποκαλυφθείσα αλήθεια, αλλά μερικές φορές αλλάσσουν οι όροι και οι λέξεις, χωρίς να χάνεται το πνευματικό τους νόημα.
Έτσι, η λέξη θέωση δεν υπάρχει στην Αγία Γραφή, αλλά δι’ αυτής διατυπώνονται τα νοήματα που έχουν άλλες λέξεις, όπως τελείωση, δοξασμός κλπ. Στην Αγία Γραφή δεν μπορούμε να βρούμε την λέξη ομοούσιος ούτε και άλλους παρόμοιους όρους.
Οι Πατέρες προσέλαβαν αυτήν την ορολογία από την φιλοσοφία, όπως την χρησιμοποιούσαν οι αιρετικοί της εποχής εκείνης, την αποφόρτισαν από το νόημα που είχε και της έδωσαν διαφορετικό νόημα. Αυτό, σύμφωνα με την άποψη των στοχαστών θεολόγων είναι αλλοίωση της ορθοδόξου θεολογίας και της εκκλησιολογίας;
Αυτό που έκαναν οι Πατέρες στο δόγμα το έκαναν και στις προϋποθέσεις του δόγματος, που είναι η ιερά ησυχία, η κάθαρση της καρδιάς, η εσωτερική νοερά προσευχή, η θεοπτία κλπ.
Όπως δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους Πατέρας ότι δήθεν αλλοίωσαν την «αρχέγονη θεολογία» στο δόγμα της Αγίας Τριάδος, επειδή χρησιμοποίησαν την φιλοσοφική ορολογία της εποχής τους, έτσι δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους Πατέρας επειδή χρησιμοποίησαν μερικούς όρους από την νεοπλατωνική φιλοσοφία ή επειδή δέχθηκαν έστω τους όρους που χρησιμοποίησε ο Ευάγριος ο Ποντικός και ο άγιος Μάκαριος ο Αιγύπτιος.
Δεν πρόκειται για μια διαφορετική και αντίθετη εκκλησιολογία, αλλά για την ίδια εκκλησιολογία, η οποία διατυπώνεται με όρους που απέδιδαν καλύτερα την εμπειρία την οποία ζούσαν οι ίδιοι ως θεούμενοι.
Στην πραγματικότητα οι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποίησαν διαφόρους όρους από την φιλοσοφική γλώσσα της εποχής τους για να ανατρέψουν τις θέσεις της φιλοσοφίας και τις απόψεις των αιρετικών, όπως θα δούμε σε άλλη ενότητα.
Όποιος δεν μπορεί να καταλάβη την διαφορά που υπάρχει μεταξύ των ακτίστων ρημάτων και των κτιστών ρημάτων και νοημάτων, όπως έλεγε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, δεν μπορεί να καταλάβη στο ελάχιστον την ορθόδοξη θεολογία. Άλλο είναι η εμπειρία της δόξης του Θεού και άλλο είναι η διατύπωση αυτής της εμπειρίας.
Οι Πατέρες έζησαν σε μια εποχή που επικρατούσε η ελληνική φιλοσοφία και χρειάσθηκε να χρησιμοποιήσουν την ορολογία της εποχής τους για να αντιμετωπίσουν τους εξελληνισμένους Χριστιανούς. Αν ζούσαν στην σημερινή εποχή θα χρησιμοποιούσαν την ορολογία της εποχής μας για τον άνθρωπο, δηλαδή θα χρησιμοποιούσαν τους βιολογικούς όρους (π. Ιωάννης Ρωμανίδης), όταν βέβαια δεν ανατρέπεται η υπονομεύεται η ορολογία των Οικουμενικών Συνόδων.
Πάντως, η ορολογία που χρησιμοποιήθηκε από τους Πατέρας και καθιερώθηκε στις Οικουμενικές Συνόδους είναι πλέον δεδομένη, είναι μέρος της Παραδόσεως αναπαλλοτρίωτο, δεν μπορεί κανείς, εν ονόματι δήθεν μιας παλαιάς εκκλησιολογίας, να την ανατρέψη και να την απομυθεύση.
Οι πρώτες μελέτες του π. Ιωάννου Ρωμανίδη στους Αποστολικούς Πατέρας της Εκκλησίας, αλλά και στο Ευχολόγιο της Εκκλησίας, φανερώνουν ότι η νηπτική-ασκητική παράδοση είναι το ουσιαστικότερο τμήμα της Ορθοδόξου Παραδόσεως, είναι εκείνο που δείχνει τις πραγματικές προϋποθέσεις των ορθοδόξων δογμάτων και της όλης εκκλησιαστικής ζωής.
Οι προϋποθέσεις του ορθοδόξως θεολογείν.
Η διαχρονικότητα τού δόγματος τής Κάθαρσης, τού Φωτισμού και τής Θέωσης στην Ορθόδοξη Εκκλησία ~ Μια κυοφορούμενη αίρεση στην Ορθόδοξη Εκκλησία
Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου
Πηγή: romfea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου