Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Ιωάννου Ρωμανίδη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Ιωάννου Ρωμανίδη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Περί της λεγόμενης «Μυστηριακής Διακοινωνίας» (Intercommunio)


Περί της λεγόμενης «Μυστηριακής Διακοινωνίας» (Intercommunio)

~ Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

Η λεγόμενη ‘’Μυστηριακή Διακοινωνία’’ (Intercommunio), η οποία προβάλλεται από τον Παπισμό, αποτελεί ένα τρόπο ‘’ενότητας’’, ο οποίος επιτυγχάνει την περιθωριοποίηση των δογματικών και άλλων διαφορών. Η σκοπιμότητα ενός τέτοιου ατοπήματος είναι προφανής...

Η παλαιότερη αναφορά του Καρδινάλιου Walter Kasper το έτος 2016, ο οποίος ήταν και πρόεδρος της Παπικής επιτροπής για την ‘’ενότητα’’, ότι στην «επόμενη δήλωση του Πάπα θα πρέπει να επιτραπεί ‘’κοινή ευχαριστιακή κοινωνία’’ με τους Προτεστάντες» (συνέντευξη του Καρδινάλιου Walter Kasper στην Avvenire), κατέδειξε τις προσπάθειες για τη λεγόμενη μυστηριακή διακοινωνία (intercommunio).

Η αναφορά αυτή του Καρδινάλιου Walter Kasper, προβαλλόταν σε αρκετούς διαδικτυακούς ιστότοπους πέραν της Avvenire, και στους www.thecatholicthing.org, www.catholicculture.org, www.agensir.it κλπ.

Για το πώς αντιλαμβάνονται οι Παπικοί την Χριστιανική ενότητα, ερμηνεύει κάλλιστα η στάση του Πάπα Φραγκίσκου στη συνάντηση των Παπικών με τους Πεντηκοστιανούς στην Αμερική. Τον Μάϊο του 2015 η Παπική ‘’επισκοπή’’ Phoenix των ΗΠΑ, σε συνεργασία με μια ομάδα ‘’Πεντηκoστιανών’’ παστόρων, στους οποίους συμπεριλαμβάνετο και ο γνωστός για τις πλάνες του ‘’Πεντηκοστιανός’’ πάστορας John Taettino, διοργάνωσε την «Ημέρα της χριστιανικής ενότητας», για την οποία ο Πάπας Φραγκίσκος ανέφερε ότι: 

«Σήμερα ζούμε, αγαπητοί αδελφοί τον οικουμενισμό του αίματος» και πρόσθεσε ότι «σήμερα, μαζί, εσείς εκεί και εγώ από τη Ρώμη, να ζητήσουμε από τον Πατέρα να στείλει το Πνεύμα του Ιησού, το Άγιο Πνεύμα, και να μας δώσει την χάρη, που θα μας δώσει τη δυνατότητα να γίνουμε όλοι ένα, έτσι ο κόσμος να πιστέψει».

«Και μπορώ να σκεφτώ κάτι που θα μπορούσε να είναι ανόητο, ή ίσως μια αίρεση, δεν ξέρω», συνέχισε ο Πάπας Φραγκίσκος, «αλλά υπάρχει κάποιος που ‘’ξέρει’’ ότι παρά τις διαφορές, είμαστε ένα». Το τι εννοούσε ο ηγήτωρ του Βατικανού με το, «αλλά υπάρχει κάποιος που ‘’ξέρει’’ ότι παρά τις διαφορές, είμαστε ένα», είναι πασιφανές.

Αυτό που είπε ο Πάπας Φραγκίσκος, το οποίο προλόγισε ως ‘’κάτι που θα μπορούσε να είναι ανόητο, ή ίσως μια αίρεση’’, είναι όντως αιρετικό και έκφραση του συγκρητιστικού οικουμενισμού.

Αντιλαμβανόμαστε το συγκρητιστικό άτοπο εκ μέρους των Παπικών, για εφαρμογή της λεγόμενης μυστηριακής διακοινωνίας (intercommunio). Οι Παπικοί θα περιοριστούν για την εφαρμογή της λεγόμενης μυστηριακής διακοινωνίας (intercommunio) μόνο στους Προτεστάντες; Δεν θα στραφούν και προς τους Ορθόδοξους Χριστιανούς;

Ο Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης εις το σύγγραμμά του ‘’Η κρίσις Θεολογίας και Οικουμενισμού’’ αναφέρει:

«o π. Ιωάννης Ρωμανίδης είχε αποκαλύψει ότι Ρωμαιοκαθολικός επίσκοπος του είχε εκμυστηρευτεί ότι κατά το σχέδιο του Βατικανού η ένωσις δεν θα γίνει εκ των άνω, δηλαδή των επισκόπων, των θεολόγων και των διαλόγων, αλλά μάλλον μέσω του λεγομένου λαϊκού οικουμενισμού, δηλαδή των αμοιβαίων επαφών και της σταδιακής εφαρμογής της μυστηριακής διακοινωνίας (intercommunio), η οποία τουλάχιστον από την Ρώμη ήδη εφαρμόζεται».

Η σκοπιμότητα ενός τέτοιου συγκρητιστικού ατοπήματος είναι προφανής. Αυτό δεν εφαρμόζεται στις μέρες μας σε κάποιο βαθμό, και μάλιστα και από κάποιους Ορθόδοξους Κληρικούς, οι οποίοι εν γνώσει τους κοινωνούν ετεροδόξους;


Και για του λόγου το αληθές δείτε και:

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

''Άλλο είναι να γνωρίσει κανείς κάτι περί του Θεού, και άλλο να γνωρίσει τον ίδιο τον Θεό...''

π. Ιωάννης Ρωμανίδης, μνήμη 1 Νοεμβρίου
Κορυφαίος Θεολόγος του 20ού αιώνος.

''Άλλο είναι να γνωρίσει κανείς κάτι περί του Θεού, και άλλο να γνωρίσει τον ίδιο τον Θεό. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Περί του Θεού μπορεί κανείς να γνωρίσει και από την φαντασία του, μπορεί να φαντάζεται πράγματα περί Θεού...

Μπορεί να ακούει πράγματα περί του Θεού, μπορεί να διάβασει την Αγία Γραφή, μπορεί να λέει ό,τιδήποτε περί του Θεού. Αυτό το ακούω και πιστεύω περί Θεού μπορεί να έχει ακρίβεια, μπορεί να μην έχει ακρίβεια...

Αν κανείς δεν έχει δική του αποκαλυπτική εμπειρία, δέχεται την εμπειρία των θεουμένων, των φίλων του Θεού. 

Αυτοί είναι η αυθεντία.

Γι’ αυτό, λοιπόν, αν έχης εμπειρία, καλώς. Αν όχι, τουλάχιστον να έχης έναν φίλο, που έχει αυτός την εμπειρία του Ακτίστου Φωτός και αυτός ο φίλος σου να σε διαβεβαίωση ότι το είδε, και τότε να το δεχθής...'' (Εμπειρική Δογματική)

Aπόσπασμα απο εδω

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2023

Η εμπειρία ως βάση της Ορθοδόξου θεολογίας ~ π. Ιωάννου Ρωμανίδη


Η εμπειρία ως βάση της Ορθοδόξου θεολογίας
"Εμπειρική Δογματική'', Η Ορθοδοξία ως θετική επιστήμη

~ π. Ιωάννης Ρωμανίδης

Η θεολογία δεν συγκαταλέγεται στις θεωρητικές επιστήμες, δηλαδή την φιλοσοφία και την μεταφυσική, αλλά στις πρακτικές θετικές επιστήμες. Και αυτό συμβαίνει γιατί στην Ορθόδοξη θεολογία, όπως και στις θετικές επιστήμες, υπάρχει η παρατήρηση και το πείραμα. Παρατηρείται ένα γεγονός, φθάνει κανείς στην θεωρία και στην συνέχεια έχει την δυνατότητα να επαλήθευση την θεωρία.

«Ο επιστήμων βλέπει αυτό που γνωρίζει, που μελετάει και αποκομίζει από εμπειρία γνώσεις περί αυτού του πράγματος. Η γνώση είναι καθαρά εμπειρική σε όλες τις θετικές επιστήμες. Κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας, το ίδιο συμβαίνει στην θεολογία».

Έτσι, νοούμε ότι οι Άγιοι Πατέρες δεν ήταν φιλόσοφοι μεταφυσικοί, αλλά θετικιστές εμπειρικοί, δηλαδή ζούσαν τον φωτισμό και την θέωση.

«Συμφωνούμε απόλυτα, ότι είμαστε θετικισταί. Δεχόμαστε μόνο εμπειρικά φαινόμενα και τίποτε άλλο. Είμεθα απόλυτα σύμφωνοι σ' αυτό. Γιατί, οι Πατέρες μόνο εμπειρικά φαινόμενα εδέχοντο. Γι’ αυτό, ο φωτισμός είναι καθαρά εμπειρική κατάσταση και τίποτε άλλο. Η θέωση εξ ίσου είναι εμπειρική κατάσταση. Και όλη η θεολογία της Εκκλησίας εκπηγάζει από αυτές τις εμπειρικές καταστάσεις».

Το παράδειγμα του αστρονόμου και του μικροβιολόγου είναι χαρακτηριστικό. Δείχνει ότι η επιστήμη τους είναι εμπειρική και όχι στοχαστική. Μέσα από αυτήν την προοπτική μπορούμε να δούμε την Ορθόδοξη θεολογία.

«Ένας γίνεται αστρονόμος, όταν ξέρη να χειρίζεται το τηλεσκόπιο. Και αυτός είναι ο αστρονόμος. Εκείνος που ξέρει και διαβάζει τον χάρτη των άστρων και των ουρανίων σωμάτων, ξέρει να τα εντοπίσει, ξέρει να τα δη με το τηλεσκόπιο, ξέρει να τα μελετήσει κλπ. Εκείνος που βλέπει και έχει την επιστήμη του να βλέπει, αυτός είναι ο αστρονόμος. Μικροβιολόγος είναι εκείνος, ο οποίος με το μικροσκόπιο ξέρει να εντοπίσει μικρόβια. Εκείνος που βλέπει, εκείνος που έχει την εμπειρία, εκείνος είναι επιστήμων.

Λοιπόν, όπως είναι στις άλλες επιστήμες, εκείνος που έχει την γνώση και την εμπειρία και την τέχνη της επιστήμης του είναι επιστήμων, έτσι και στην θεολογία εκείνος που βλέπει, ως φωτισμένος, εκείνος που έχει τα όμματα του φωτισμού, έχει την εμπειρία του φωτισμού, την νοερά προσευχή, την αέναον μνήμη του Θεού κ.ο.κ, αυτός είναι ο θεολόγος».

Έτσι και η Ορθόδοξη θεολογία δεν είναι στοχαστική, αλλά θετική επιστήμη και έχει πείραμα και παρατήρηση-θεωρία.

«Η θεολογία είναι μια θετικότατη επιστήμη, διότι είναι εμπειρικός ο τρόπος έλεγχου. Όπως είναι το πείραμα σε όλες τις θετικές επιστήμες, έτσι υπάρχει και το πείραμα στην Ορθόδοξη θεολογία. Και υπάρχει πειραματήριον και υπάρχουν κριτήρια, υπάρχει έλεγχος με μεγάλη ακρίβεια, για να ξέρουμε ποιος έχει φθάσει σε αυτές τις καταστάσεις».

Στις ανθρώπινες επιστήμες η περιγραφή των παρατηρήσεων αποβλέπει στην επανάληψη και επαλήθευση από αυτούς που επιθυμούν να λάβουν πείρα και γνώση.

«Σε κάθε επιστήμη γίνεται περιγραφή πειραμάτων και τα δεδομένα μιας επιστήμης περιγράφονται σε βιβλία. Από το ένα μέρος έχουμε έκφραση παρατηρήσεων, έχουμε περιγραφή παρατηρήσεων, πειραμάτων. Από το άλλο μέρος ο σκοπός αυτής της περιγραφής είναι να οδηγηθούν και οι άλλοι στην ίδια παρατήρηση. Οπότε, έχουμε παρατήρηση, περιγραφή της παρατηρήσεως, με σκοπό να οδηγηθούμε πάλι στην ίδια παρατήρηση.

Ένας αστρονόμος περιγράφει ένα μέρος των αστέρων, δηλαδή, έχω την περιγραφή, έχω και χάρτη, ίσως και φωτογραφία, και χρησιμοποιώντας το τηλεσκόπιο, επαναλαμβάνω και εγώ την εμπειρία την οποία είχε ο προηγούμενος. Δηλαδή, εκείνος είχε την εμπειρία και την περιέγραψε. Ο σκοπός της περιγραφής είναι και να μου αποδώσει το τι είδε, αλλά και να με καταστήσει δυνατόν να δω κι εγώ είτε με την φαντασία μου ή με μία φωτογραφία ή με το τηλεσκόπιο. Οπότε, ο σκοπός της περιγραφής είναι η επανάληψη. Παρατήρηση, περιγραφή, επανάληψη της παρατηρήσεως.

Το ίδιο ακριβώς είναι η πατερική παράδοση. Οι παρατηρηταί είναι οι Θεούμενοι, έχουν την θεοπτία, περιγράφουν και σκοπός της περιγραφής είναι η επανάληψη της παρατηρήσεως, δηλαδή θέωση, έκφραση Θεώσεως, με σκοπό να φθάσουμε και οι άλλοι στην θέωση.

Λοιπόν, είναι ακριβώς η ίδια επιστημονική μέθοδος που υπάρχει σ' όλες τις θετικές επιστήμες και στην Ορθόδοξη θεολογία. Με την διαφορά ότι, ενώ στις θετικές επιστήμες το περιγραπτόν είναι περιγραπτόν, στην Ορθόδοξη θεολογία το περιγραπτόν είναι απερίγραπτον. Αυτό είναι το πρόβλημα δηλαδή, διότι ο Θεός δεν ομοιάζει με τίποτα το κτιστόν και δεν υπάρχει καμία ομοιότης μεταξύ του Ακτίστου και του κτιστού.

Οπότε, υπάρχει η εμπειρία της Θεώσεως που είναι η θεοπτία, αλλά αυτό που παρατηρεί κανείς είναι απερίγραπτον και, επομένως, περιγράφεται κατά τέτοιον τρόπο που να φαίνεται ότι είναι απερίγραπτον. Και τονίζουν συνέχεια οι Πατέρες ότι ο Θεός ο απερίγραπτος και απερίγραπτος και απερίγραπτος...

Αλλά όμως Τον περιγράφουν. Τον περιγράφουν με αυτά τα νοήματα, τα οποία έχουν συμβολικόν χαρακτήρα, και βέβαια γι’ αυτό έχουμε και την αποφατική θεολογία, διότι κάθε θέση έχει και την άρνηση της. Όχι διότι ο Θεός είναι θέση και άρνηση, αλλά διότι ο Θεός υπερβαίνει και την θέση και την άρνηση κ.ο.κ. ».

Οι Θεούμενοι έχουν προσωπική εμπειρία του Θεού, βλέπουν την δόξα του Θεού. Όμως, επειδή υπάρχει διαφορά μεταξύ κτιστού και Ακτίστου και επειδή ο Θεός και φανερούμενος παραμένει μυστήριο και απερίγραπτος, γι’ αυτό η Ορθόδοξη θεολογία είναι αποφατική, όχι όμως αγνωστικιστική. Σε αυτό διαφέρει η Ορθόδοξη θεολογία από τις επιστήμες.

«Στις άλλες επιστήμες, αυτό που περιγράφεται είναι περιγραπτό και ό,τι μπορεί κανείς να περιγράψει, είναι χρώματα, είναι σχήματα, είναι μαθηματικά σύμβολα κλπ. Και μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτό το πράγμα. Ξέρεις ότι υπάρχει εν κινήσει και έχει όγκο, βάρος, ταχύτητα κλπ.

Στην θεολογία αυτό που βλέπει κανείς στην θέωση, εκτός από την ανθρώπινη φύση του Χριστού, είναι απερίγραπτο. Δεν έχει καμιά ομοιότητα με τίποτα το κτιστό. Δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα ώστε να μπορείς με το όμοιο να περιγράψεις το όμοιο. Ούτε χρώμα έχει ούτε σχήμα έχει ούτε μέγεθος ούτε ύψος ούτε βάρος, τίποτα.

Δεν έχει τίποτα το κοινό με ο,τιδήποτε το κτιστόν, όλα αυτά που ξέρουμε με την εμπειρία μας, με την αφή, με την όσφρηση, με τα μάτια μας, με την λογική μας, με τα αυτιά μας, ο,τιδήποτε εμπειρία έχουμε είτε σωματική είτε λογική. Αυτό που λέγεται Θεός είναι τελείως διαφορετικό. Καμία ομοιότης.

Οι Πατέρες το τονίζουν και το ξανατονίζουν. Και από πού το ξέρουν ότι δεν έχει καμία ομοιότητα; Από την εμπειρία. Η ίδια η εμπειρία της Θεώσεως τους εδίδαξε ότι δεν έχει καμία ομοιότητα. Ούτε σκότος είναι ούτε φως είναι. Και έχουμε όλα αυτά τα ωραία της αποφατικής θεολογίας. Σε αυτό ακριβώς είναι η διαφορά με τις θετικές επιστήμες. Οι θετικές επιστήμες ασχολούνται με περιγραπτά και η θεολογία με κάτι το απερίγραπτο.

Οπότε, το κριτήριο της Ορθοδόξου θεολογίας δεν είναι η όμορφη γλώσσα που χρησιμοποιούμε όταν μιλάμε για την αποφατική θεολογία. Υπάρχουν μερικοί που πετάνε λόγια, που χρησιμοποιούν την ωραία γλώσσα της αποφατικής θεολογίας και έχει μεγάλη ποίηση ξέρετε αυτή η γλώσσα, συγκλονίζει αυτός ο τρόπος της σκέψεως.

Αλλά μερικοί συγκλονίζονται από τις ιδέες της αποφατικής θεολογίας και δεν ξέρουν πού είναι τα θεμέλια αυτής της θεολογίας. Και θεολογούν αποφατικά. Και έχει καταντήσει να είναι μια ωραία συρραφή από ωραίες σκέψεις και λέξεις. Αυτό εννοώ, ότι έχει ταυτισθεί η θεολογία με ωραιολογία».

Το θεμέλιο της Ορθοδόξου θεολογίας είναι η εμπειρία της αποκαλύψεως και όχι ο στοχασμός. Και από την εμπειρία προέρχεται η καταφατική και η αποφατική θεολογία.

«Τα θεμέλια της καταφατικής και αποφατικής θεολογίας δεν έχουν καμία σχέση με τον στοχασμό του ανθρώπου, αλλά προέρχονται από την ίδια την εμπειρία της Θεώσεως, οπότε διαπιστούται από την εμπειρία αυτή, ότι μεταξύ του κτιστού και του Ακτίστου δεν υπάρχει καμία ομοιότης. Αυτό είναι το θεμέλιο αυτής της θεολογίας, το οποίο θεμέλιο βασίζεται στην αποκάλυψη. Δεν βασίζεται στον στοχασμό του ανθρώπου.

Επομένως, εξ αιτίας αυτής της εμπειρίας της Θεώσεως, ο άνθρωπος, ως παρατηρητής, αφού εξακριβώνει από την εμπειρία του, γνωρίζει ότι δεν υπάρχει ουδεμία ομοιότης μεταξύ του κτιστού και του Ακτίστου και ότι το Άκτιστον δεν ανταποκρίνεται σε κανένα νόημα το οποίο μπορεί ο άνθρωπος να συλλάβει μέσα στο μυαλό του.

Βέβαια, μιλώντας για τον Θεό, για λόγους πνευματικής καθοδηγήσεως είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποίηση την γλώσσα την καταφατική. Αλλά, για να μη ταυτισθεί ποτέ ο Θεός με τις καταστάσεις αυτές, εφ’ όσον δεν ταυτίζεται με τα νοήματα, που μπορεί να έχει ο άνθρωπος, γι’ αυτόν τον λόγο και διορθώνονται οι καταφάσεις με αποφάσεις. Και έχουμε κατάφαση και απόφαση σε όλα τα θέματα όπως για παράδειγμα λέμε ότι ο Θεός οράται αοράτως και γινώσκεται αγνώστως κλπ.».

Οι Άγιοι έφθασαν στην θέωση και γι’ αυτό έχουν ταυτότητα εμπειριών και ίδια γνώση του Θεού.

«Οι άνδρες των θετικών επιστημών ερευνούν ένα ορισμένο αντικείμενο είτε γιατροί είναι, μαθηματικοί, γεωλόγοι, γεωπόνοι κ.ο.κ., και αυτά τα περιγράφουν με ρήματα και νοήματα. Όταν γράφουν, δηλαδή, αυτά ανταποκρίνονται με τις εμπειρίες που ημπορεί να έχει ο κάθε ένας, ο οποίος θέλει ν' ασχοληθεί με εκείνη την επιστήμη.

Υπάρχει μία ταυτότης εμπειριών, γι’ αυτό και όταν γράψει ένας γεωλόγος, μηχανολόγος, δεν ξέρω, ας πούμε, στη Ρωσία, αυτά που γράφει εκείνος, όταν μεταφραστούν σε ξένες γλώσσες, τα διαβάζει ένας Γάλλος, Γερμανός, Αμερικανός, καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο.

Αυτό γίνεται σε όλες τις θετικές επιστήμες, γι’ αυτό και υπάρχει μια κοινή γλώσσα που καθρεφτίζει την εμπειρία διαφόρων επιστημόνων. Όταν ένας περιγράφει ένα πείραμα στην άκρη του κόσμου, περιγράφει το πείραμα του και λέει ότι έκανα αυτό και αυτό. Μετά ο άλλος, αν δεν έχει εμπιστοσύνη σε αυτά που γράφει, επαναλαμβάνει το ίδιο το πείραμα, ακριβώς όπως το περιγράφει εκείνος, και έχει το ίδιο αποτέλεσμα.

Και εφόσον όλοι έχουν τα ίδια αποτελέσματα, συμφωνούν όλοι ότι αυτή η ανάλυση αυτής της πραγματικότητος είναι η σωστή ανάλυση. Και επικρατούν ορισμένες απόψεις, που είναι άσχετες με θρησκευτικές πεποιθήσεις ή πολιτικές πεποιθήσεις ή κοινωνιολογικές πεποιθήσεις κ.ο.κ., τελείως άσχετα δηλαδή.

Λοιπόν, όλος αυτός ο τρόπος ερεύνης εντάσσεται σε αυτό που λέμε θετικές επιστήμες, γιατί οι θετικές επιστήμες καθρεφτίζουν μια γνώση που ελέγχεται από επαναληπτικές ενέργειες, συνθέσεις πραγμάτων που βγάζουν ένα ορισμένο αποτέλεσμα. Και αυτό το αποτέλεσμα αποδεικνύει ότι είναι σωστή η μέθοδος».

Στις επιστήμες, η πείρα των ερευνητών επιστημόνων μεταβιβάζεται και στους μαθητές τους. Η εμπειρική γνώση κάνει έναν κύκλο. Το ίδιο παρατηρείται και στην Ορθόδοξη θεολογία, με την διαφορά ότι υπάρχουν βαθμοί γνώσεως, καθώς επίσης η θέα του Θεού είναι ακατανόητη και απερίγραπτη.

«Έχουμε ένα κύκλο, όπως έχουμε στην αστρονομία. Ο πρώτος βλέπει με το τηλεσκόπιο του Mount Wilson και είδε για πρώτη φορά 200 γαλαξίες, που πριν νομίζανε ότι υπάρχει μόνο ένας. Εθέσανε σε λειτουργία το τηλεσκόπιο, φωτογραφίσανε και όλοι με την πρώτη φορά είδαν διακόσιους γαλαξίες. Τώρα έχουν βρει κάπου εκατό χιλιάδες γαλαξίες. Ο αστρονόμος Χάμπελ, που πρώτος χειρίστηκε το τηλεσκόπιο, είχε μια εμπειρία με αυτά που είδε. Αυτή η εμπειρία γίνεται και εμπειρία των διαδόχων του.

Έχουμε την εμπειρία, έχουμε την έκφραση της εμπειρίας, έχουμε την επανάληψη της εμπειρίας και, μετά, στην αστρονομία και τις θετικές επιστήμες, έχουμε και βαθύτερα εμπειρία. Γιατί; Διότι, όσο καλύτερο όργανο φτιάχνουμε, τόσο καλύτερες εμπειρίες θα έχουμε και τόσο ευρύτερες εμπειρίες θα έχουμε στις θετικές επιστήμες.

Στην θεολογία όμως, δεν έχουμε αυτά τα είδη γνώσεων. Διότι το αντικείμενο είναι απερίγραπτο. Δεν είναι περιγραπτό. Ούτε είναι κτιστό, ώστε να μπορούμε με κτιστά όργανα να γνωρίσουμε το άκτιστο. Αλλά, ο άνθρωπος, φυσιολογικά, έχει το όργανο που λέγεται νους, με το οποίο ετοιμάζεται για να έχει την εμπειρία της Θεώσεως.

Όταν, όμως, φθάνει στην εμπειρία της Θεώσεως, επειδή δεν υπάρχει καμία ομοιότητα μεταξύ του Ακτίστου και του κτιστού, το άκτιστο παραμένει μυστήριο και παραμένει απερίγραπτο. Ο άνθρωπος αυτός γίνεται θεατής του απερίγραπτου, το οποίο δεν μπορεί να το περιγράψει και να θέλει να το περιγράψη· δεν μπορεί να το καταλάβει και να θέλει να το καταλάβει.

Είναι και ακατανόητο. Είναι μυστήριο απερίγραπτο κ.ο.κ. Απλώς, το βλέπει κανείς. Γι’ αυτόν τον λόγο, το επαναληπτικό μέρος είναι πάντοτε επανάληψη της ίδιας πραγματικότητας, με τα ίδια όρια κ.ο.κ.

Η μόνη διαφορά είναι, ότι μερικοί φθάνουν μόνο στον φωτισμό και δεν φθάνουν στην θέωση, άλλοι έχουν μία έλλαμψη, ή δυο, τρεις ελλάμψεις, άλλοι φθάνουν όχι μόνο στην έλλαμψη, αλλά και στην θέα.

Άλλος, μπορεί να φθάσει και στην διαρκή θέα. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες, συνέχεια περιπατώντας να έχει διαρκή θέα της δόξης του Θεού κ.ο.κ.

Οπότε, στην ένταση μπορεί να διαφέρει η εμπειρία, αλλά στην περιγραφικότητα δεν διαφέρει. Διότι, όσα μπορεί να πει ο ένας στην έλλαμψη, το λέει κι ο άλλος στην θέα ή την διαρκή θέα. Και πάλιν ο Θεός είναι απερίγραπτος, πάλι ασύγκριτος κ.ο.κ. Είναι αυτό που είναι. Η εμπειρία, δηλαδή, είναι η ίδια».

Από αυτό φαίνεται καθαρά ότι η γνώση που έχουν οι Άγιοι στηρίζεται στην προσωπική τους πείρα και όχι στην λογική και την φαντασία. Συμβαίνει ό,τι και στην επιστημονική γνώση που προηγείται το πείραμα, η παρατήρηση και από εκεί εξάγεται η γνώση. Γι’ αυτό και οι Άγιοι αναγνωρίζονται μεταξύ τους, ο ένας καταλαβαίνει τον άλλον.

«Υπάρχει ένας βιολόγος στη Ρωσία, βλέπει με το ηλεκτρονικό του μικροσκόπιο ένα μικρόβιο, κάτι στο κύτταρο, πώς συντίθεται κλπ, το περιγράφουν τώρα βέβαια και το φωτογραφίζουν κιόλας με τα ηλεκτρονικά μέσα που έχουν κλπ. Δεν είναι ανάγκη πλέον να το περιγράψεις· το φωτογραφίζουν μέσω των ηλεκτρονικών μηχανημάτων.

Και το ίδιο πράγμα που βλέπει ένας στη Ρωσία, το βλέπει και ο άλλος στην Αμερική. Ακριβώς το ίδιο πράγμα. Και όποιοι έχουν τα μηχανήματα βλέπουν τα ίδια πράγματα και κάνουν τις αναλύσεις τους και φθάνουν στα ίδια συμπεράσματα, με την ίδια περιγραφή κ.ο.κ.


Το ίδιο συμβαίνει και στην πατερική θεολογία. Και στις δύο παραδόσεις (Ανατολή και Δύση), έχουν την ίδια εμπειρία του φωτισμού και της Θεώσεως, και, όταν θα συναντηθούν, ο ένας θα γνωρίζει τον άλλον. Όπως κάνει ένας βιολόγος με έναν άλλο βιολόγο, ένας μαθηματικός με έναν άλλο μαθηματικό κ.ο.κ. Γιατί; Διότι έχουν όλοι την ίδια εμπειρία.

Γι’ αυτό και οι Πατέρες λένε ότι, εάν βασισθούν επάνω στην λογική, τότε συνέχεια θα μαλώνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, διότι ο καθένας, με την λογική του, βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Εάν η λογική δεν διορθώνεται από την πείρα, από την εμπειρία, από την παρατήρηση, είναι ένα αδέσποτο πράγμα δηλαδή, ο καθένας φαντάζεται ό,τι θέλει».

Τα αποτελέσματα της εμπειρίας της Θεώσεως είναι θεόπνευστα και αλάθητα, οπότε οι έχοντες θεία εμπειρία είναι θεόπνευστοι.

«Η εμπειρία της θεοπτίας κάνει θεόπνευστο τον άνθρωπο, ώστε να γράφει θεόπνευστα πράγματα. Και διερωτώμαι: Αυτό τι διαφέρει από έναν αστρόπνευστο αστρονόμο δηλαδή, ο οποίος βλέποντας τα άστρα έχει την εμπειρία των άστρων και περιγράφει τα άστρα; Οπότε, είναι αστρόπνευστος, δηλαδή. Δεν είναι μηχανική η αστροπνευστία.

Βλέπει με τις αισθήσεις του, παρατηρεί η λογική του, κάνει μια ταξινόμηση της εμπειρίας του και κάνει την περιγραφή ο άνθρωπος. Αυτό το κάνανε όλοι οι επιστήμονες. Σε τι διαφέρουν από τους σημερινούς θετικούς επιστήμονες σε αυτό τον τομέα, οι βιολόγοι, χημικοί, κλπ, κλπ, κλπ, εξ απόψεως περιγραφικής αναλύσεως;

Και ο θεόπτης αυτό που βλέπει, χωρίς να βλέπει -διότι βλέπει την ενέργεια και όχι την ουσία- χρησιμοποιεί περιγραφική γλώσσα και μάς λέει ότι είναι απερίγραπτον σε αυτήν την περιγραφική γλώσσα και χρησιμοποιεί συμβολικά ονόματα για τον σκοπό που αναπτύξαμε».

Επομένως, η Ορθόδοξη θεολογία, όπως εκφράζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας, είναι εμπειρική. Αυτό το βλέπουμε και στους Αποστόλους. Σε όλη την βιβλικοπατερική παράδοση γίνεται λόγος για την εμπειρία.

«Η σωστή θεολογία είναι έκφραση της εμπειρίας της Θεώσεως. Το κλειδί της Ορθοδόξου θεολογίας είναι η εμπειρία. Τονίζουν οι δικοί μας θεολόγοι ότι θεμελιώνουν την θεολογία πάνω στην εμπειρία. Οι Πατέρες έχουν ως μόνο θεμέλιο της θεολογίας τους την εμπειρία ή την θεωρία».

Η εμπειρία της θεολογίας είναι η παρατήρηση των ενεργειών του Θεού, η θέα της δόξης του Θεού. Και αυτό είναι μια προσωπική εμπειρία.


«Για να θεολογήσει κανείς πρέπει να έχει την εμπειρία της θεολογίας, όχι απλώς σκέψη. Δεν μπορεί, για να είναι θεολόγος, να θεολογεί κανείς με την σκέψη του απλώς, να ταυτίζει την σκέψη του με την θεολογία· όχι. Θα απόκτηση την εμπειρία, αν γίνει θεολόγος, θα περάσει από την κάθαρση, θα φθάσει στον φωτισμό και τότε είναι θεολόγος, αφού έχει τον φωτισμό.

Κι αφού έχει την ενέργεια του Θεού μέσα του, γίνεται παρατηρητής των ενεργειών του Θεού και γι’ αυτόν τον λόγο ως παρατηρητής κάνει περιγραφική ανάλυση και ξέρει ο ίδιος πως έφτασε σε αυτή την κατάσταση και είναι σε θέση να οδηγήσει τους άλλους σε αυτή την κατάσταση.

Λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος δουλεύει επιστημονικά. Αλλά, επιστημονικά με ποιόν τρόπο: Με έναν τρόπο που ομοιάζει πολύ με την ιατρική επιστήμη περισσότερο από τις άλλες επιστήμες. Λοιπόν, το κάνει ουσιαστικά. Από τον Πνευματικό του Πατέρα δέχεται μια διάγνωση. Αυτή η διάγνωση αφορά την σύνδεση του προς τον Γέροντα, αυτό δηλαδή είναι μια διάγνωση. Και λέει ότι υπάρχει ο Θεός, ο ενσαρκωμένος Λόγος, ο Χριστός, υπάρχει η τιμή των Αγίων κ.ο.κ.

Πού το ξέρουμε αυτό το πράγμα; από την φιλοσοφία το ξέρουμε, από τις θετικές επιστήμες το ξέρουμε; από πού το ξέρουμε; Το ξέρουμε από την αποκάλυψη. Πώς το ξέρουμε από την αποκάλυψη; Διότι υπάρχουν οι θεόπται, αυτοί που είδαν την δόξα του Θεού, έφθασαν στην θέωση, και αυτοί είναι οι αυτόπται μάρτυρες περί της Ακτίστου δόξης του Θεού, διότι μεταξύ Θεού και κόσμου δεν υπάρχει ουδεμία ομοιότης κ.ο.κ.».

Η Ορθόδοξη θεολογία είναι έκφραση θεοπτίας, αλλά δεν ταυτίζεται η θεολογία με την εμπειρία της Θεώσεως. «Ο θεολόγος, ουσιαστικά, είναι ένας που είναι στην κατάσταση φωτισμού, αυτός είναι ο θεολόγος δηλαδή. Και όταν φθάνει στην θέωση αυτού η θεολογία καταργείται, όχι με την έννοια ότι αχρηστεύεται, αλλά καταργείται, με την έννοια ότι ο ίδιος υπερέβη πλέον την θεολογία και καταλαβαίνει ότι μεταξύ της θεολογίας και της εμπειρίας της Θεώσεως δεν υπάρχει ταύτιση, αν και το ένα εξαρτάται από το άλλο, διότι η θεολογία βγαίνει από την εμπειρία της Θεώσεως.

Αυτή είναι η λεγόμενη θεοπνευστία δηλαδή, βγαίνει από την εμπειρία της Θεώσεως, αλλά δεν ταυτίζεται με την εμπειρία της Θεώσεως. Και η θεολογία, κυρίως υπό την μορφή της προσευχής και της νήψεως δηλαδή, αυτή η θεολογία έχει θεραπευτικό σκοπό και κανέναν άλλον σκοπό».

Και όταν θεολογούν οι Άγιοι, δεν το κάνουν από την ανθρώπινη γνώση και τις προσωπικές μελέτες τους, αλλά από την προσωπική τους εμπειρία. Γνωρίζουν από προσωπική πείρα την άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού.

«Ο Μέγας Αντώνιος, που δεν ήταν μορφωμένος, κατά κόσμον, ήξερε ότι ο Άρειος ήταν αιρετικός από την δική του εμπειρία. Ο ίδιος, όταν είχε την θεοπτία, δεν έβλεπε κανέναν κτιστό Λόγο. Τον έβλεπε άκτιστο».

Έτσι, υπάρχει ο Θεός της εμπειρίας των Αγίων και ο Θεός των φιλοσόφων και στοχαστών και υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο.

Άλλο η εμπειρία των Αγίων και άλλο ο στοχασμός των φιλοσόφων.


«Ο Θεός που υπάρχει, είναι ο Θεός, ο οποίος είναι γνωστός στην εμπειρία της Θεώσεως. Όταν ο Προφήτης, ο Απόστολος, ο άγιος φθάνει στην θέωση και γεύεται τον Θεό στην εμπειρία του, αυτός ο Θεός της εμπειρίας υπάρχει. Ο εμπειρικός Θεός υπάρχει. Οι άλλοι θεοί των άλλων, δεν είναι θεοί. Δεν υπάρχουν αυτοί οι θεοί. Υπάρχει αυτός ο Θεός».

Επομένως, η Ορθόδοξη θεολογία δεν είναι μεταφυσική. Είναι σοβαρό λάθος μερικών να την ταυτίζουν με την μεταφυσική. Εμείς, ό,τι γνωρίζουμε για τον Θεό, προέρχεται από την πείρα των θεοπτών Αγίων και εάν έχουμε και δική μας πείρα.

«Από την Ορθόδοξη εμπειρία όμως εμείς δεν ξέρουμε κανέναν Θεό της μεταφυσικής και μάλλον θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε ως δεισιδαιμονία την ιδέα ότι υπάρχει Θεός που ταυτίζεται με την μεταφυσική. Σε μας ο Θεός είναι του Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, δηλαδή είναι ο Θεός της εμπειρίας της Θεώσεως. Δεν ξέρω άλλον Θεό.

Αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία. Διότι η Ορθόδοξη γνωσιολογία είναι καθαρή, γιατί προέρχεται από την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. Δηλαδή, η ακριβής γνώση του Θεού, που έχουμε ως Ορθόδοξοι, προέρχεται από την εμπειρία της καθάρσεως, του φωτισμού και της Θεώσεως των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας και δεν έχουμε καμία άλλη πηγή.

Στην προσπάθεια των νεοελλήνων θεολόγων -ξέρετε ποιοι είναι οι νεοέλληνες θεολόγοι; Αυτοί που κατέλαβαν την πρώτη εποχή τις έδρες του Πανεπιστημίου Αθηνών όταν ιδρύθηκε αυτοί, ακολουθούντες τον πατριωτισμό του νεοελληνισμού, προσπάθησαν να εκτοπίσουν τους Προφήτες από την μέση και να τους αντικαταστήσουν με τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους. Οπότε, αντί να είναι η Παλαιά Διαθήκη η προετοιμασία για την Καινή Διαθήκη, έγινε η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία. Και αυτό ο κάθε πατριώτης έπρεπε να το παραδεχθεί. Και αυτό είναι ένας λόγος, γιατί οι καλόγεροι έγιναν οι εχθροί του νεοελληνισμού κατά τους νεοέλληνας».

Οι Πατέρες έχουν ως βάση την εμπειρία και όχι την φιλοσοφία ούτε απλώς την φαντασία, ακόμη και η εμπειρία δεν συνδέεται με την απλή μελέτη της Αγίας Γραφής.

«Όλο αυτό το οικοδόμημα βασίζεται σε μία εμπειρική γνώση, δεν είναι θεωρία ενός φιλοσόφου ή κάποιου που κάθεται με την Αγία Γραφή στο χέρι του και φαντάζεται τι γράφει η Αγία Γραφή δηλαδή, ή παίρνει Πατέρες της Εκκλησίας για να τον βοηθήσουν να διάβαση την Αγία Γραφή και φαντάζεται τι λένε οι Πατέρες και τι λέει η Αγία Γραφή. Ο καθένας με την φαντασία του βαδίζει».

«Για να φθάσει κανείς σε ένα σημείο να έχει κοινωνία με τον Θεό, πρέπει να καταλάβει πρώτα - πρώτα την διάγνωση της πίστεως, της καταστάσεως του ανθρώπου και μετά την θεραπεία, οπότε έχουμε διάγνωση και θεραπεία».

Η Ορθόδοξη θεολογία διδάσκεται από αυτούς που έχουν εμπειρία προσωπική της Θεώσεως.


«Εδώ, πλέον, ερχόμαστε στο θέμα της εμπειρίας, αλλά πριν έχει ο καθένας μια εμπειρία, όταν δεν έχει εμπειρία, διδάσκεται από τους έχοντες. Δεν είναι έτσι;

Οπότε, πάμε στο σχολείο και μάς λέει ο δάσκαλος για τα άστρα, και έχουμε ένα βιβλίο του Δημοτικού Σχολείου και βλέπουμε μερικές φωτογραφίες από τα άστρα, μαθαίνουμε ορισμένα στοιχεία. Αυτά τα κύρια σώματα, τα πολύ γνωστά μέσα από το βιβλίο, μετά, το βράδυ, αν ζούμε σε κανένα χωριό και δεν υπάρχει πολύς φωτισμός, καθόμαστε και χαζεύουμε και βλέπουμε αυτό το θέαμα. Στην Αθήνα μπορούμε να περνάμε όλη την ζωή μας χωρίς ποτέ να δούμε τα άστρα.

Αν κανείς θέλει να γίνει αστρονόμος, θα πάει να βρει τους αστρονόμους και ένα Πανεπιστήμιο που υπάρχει έδρα αστρονομίας, υπάρχει τηλεσκόπιο κ.ο.κ., και γίνεται αστρονόμος».

Μπορεί να μάθη κανείς διανοητικά για τον Θεό, αλλά, όταν φθάσει στην εμπειρία της Θεώσεως, αυτή η διανοητική θεολογία καταργείται. «Ο σκοπός της θεολογίας είναι να καταργηθεί η θεολογία. Και καταργείται η θεολογία στην εμπειρία της Θεώσεως».

Από αυτά αντιλαμβανόμαστε, ότι η δυτική θεολογία που στηρίζεται στον στοχασμό, την φιλοσοφία και την λογική, θα πρέπει να αλλάξει, να ακολουθήσει την εμπειρική μεθοδολογία των Πατέρων. Αυτό προσδιορίζεται και από την σύγχρονη επιστήμη.

«Το περασμένο καλοκαίρι είχα παρουσιάσει μια εισήγηση, στην οποία ανέφερα ότι οι δυτικοί θεολόγοι ή θα ακολουθήσουν την εμπειρική μεθοδολογία των Πατέρων της Εκκλησίας στα θεολογικά θέματα ή θα τα μαζέψουν και θα εγκαταλείψουν τον στίβο, διότι δεν είναι πλέον πιστευτοί με την παλιά τους ανθρωπολογία, γνωσιολογία, κ.ο.κ.

Και ανέφερα πως η χαριστική βολή εναντίον της μεταφυσικής ήταν πλέον η εμφάνιση της κβαντομηχανικής. Η κβαντομηχανική κατέστρεψε πλέον την έννοια της καθαράς μαθηματικής και φαίνεται σαφώς ότι δεν υπάρχει ούτε ένδειξη πλέον ότι υπάρχει κάτι το αμετάβλητο μέσα στον κόσμο. Όλα είναι εν συνεχή κινήσει και δεν μπορεί κανείς να προδιαγράψει ακριβώς πώς θα λειτουργήσει ένα ηλεκτρόνιο μέσα σε ένα άτομο. Το ηλεκτρόνιο δεν προκαθορίζεται πλέον με την θεωρία του Max Planck. Είναι αποδεδειγμένο πλέον με πειράματα».

Συνεπώς η πραγματική θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας είναι εμπειρική, είναι αποκαλυπτική, δηλαδή είναι εμπειρία της αποκαλύψεως, και όχι φιλοσοφική και στοχαστική.

Η εμπειρία ως βάση της Ορθοδόξου θεολογίας

~ π. Ιωάννης Ρωμανίδης

Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη". Τόμος Α'

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

Η θεολογία ενός Μεγάλου ~ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ένας κορυφαίος θεολόγος του 20ού αιώνος

π. Ιωάννης Ρωμανίδης, μνήμη 1 Νοεμβρίου †
Κορυφαίος Θεολόγος του 20ού αιώνος.

Ο Αθ. Σακαρέλλος, πού είχε πολυχρόνια επικοινωνία μαζί του καί ως Δικηγόρος του, καί στό γραφείο τού οποίου ο π. Ιωάννης παρέδιδε μαθήματα θεολογίας σέ κλειστό κύκλο ανθρώπων, είπε κάποτε πως ο π. Ιωάννης γεννήθηκε σέ λάθος εποχή...

Έπρεπε νά ζή τόν 4ο αιώνα, στόν οποίον έζησαν οι μεγάλοι Πατέρες τής Εκκλησίας.

Ο παπά Γιάννης δέν εκφράζει μιά δική του θεολογία, του στοχασμού και της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας,  αλλά τήν γνήσια εμπειρική θεολογία τής Ορθοδοξίας. Στηρίζεται στήν βιωματική εμπειρία τών Αγίων, Προφητών, Αποστόλων καί Πατέρων, όπως εκφράζεται διά τής καθάρσεως, τού φωτισμού καί τής θεώσεως καί βιώνεται στήν νοερά καρδιακή προσευχή καί τήν θεωρία τού Θεού.

Είναι Επόμενος των Μεγάλων Πατέρων, σε θεολογική σκέψη, ανάλυση και εμπειρία. 

Δεν διδάσκει ''ξερά γράμματα'', διδάσκει νοερά προσευχή και ξεδιαλύνει τα μυστικά της οσο λίγοι Πνευματικοί Πατέρες. Εξηγεί την διαφορά της κυκλικής λειτουργίας της νοεράς ενέργειας στήν καρδιά, (τότε η ευχή λειτουργεί σωστά), απο την ευθεία της κίνηση και λειτουργία, κατά την οποία εισχωρεί η πλάνη... 

Κάτι που συχνά παραβλέπετε και δεν λαμβάνεται καν υπόψην απο όσους χάριτι Θεού αποκτούν εμπειρίες της χάριτος, ελεύσεις της νοεράς ενέργειας στή καρδιά ευκαίρως-ακαίρως, εισερχόμενοι στό στάδιο του πρωτοφωτισμού. 


Διδάσκει εμπειρική θεολογία των ελλάμψεων του Ακτίστου φωτός,
 και της πλήρης θέας Του Θεού, αναλύοντας με απλότητα τα στάδια μετοχής και τις διαφορές της κάθε τάξης και μετοχής στίς Άκτιστες ενέργειες του Θεού... 

Ίσως βέβαια, να χρειάζεται και μια μικρή, ελάχιστη πείρα και γεύση απο τις τρείς τάξεις της χάριτος, για να καταλάβει κανείς την θεολογία του παπα Γιάννη, και τι ξεδιαλύνεται στα μάτια του μπροστά. Αυτός όμως είναι ξεκάθαρα και ο σκοπός της διδασκαλίας του. Η επανάληψη της εμπειρίας, το να οδηγήσει τον αναγνώστη στήν βίωση των όσων λαμβάνει απο την ανάγνωση των θεραπευτικών κειμένων του... 

Λόγος λιτός και περιεκτικός σε αποκαλυπτικές αλήθειες της Ορθοδοξίας που δύσκολα συναντά πια κανείς, μέσα σε μια Εκκλησία που σήμερα μοιάζει παράλυτη εξαιτίας της πνευματικής της επιφανειακότητας, μιάς στείρας τυπολατρίας, και μιάς ανευλαβούς υπακοής, στα διατάγματα του Καίσαρος της κάθε εποχής...

Έλεγε xαρακτηριστικά:

''Άλλο είναι να γνωρίσει κανείς κάτι περί του Θεού, και άλλο να γνωρίσει τον ίδιο τον Θεό. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Περί του Θεού μπορεί κανείς να γνωρίσει και από την φαντασία του, μπορεί να φαντάζεται πράγματα περί Θεού...

Μπορεί να ακούει πράγματα περί του Θεού, μπορεί να διάβασει την Αγία Γραφή, μπορεί να λέει ό,τιδήποτε περί του Θεού. Αυτό το ακούω και πιστεύω περί Θεού μπορεί να έχει ακρίβεια, μπορεί να μην έχει ακρίβεια... 

Αν κανείς δεν έχει δική του αποκαλυπτική εμπειρία, δέχεται την εμπειρία των θεουμένων, των φίλων του Θεού. Αυτοί είναι η αυθεντία.

Γι’ αυτό, λοιπόν, αν έχης εμπειρία, καλώς. Αν όχι, τουλάχιστον να έχης έναν φίλο, που έχει αυτός την εμπειρία του Ακτίστου Φωτός και αυτός ο φίλος σου να σε διαβεβαίωση ότι το είδε, και τότε να το δεχθής...'' (Εμπειρική Δογματική)


Κάθε λόγος του, κάθε μικρό απόσπασμα των συγγραμμάτων του παπα Γιάννη, αναπαύει, ξεδιαλύνει, τακτοποιεί την καρδιά του αναγνώστη, και κατηχεί Ορθοδόξως.

''Στην περίπτωσι της νοεράς προσευχής ό,τι συμβαίνει στην καρδιά του ανθρώπου και ό,τι αισθάνεται ο άνθρωπος, λαμβάνει χώραν εκείνην την στιγμή που το αισθάνεται.

Δεν είναι κάτι του παρελθόντος. Είναι μία εμπειρία του παρόντος. Διότι οι Ορθόδοξοι έχουν παράδοσι αιώνων της ερμηνείας της νοεράς προσευχής, της οποίας η αλήθεια είναι αδιαφιλονείκητος για τους Ορθοδόξους.

Και είναι αυτή η ερμηνεία αδιαφιλονείκητος, διότι δεν είναι ερμηνεία παρελθούσης εμπειρίας, η οπoία δεν μπορεί να εξακριβωθή ή να επαναληφθή, αλλά είναι ερμηνεία μιας ζώσης, αληθινής, σημερινής εμπειρίας και πραγματικότητος, που συνεχώς επαναλαμβάνεται και συνεχίζεται και παραδίδεται από γενεά σε γενεά μέσα στην Ορθόδοξο Εκκλησία...'' (Πατερική Θεολογία)

Θεολογία Αποκαλυπτική και Αναστάσιμη.

Ο λόγος του παπα Γιάννη Ρωμανίδη, ίσως είναι σήμερα πιο αναγκαίος απο ποτέ για να ξεδιαλύνει τα σκοτάδια της εποχής μας, και να καθοδηγήσει στή αποκάλυψη της αλήθειας στήν ζωη μας.

''Οι Ορθόδοξοι θεολόγοι, που έχουν προσωπική πείρα του Θεού, έχουν πάντοτε την ίδια θεολογία, δεν την αλλάζουν, όπως το κάνουν οι φιλόσοφοι.

Οι φιλοσοφούντες αλλάζουν την παράδοση εξ αιτίας λογικών σχημάτων που κάνουν, έχουν πιο πολύ εμπιστοσύνη στην λογική τους, παρά στην εμπειρία των θεουμένων, γι’ αυτό συλλαμβάνουν κάτι με την λογική τους και ταυτίζουν αυτό με την πραγματικότητα περί Θεού. Όλες οι αιρέσεις προέρχονται από τέτοια εσφαλμένη βάση.

Οι θεούμενοι, όσοι μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού ενέργειας του Θεού, έχουν κοινή εμπειρία για το ότι ο Θεός επικοινωνεί με τον κόσμο με τις άκτιστες ενέργειές Του. Αυτό είναι θέμα εμπειρίας και όχι στοχαστική και φανταστική διδασκαλία...''(Εμπειρική Δογματική)


Η αξία της θεραπευτικής θεολογίας του Πνευματικού πατρός Ιωάννη Ρωμανίδη, σαφώς και δεν δύναται να αποτυπωθεί μέσα σε ενα μικρό κείμενο που η αγάπη μου καταθέτει, ως μικρόν αντίδωρο και ευχαριστήρια για το πνευματικό όφελος που έλαβα απο τον ανερμήνευτο πλούτο των θεολογικών του κειμένων.

Αποτελεί το ελάχιστο, η χαρά του να μοιραστώ με φίλους και αδελφούς τα πνευματικά  διαμάντια, προσδοκώντας τα μέγιστα, την κάθαρση και τον φωτισμό, χάριτι Θεού την τελείωση και σωτηρία των ψυχών, τον αγιασμό, την θέωση και ένωση με τον Θεο, καθώς αυτό ήταν και η σφοδρή επιθυμία του πατρός Ιωάννη. 

Η επανάληψη της βιωματικής εμπειρίας, η σωτηρία και ο αγιασμός του πλησίον, συνταγμένος πλήρως με την θεία εκείνη εντολή του Κυρίου: «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Λευϊτ. 20,7,26 & Α΄ Πέτρ. 1,16). 

Είθε να βρεθούμε άξιοι συνεχιστές της πνευματικής του παρακαταθήκης. 

Ας έχουμε την ευχή του! 

Είς μνήμην πατρός Ἰωάννου Ρωμανίδη

Δημήτρης Ρόδης 

Μελετήστε τις σχετικές αναρτήσεις του Μεγάλου εμπειρικού θεολόγου, και Διδασκάλου της θεραπευτικής οδού της Ορθόδοξης Εκκλησίας, της καθάρσεως, του φωτισμού, και της θεώσεως, εδω:   https://pneumatoskoinwnia.blogspot.com/search/label


Σάββατο 3 Ιουνίου 2023

Οι θεούμενοι Πατέρες θεμέλιο της εκκλησιαστικής ζωής ~ π. Ιωάννης Ρωμανίδης

Οι θεούμενοι θεμέλιο της εκκλησιαστικής ζωής
Οδηγοί και πρωταγωνιστές τής εκκλησιαστικής ιστορίας

~ πατρός Ιωάννη Ρωμανίδη 

Οι θεούμενοι που μετέχουν της δόξης του Θεού, δηλαδή οι Προφήτες, Απόστολοι, Πατέρες, όσιοι, Άγιοι, είναι το θεμέλιο και η βάση της εκκλησιαστικής ζωής.

Η Εκκλησία δεν είναι μια ανθρωποκεντρική οργάνωση, αλλά το τεθεωμένο Σώμα του Χριστού και κοινωνία Θεώσεως. Κεφαλή της είναι ο Χριστός και μέλη της είναι οι κατά διαφόρους βαθμούς μετέχοντες της Θεώσεως, που λέγονται θεούμενοι.

Όσοι έχουν εμπειρία του Θεού, είναι τα πραγματικά μέλη της Εκκλησίας, αφού η Εκκλησία «δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα», αλλά «οι εμπειρίαν έχοντες». Τα μέλη της Εκκλησίας δεν καθορίζονται από την ηθική τους συγκρότηση, αλλά από το κατά πόσον μετέχουν της Θεώσεως και είναι θεούμενοι.

«Οπότε, δεν έχουμε πλέον έναν άνθρωπο, ο οποίος είναι καλός η κακός. Έχουμε ανθρώπους οι οποίοι είναι φωτισμένοι ή δεν είναι φωτισμένοι, είναι θεούμενοι ή δεν είναι θεούμενοι».

Οι θεούμενοι είναι η αυθεντία στην Εκκλησία, γιατί αυτοί απέκτησαν την αληθινή, απλανή γνώση του Θεού. 

Ο λαός που ακολουθεί τους θεουμένους έχει αληθινή πίστη. Άλλο είναι η γνώση του Θεού και άλλο είναι η πίστη περί του Θεού.

«Εάν κανείς φθάνει στον φωτισμό και την θέωση, τότε θα έχει την ίδια εμπειρία που έχουν όλοι οι θεούμενοι και, άρα, ακριβώς την ίδια γνώση που έχουν οι θεούμενοι και γι' αυτό υπάρχει ταυτότητα γνώσεως του Θεού υφ' όλων των θεουμένων όλης της Ιστορίας.

Εκείνοι που έχουν γνώσεις περί του Θεού, μέσω των θεουμένων, είναι εκείνοι που έχουν ορθή πίστη περί του Θεού. Αλλά η ορθή πίστη περί του Θεού δεν σημαίνει και γνώση του Θεού.

Άλλο να γνωρίσουμε τον Θεό "πρόσωπον προς πρόσωπον", άλλο είναι να πιστεύουμε σωστά περί του Θεού, διότι έχουμε οδηγούς τους θεουμένους.

Είναι όπως είναι ο μαθητής αστρονόμος με τον επιστήμονα αστρονόμο που βλέπει με το τηλεσκόπιο. Το ίδιο ακριβώς, ίδια σχέση υπάρχει».

Οι θεούμενοι είναι οι απλανείς διδάσκαλοι στην Εκκλησία, και στην διδασκαλία τους στηριζόμαστε για να γνωρίσουμε και εμείς εκ πείρας τον Θεό. Η διδασκαλία των θεουμένων είναι τα κτιστά ρήματα και νοήματα της εμπειρίας τής ακτίστου Χάριτος που έχουν βιώσει.

«Ο ίδιος ο θεούμενος έχει μια γνώση που υπερβαίνει την γνώση, αλλά χρησιμοποιεί και τα ρητά και τα νοήματα για να μιλάει στους άλλους. Γι' αυτό δεν καταργείται η Αγία Γραφή, χρησιμοποιείται η Αγία Γραφή από τους ίδιους τους θεουμένους, διότι είναι τα ρητά και τα νοήματα με τα οποία οδηγούνται και οι άλλοι στην ίδια εμπειρία κ.ο.κ».

Επειδή οι θεούμενοι είναι αυθεντικοί διδάσκαλοι, γι' αυτό και, όταν συνέρχονται σε Τοπικές ή Οικουμενικές Συνόδους, διατυπώνουν απλανώς, θεοπνεύστως την διδασκαλία της Εκκλησίας.

«Γι' αυτό βρίσκουμε θεουμένους Αγίους όχι μόνο στην Ανατολή, αλλά και στην Δύση, αιώνες ολόκληρους. Αυτοί οι άνθρωποι όταν συνήρχοντο σε Σύνοδο, αμέσως γνωρίζανε τι είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας».

Επειδή βασικό κριτήριο στην Εκκλησία που καθορίζει την αληθινότητα των μελών της είναι οι θεούμενοι, γι' αυτό στην αρχαία Εκκλησία παρατηρείται το γεγονός ότι από αυτούς τους θεουμένους και Προφήτες εκλέγονταν οι Επίσκοποι και Πρεσβύτεροι. 

Αυτό το βλέπουμε στις «Πράξεις των Αποστόλων», κατά την εκλογή του Αποστόλου Ματθία, που κατέλαβε τον τόπο του Ιούδα. Έπρεπε να είναι μάρτυς της Αναστάσεως του Χριστού.

Άλλωστε, οι Κληρικοί έπρεπε να ήταν θεούμενοι, γιατί μόνον τότε ήταν οι αληθινοί ιατροί, γνώριζαν να θεραπεύσουν τους ανθρώπους και από το σκότος του νου να τους οδηγήσουν στον φωτισμό του νου και την θέωση.

Σκοπός της Εκκλησίας και αποστολή της είναι να κάνει τους ανθρώπους Θεούμενους.

Η Εκκλησία, όπως συχνά ως εδώ έγινε λόγος, ομοιάζει με ένα νοσοκομείο και οι Κληρικοί με τους ιατρούς. Με αυτήν την προοπτική πρέπει να δούμε την αρετή της υπακοής.

Δεν υπακούουμε σε κάθε διδασκαλία που εμφανίζεται, αλλά στους θεουμένους, που έχουν εμπειρία Θεού, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο η υπακοή θα οδηγήσει στην θέωση, στην μέθεξη τής ακτίστου δόξης του Θεού.

«Στην Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν ερμηνεύθηκε η υπακοή ως μία τυφλή υπακοή σε μια αυθεντία από μια χειροτονία, επειδή ένας είναι δεσπότης, επειδή ένας είναι ηγούμενος κ.ο.κ. Όχι!

Η αυθεντία είναι η πνευματική αυθεντία.

Όταν κανείς είναι θεούμενος η φωτισμένος και εξασκημένος στην καθοδήγηση άλλων ανθρώπων στην θεραπεία, σε αυτόν, μέχρις ότου φθάσουμε εμείς σε ορισμένο σημείο, θα έχουμε μια υπακοή για να μάθουμε την μέθοδο. Σε αυτόν θα έχουμε υπακοή. Όχι σε οποιονδήποτε».

Η υπακοή στους «πείρα μεμυημένους» είναι αναγκαία για την πορεία προς την θέωση. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπονομεύεται και παραθεωρείται ο κανονικός θεσμός της Εκκλησίας.

Ακόμη δε και η προσευχή στους Αγίους έχει σημασία, γιατί αυτοί παραμένουν θεούμενοι, είναι φίλοι του Θεού και έχουν παρρησία σε Αυτόν, με αποτέλεσμα να έχουν οι μεσιτείες τους ενέργεια.

«Ο θεούμενος, όταν εκδημεί προς Κύριον, παραμένει θεούμενος, δεν παύει να είναι θεούμενος και μετέχει στην δόξα του Θεού, στην θεοπτία. Και γι' αυτόν τον λόγο εμείς κάνουμε προσευχές και επικαλούμεθα αυτούς τους ανθρώπους να μεσιτεύουν υπέρ ημών».

Επομένως, οι θεούμενοι είναι η βάση και το θεμέλιο της εκκλησιαστικής ζωής, αυτοί έχουν την ζωή των Πρωτοπλάστων προ της πτώσεως, αλλά μετέχουν και του τεθεωμένου Σώματος του Χριστού. Οι Πατέρες ερμηνεύουν τα θεολογικά θέματα από εμπειρία και όχι από στοχασμούς.

Έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η ιστορία της Εκκλησίας είναι τα διάφορα γεγονότα που έχουν σχέση με την εξωτερική δράση των μελών της, με τους διωγμούς, τις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους, με τα σχίσματα και τις διαιρέσεις, με τις αιρέσεις και τους πολέμους κλπ. Είναι και αυτό ένα τμήμα της ιστορίας που διδάσκεται στις θεολογικές σχολές και τα σχολεία ως ειδικό μάθημα.

Όμως, η πραγματική εκκλησιαστική ιστορία είναι η ζωή των Αγίων, η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά των πιστών, η πορεία από την Κυριακή της Τυρινής έως το Πάσχα και από εκεί έως την Πεντηκοστή και την εορτή των Αγίων Πάντων. 

Αυτά τα γεγονότα δεν είναι εξωτερικά, ιστορικά μόνον, δεν είναι εφάπαξ γεγονότα, αλλά επαναλαμβάνονται στην ζωή κάθε πιστού, ο οποίος με την μετάνοια και την κάθαρση της καρδιάς φθάνει στην Πεντηκοστή, δηλαδή μετέχει της θεοπτικής ενεργείας του Θεού και εορτάζει κατά την εορτή των Αγίων Πάντων.

«Κι αυτό φαίνεται από το εορτολόγιο της Εκκλησίας, που έχουμε την ημέρα του Πάσχα. Προηγήθηκαν οι Βαπτίσεις το Μεγάλο Σάββατο. Μετά φθάνουμε μέχρι την Πεντηκοστή, με το ευαγγέλιο του Ιωάννου, που είναι το "πνευματικό ευαγγέλιο" της Εκκλησίας, γι' αυτούς που έχουν βαπτισθεί. Μετά φθάνουμε στην ημέρα της Πεντηκοστής και μετά είναι η Κυριακή των Αγίων Πάντων. Αυτός είναι ο σκοπός της Πεντηκοστής».

«Λοιπόν, αυτά είναι τα ζωντανά κηρύγματα της Ορθοδοξίας, γι' αυτό η Ορθοδοξία πάντοτε βασίζεται στους βίους των Αγίων. Οπότε, το αγιολόγιο ήταν η σπονδυλική στήλη της Ορθοδόξου θεολογίας».

Η Εκκλησία δεν είναι μια ιδεολογία ούτε μια κοινωνική ή θρησκευτική οργάνωση, αλλά το Σώμα του Χριστού.

Ο πιστός που μετέχει στην εκκλησιαστική ζωή, στην πραγματικότητα μετέχει της ζωής του Χριστού.

Αυτό επιτυγχάνεται με τα Μυστήρια, δια των οποίων ο άνθρωπος δέχεται την άκτιστη Χάρη του Θεού και ενώνεται με τον Χριστό, τρέφεται από Αυτόν και δοξάζεται.

Έτσι καταλαβαίνουμε ότι η Εκκλησία «σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις» και η Χάρη δια των Μυστηρίων ενεργεί ποικιλοτρόπως στον άνθρωπο.

Οι Απόστολοι και οι Πατέρες προσδιορίζουν κάποια πλαίσια μέσα στα οποία μπορεί να ερμηνευθεί η εκκλησιαστική ζωή.

Οι θεούμενοι είναι το θεμέλιο της εκκλησιαστικής ζωής

Ένας κορυφαίος δογματικός θεολόγος τής
Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας

π. Ιωάννης Ρωμανίδης 

Από το βιβλίο "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄. Πηγή: logosfotos.blogspot.com

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

Η εμπειρία ως βάση της Ορθοδόξου θεολογίας ~ π. Ιωάννου Ρωμανίδη

Η εμπειρία ως βάση της Ορθοδόξου θεολογίας
"Εμπειρική Δογματική'', Η Ορθοδοξία ως θετική επιστήμη 

~ π. Ιωάννης Ρωμανίδης

Η θεολογία δεν συγκαταλέγεται στις θεωρητικές επιστήμες, δηλαδή την φιλοσοφία και την μεταφυσική, αλλά στις πρακτικές θετικές επιστήμες. Και αυτό συμβαίνει γιατί στην Ορθόδοξη θεολογία, όπως και στις θετικές επιστήμες, υπάρχει η παρατήρηση και το πείραμα. Παρατηρείται ένα γεγονός, φθάνει κανείς στην θεωρία και στην συνέχεια έχει την δυνατότητα να επαλήθευση την θεωρία.

«Ο επιστήμων βλέπει αυτό που γνωρίζει, που μελετάει και αποκομίζει από εμπειρία γνώσεις περί αυτού του πράγματος. Η γνώση είναι καθαρά εμπειρική σε όλες τις θετικές επιστήμες. Κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας, το ίδιο συμβαίνει στην θεολογία».

Έτσι, νοούμε ότι οι Άγιοι Πατέρες δεν ήταν φιλόσοφοι μεταφυσικοί, αλλά θετικιστές εμπειρικοί, δηλαδή ζούσαν τον φωτισμό και την θέωση.

«Συμφωνούμε απόλυτα, ότι είμαστε θετικισταί. Δεχόμαστε μόνο εμπειρικά φαινόμενα και τίποτε άλλο. Είμεθα απόλυτα σύμφωνοι σ' αυτό. Γιατί, οι Πατέρες μόνο εμπειρικά φαινόμενα εδέχοντο. Γι’ αυτό, ο φωτισμός είναι καθαρά εμπειρική κατάσταση και τίποτε άλλο. Η θέωση εξ ίσου είναι εμπειρική κατάσταση. Και όλη η θεολογία της Εκκλησίας εκπηγάζει από αυτές τις εμπειρικές καταστάσεις».

Το παράδειγμα του αστρονόμου και του μικροβιολόγου είναι χαρακτηριστικό. Δείχνει ότι η επιστήμη τους είναι εμπειρική και όχι στοχαστική. Μέσα από αυτήν την προοπτική μπορούμε να δούμε την Ορθόδοξη θεολογία.

«Ένας γίνεται αστρονόμος, όταν ξέρη να χειρίζεται το τηλεσκόπιο. Και αυτός είναι ο αστρονόμος. Εκείνος που ξέρει και διαβάζει τον χάρτη των άστρων και των ουρανίων σωμάτων, ξέρει να τα εντοπίσει, ξέρει να τα δη με το τηλεσκόπιο, ξέρει να τα μελετήσει κλπ. Εκείνος που βλέπει και έχει την επιστήμη του να βλέπει, αυτός είναι ο αστρονόμος. Μικροβιολόγος είναι εκείνος, ο οποίος με το μικροσκόπιο ξέρει να εντοπίσει μικρόβια. Εκείνος που βλέπει, εκείνος που έχει την εμπειρία, εκείνος είναι επιστήμων.

Λοιπόν, όπως είναι στις άλλες επιστήμες, εκείνος που έχει την γνώση και την εμπειρία και την τέχνη της επιστήμης του είναι επιστήμων, έτσι και στην θεολογία εκείνος που βλέπει, ως φωτισμένος, εκείνος που έχει τα όμματα του φωτισμού, έχει την εμπειρία του φωτισμού, την νοερά προσευχή, την αέναον μνήμη του Θεού κ.ο.κ, αυτός είναι ο θεολόγος».

Έτσι και η Ορθόδοξη θεολογία δεν είναι στοχαστική, αλλά θετική επιστήμη και έχει πείραμα και παρατήρηση-θεωρία.

«Η θεολογία είναι μια θετικότατη επιστήμη, διότι είναι εμπειρικός ο τρόπος έλεγχου. Όπως είναι το πείραμα σε όλες τις θετικές επιστήμες, έτσι υπάρχει και το πείραμα στην Ορθόδοξη θεολογία. Και υπάρχει πειραματήριον και υπάρχουν κριτήρια, υπάρχει έλεγχος με μεγάλη ακρίβεια, για να ξέρουμε ποιος έχει φθάσει σε αυτές τις καταστάσεις».

Στις ανθρώπινες επιστήμες η περιγραφή των παρατηρήσεων αποβλέπει στην επανάληψη και επαλήθευση από αυτούς που επιθυμούν να λάβουν πείρα και γνώση.

«Σε κάθε επιστήμη γίνεται περιγραφή πειραμάτων και τα δεδομένα μιας επιστήμης περιγράφονται σε βιβλία. Από το ένα μέρος έχουμε έκφραση παρατηρήσεων, έχουμε περιγραφή παρατηρήσεων, πειραμάτων. Από το άλλο μέρος ο σκοπός αυτής της περιγραφής είναι να οδηγηθούν και οι άλλοι στην ίδια παρατήρηση. Οπότε, έχουμε παρατήρηση, περιγραφή της παρατηρήσεως, με σκοπό να οδηγηθούμε πάλι στην ίδια παρατήρηση.

Ένας αστρονόμος περιγράφει ένα μέρος των αστέρων, δηλαδή, έχω την περιγραφή, έχω και χάρτη, ίσως και φωτογραφία, και χρησιμοποιώντας το τηλεσκόπιο, επαναλαμβάνω και εγώ την εμπειρία την οποία είχε ο προηγούμενος. Δηλαδή, εκείνος είχε την εμπειρία και την περιέγραψε. Ο σκοπός της περιγραφής είναι και να μου αποδώσει το τι είδε, αλλά και να με καταστήσει δυνατόν να δω κι εγώ είτε με την φαντασία μου ή με μία φωτογραφία ή με το τηλεσκόπιο. Οπότε, ο σκοπός της περιγραφής είναι η επανάληψη. Παρατήρηση, περιγραφή, επανάληψη της παρατηρήσεως.

Το ίδιο ακριβώς είναι η πατερική παράδοση. Οι παρατηρηταί είναι οι Θεούμενοι, έχουν την θεοπτία, περιγράφουν και σκοπός της περιγραφής είναι η επανάληψη της παρατηρήσεως, δηλαδή θέωση, έκφραση Θεώσεως, με σκοπό να φθάσουμε και οι άλλοι στην θέωση. 

Λοιπόν, είναι ακριβώς η ίδια επιστημονική μέθοδος που υπάρχει σ' όλες τις θετικές επιστήμες και στην Ορθόδοξη θεολογία. Με την διαφορά ότι, ενώ στις θετικές επιστήμες το περιγραπτόν είναι περιγραπτόν, στην Ορθόδοξη θεολογία το περιγραπτόν είναι απερίγραπτον. Αυτό είναι το πρόβλημα δηλαδή, διότι ο Θεός δεν ομοιάζει με τίποτα το κτιστόν και δεν υπάρχει καμία ομοιότης μεταξύ του Ακτίστου και του κτιστού.

Οπότε, υπάρχει η εμπειρία της Θεώσεως που είναι η θεοπτία, αλλά αυτό που παρατηρεί κανείς είναι απερίγραπτον και, επομένως, περιγράφεται κατά τέτοιον τρόπο που να φαίνεται ότι είναι απερίγραπτον. Και τονίζουν συνέχεια οι Πατέρες ότι ο Θεός ο απερίγραπτος και απερίγραπτος και απερίγραπτος... 

Αλλά όμως Τον περιγράφουν. Τον περιγράφουν με αυτά τα νοήματα, τα οποία έχουν συμβολικόν χαρακτήρα, και βέβαια γι’ αυτό έχουμε και την αποφατική θεολογία, διότι κάθε θέση έχει και την άρνηση της. Όχι διότι ο Θεός είναι θέση και άρνηση, αλλά διότι ο Θεός υπερβαίνει και την θέση και την άρνηση κ.ο.κ. ».

Οι Θεούμενοι έχουν προσωπική εμπειρία του Θεού, βλέπουν την δόξα του Θεού. Όμως, επειδή υπάρχει διαφορά μεταξύ κτιστού και Ακτίστου και επειδή ο Θεός και φανερούμενος παραμένει μυστήριο και απερίγραπτος, γι’ αυτό η Ορθόδοξη θεολογία είναι αποφατική, όχι όμως αγνωστικιστική. Σε αυτό διαφέρει η Ορθόδοξη θεολογία από τις επιστήμες.

«Στις άλλες επιστήμες, αυτό που περιγράφεται είναι περιγραπτό και ό,τι μπορεί κανείς να περιγράψει, είναι χρώματα, είναι σχήματα, είναι μαθηματικά σύμβολα κλπ. Και μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτό το πράγμα. Ξέρεις ότι υπάρχει εν κινήσει και έχει όγκο, βάρος, ταχύτητα κλπ. 

Στην θεολογία αυτό που βλέπει κανείς στην θέωση, εκτός από την ανθρώπινη φύση του Χριστού, είναι απερίγραπτο. Δεν έχει καμιά ομοιότητα με τίποτα το κτιστό. Δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα ώστε να μπορείς με το όμοιο να περιγράψεις το όμοιο. Ούτε χρώμα έχει ούτε σχήμα έχει ούτε μέγεθος ούτε ύψος ούτε βάρος, τίποτα. 

Δεν έχει τίποτα το κοινό με ο,τιδήποτε το κτιστόν, όλα αυτά που ξέρουμε με την εμπειρία μας, με την αφή, με την όσφρηση, με τα μάτια μας, με την λογική μας, με τα αυτιά μας, ο,τιδήποτε εμπειρία έχουμε είτε σωματική είτε λογική. Αυτό που λέγεται Θεός είναι τελείως διαφορετικό. Καμία ομοιότης.

Οι Πατέρες το τονίζουν και το ξανατονίζουν. Και από πού το ξέρουν ότι δεν έχει καμία ομοιότητα; Από την εμπειρία. Η ίδια η εμπειρία της Θεώσεως τους εδίδαξε ότι δεν έχει καμία ομοιότητα. Ούτε σκότος είναι ούτε φως είναι. Και έχουμε όλα αυτά τα ωραία της αποφατικής θεολογίας. Σε αυτό ακριβώς είναι η διαφορά με τις θετικές επιστήμες. Οι θετικές επιστήμες ασχολούνται με περιγραπτά και η θεολογία με κάτι το απερίγραπτο.

Οπότε, το κριτήριο της Ορθοδόξου θεολογίας δεν είναι η όμορφη γλώσσα που χρησιμοποιούμε όταν μιλάμε για την αποφατική θεολογία. Υπάρχουν μερικοί που πετάνε λόγια, που χρησιμοποιούν την ωραία γλώσσα της αποφατικής θεολογίας και έχει μεγάλη ποίηση ξέρετε αυτή η γλώσσα, συγκλονίζει αυτός ο τρόπος της σκέψεως.

Αλλά μερικοί συγκλονίζονται από τις ιδέες της αποφατικής θεολογίας και δεν ξέρουν πού είναι τα θεμέλια αυτής της θεολογίας. Και θεολογούν αποφατικά. Και έχει καταντήσει να είναι μια ωραία συρραφή από ωραίες σκέψεις και λέξεις. Αυτό εννοώ, ότι έχει ταυτισθεί η θεολογία με ωραιολογία».

Το θεμέλιο της Ορθοδόξου θεολογίας είναι η εμπειρία της αποκαλύψεως και όχι ο στοχασμός. Και από την εμπειρία προέρχεται η καταφατική και η αποφατική θεολογία.

«Τα θεμέλια της καταφατικής και αποφατικής θεολογίας δεν έχουν καμία σχέση με τον στοχασμό του ανθρώπου, αλλά προέρχονται από την ίδια την εμπειρία της Θεώσεως, οπότε διαπιστούται από την εμπειρία αυτή, ότι μεταξύ του κτιστού και του Ακτίστου δεν υπάρχει καμία ομοιότης. Αυτό είναι το θεμέλιο αυτής της θεολογίας, το οποίο θεμέλιο βασίζεται στην αποκάλυψη. Δεν βασίζεται στον στοχασμό του ανθρώπου.

Επομένως, εξ αιτίας αυτής της εμπειρίας της Θεώσεως, ο άνθρωπος, ως παρατηρητής, αφού εξακριβώνει από την εμπειρία του, γνωρίζει ότι δεν υπάρχει ουδεμία ομοιότης μεταξύ του κτιστού και του Ακτίστου και ότι το Άκτιστον δεν ανταποκρίνεται σε κανένα νόημα το οποίο μπορεί ο άνθρωπος να συλλάβει μέσα στο μυαλό του. 

Βέβαια, μιλώντας για τον Θεό, για λόγους πνευματικής καθοδηγήσεως είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποίηση την γλώσσα την καταφατική. Αλλά, για να μη ταυτισθεί ποτέ ο Θεός με τις καταστάσεις αυτές, εφ’ όσον δεν ταυτίζεται με τα νοήματα, που μπορεί να έχει ο άνθρωπος, γι’ αυτόν τον λόγο και διορθώνονται οι καταφάσεις με αποφάσεις. Και έχουμε κατάφαση και απόφαση σε όλα τα θέματα όπως για παράδειγμα λέμε ότι ο Θεός οράται αοράτως και γινώσκεται αγνώστως κλπ.».

Οι Άγιοι έφθασαν στην θέωση και γι’ αυτό έχουν ταυτότητα εμπειριών και ίδια γνώση του Θεού.

«Οι άνδρες των θετικών επιστημών ερευνούν ένα ορισμένο αντικείμενο είτε γιατροί είναι, μαθηματικοί, γεωλόγοι, γεωπόνοι κ.ο.κ., και αυτά τα περιγράφουν με ρήματα και νοήματα. Όταν γράφουν, δηλαδή, αυτά ανταποκρίνονται με τις εμπειρίες που ημπορεί να έχει ο κάθε ένας, ο οποίος θέλει ν' ασχοληθεί με εκείνη την επιστήμη.

Υπάρχει μία ταυτότης εμπειριών, γι’ αυτό και όταν γράψει ένας γεωλόγος, μηχανολόγος, δεν ξέρω, ας πούμε, στη Ρωσία, αυτά που γράφει εκείνος, όταν μεταφραστούν σε ξένες γλώσσες, τα διαβάζει ένας Γάλλος, Γερμανός, Αμερικανός, καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο.

Αυτό γίνεται σε όλες τις θετικές επιστήμες, γι’ αυτό και υπάρχει μια κοινή γλώσσα που καθρεφτίζει την εμπειρία διαφόρων επιστημόνων. Όταν ένας περιγράφει ένα πείραμα στην άκρη του κόσμου, περιγράφει το πείραμα του και λέει ότι έκανα αυτό και αυτό. Μετά ο άλλος, αν δεν έχει εμπιστοσύνη σε αυτά που γράφει, επαναλαμβάνει το ίδιο το πείραμα, ακριβώς όπως το περιγράφει εκείνος, και έχει το ίδιο αποτέλεσμα. 

Και εφόσον όλοι έχουν τα ίδια αποτελέσματα, συμφωνούν όλοι ότι αυτή η ανάλυση αυτής της πραγματικότητος είναι η σωστή ανάλυση. Και επικρατούν ορισμένες απόψεις, που είναι άσχετες με θρησκευτικές πεποιθήσεις ή πολιτικές πεποιθήσεις ή κοινωνιολογικές πεποιθήσεις κ.ο.κ., τελείως άσχετα δηλαδή.

Λοιπόν, όλος αυτός ο τρόπος ερεύνης εντάσσεται σε αυτό που λέμε θετικές επιστήμες, γιατί οι θετικές επιστήμες καθρεφτίζουν μια γνώση που ελέγχεται από επαναληπτικές ενέργειες, συνθέσεις πραγμάτων που βγάζουν ένα ορισμένο αποτέλεσμα. Και αυτό το αποτέλεσμα αποδεικνύει ότι είναι σωστή η μέθοδος».

Στις επιστήμες, η πείρα των ερευνητών επιστημόνων μεταβιβάζεται και στους μαθητές τους. Η εμπειρική γνώση κάνει έναν κύκλο. Το ίδιο παρατηρείται και στην Ορθόδοξη θεολογία, με την διαφορά ότι υπάρχουν βαθμοί γνώσεως, καθώς επίσης η θέα του Θεού είναι ακατανόητη και απερίγραπτη.

«Έχουμε ένα κύκλο, όπως έχουμε στην αστρονομία. Ο πρώτος βλέπει με το τηλεσκόπιο του Mount Wilson και είδε για πρώτη φορά 200 γαλαξίες, που πριν νομίζανε ότι υπάρχει μόνο ένας. Εθέσανε σε λειτουργία το τηλεσκόπιο, φωτογραφίσανε και όλοι με την πρώτη φορά είδαν διακόσιους γαλαξίες. Τώρα έχουν βρει κάπου εκατό χιλιάδες γαλαξίες. Ο αστρονόμος Χάμπελ, που πρώτος χειρίστηκε το τηλεσκόπιο, είχε μια εμπειρία με αυτά που είδε. Αυτή η εμπειρία γίνεται και εμπειρία των διαδόχων του.

Έχουμε την εμπειρία, έχουμε την έκφραση της εμπειρίας, έχουμε την επανάληψη της εμπειρίας και, μετά, στην αστρονομία και τις θετικές επιστήμες, έχουμε και βαθύτερα εμπειρία. Γιατί; Διότι, όσο καλύτερο όργανο φτιάχνουμε, τόσο καλύτερες εμπειρίες θα έχουμε και τόσο ευρύτερες εμπειρίες θα έχουμε στις θετικές επιστήμες.

Στην θεολογία όμως, δεν έχουμε αυτά τα είδη γνώσεων. Διότι το αντικείμενο είναι απερίγραπτο. Δεν είναι περιγραπτό. Ούτε είναι κτιστό, ώστε να μπορούμε με κτιστά όργανα να γνωρίσουμε το άκτιστο. Αλλά, ο άνθρωπος, φυσιολογικά, έχει το όργανο που λέγεται νους, με το οποίο ετοιμάζεται για να έχει την εμπειρία της Θεώσεως.

Όταν, όμως, φθάνει στην εμπειρία της Θεώσεως, επειδή δεν υπάρχει καμία ομοιότητα μεταξύ του Ακτίστου και του κτιστού, το άκτιστο παραμένει μυστήριο και παραμένει απερίγραπτο. Ο άνθρωπος αυτός γίνεται θεατής του απερίγραπτου, το οποίο δεν μπορεί να το περιγράψει και να θέλει να το περιγράψη· δεν μπορεί να το καταλάβει και να θέλει να το καταλάβει. 

Είναι και ακατανόητο. Είναι μυστήριο απερίγραπτο κ.ο.κ. Απλώς, το βλέπει κανείς. Γι’ αυτόν τον λόγο, το επαναληπτικό μέρος είναι πάντοτε επανάληψη της ίδιας πραγματικότητας, με τα ίδια όρια κ.ο.κ.

Η μόνη διαφορά είναι, ότι μερικοί φθάνουν μόνο στον φωτισμό και δεν φθάνουν στην θέωση, άλλοι έχουν μία έλλαμψη, ή δυο, τρεις ελλάμψεις, άλλοι φθάνουν όχι μόνο στην έλλαμψη, αλλά και στην θέα. 

Άλλος, μπορεί να φθάσει και στην διαρκή θέα. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες, συνέχεια περιπατώντας να έχει διαρκή θέα της δόξης του Θεού κ.ο.κ.

Οπότε, στην ένταση μπορεί να διαφέρει η εμπειρία, αλλά στην περιγραφικότητα δεν διαφέρει. Διότι, όσα μπορεί να πει ο ένας στην έλλαμψη, το λέει κι ο άλλος στην θέα ή την διαρκή θέα. Και πάλιν ο Θεός είναι απερίγραπτος, πάλι ασύγκριτος κ.ο.κ. Είναι αυτό που είναι. Η εμπειρία, δηλαδή, είναι η ίδια».

Από αυτό φαίνεται καθαρά ότι η γνώση που έχουν οι Άγιοι στηρίζεται στην προσωπική τους πείρα και όχι στην λογική και την φαντασία. Συμβαίνει ό,τι και στην επιστημονική γνώση που προηγείται το πείραμα, η παρατήρηση και από εκεί εξάγεται η γνώση. Γι’ αυτό και οι Άγιοι αναγνωρίζονται μεταξύ τους, ο ένας καταλαβαίνει τον άλλον.

«Υπάρχει ένας βιολόγος στη Ρωσία, βλέπει με το ηλεκτρονικό του μικροσκόπιο ένα μικρόβιο, κάτι στο κύτταρο, πώς συντίθεται κλπ, το περιγράφουν τώρα βέβαια και το φωτογραφίζουν κιόλας με τα ηλεκτρονικά μέσα που έχουν κλπ. Δεν είναι ανάγκη πλέον να το περιγράψεις· το φωτογραφίζουν μέσω των ηλεκτρονικών μηχανημάτων. 

Και το ίδιο πράγμα που βλέπει ένας στη Ρωσία, το βλέπει και ο άλλος στην Αμερική. Ακριβώς το ίδιο πράγμα. Και όποιοι έχουν τα μηχανήματα βλέπουν τα ίδια πράγματα και κάνουν τις αναλύσεις τους και φθάνουν στα ίδια συμπεράσματα, με την ίδια περιγραφή κ.ο.κ.


Το ίδιο συμβαίνει και στην πατερική θεολογία. Και στις δύο παραδόσεις (Ανατολή και Δύση), έχουν την ίδια εμπειρία του φωτισμού και της Θεώσεως, και, όταν θα συναντηθούν, ο ένας θα γνωρίζει τον άλλον. Όπως κάνει ένας βιολόγος με έναν άλλο βιολόγο, ένας μαθηματικός με έναν άλλο μαθηματικό κ.ο.κ. Γιατί; Διότι έχουν όλοι την ίδια εμπειρία.

Γι’ αυτό και οι Πατέρες λένε ότι, εάν βασισθούν επάνω στην λογική, τότε συνέχεια θα μαλώνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, διότι ο καθένας, με την λογική του, βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Εάν η λογική δεν διορθώνεται από την πείρα, από την εμπειρία, από την παρατήρηση, είναι ένα αδέσποτο πράγμα δηλαδή, ο καθένας φαντάζεται ό,τι θέλει».

Τα αποτελέσματα της εμπειρίας της Θεώσεως είναι θεόπνευστα και αλάθητα, οπότε οι έχοντες θεία εμπειρία είναι θεόπνευστοι.

«Η εμπειρία της θεοπτίας κάνει θεόπνευστο τον άνθρωπο, ώστε να γράφει θεόπνευστα πράγματα. Και διερωτώμαι: Αυτό τι διαφέρει από έναν αστρόπνευστο αστρονόμο δηλαδή, ο οποίος βλέποντας τα άστρα έχει την εμπειρία των άστρων και περιγράφει τα άστρα; Οπότε, είναι αστρόπνευστος, δηλαδή. Δεν είναι μηχανική η αστροπνευστία. 

Βλέπει με τις αισθήσεις του, παρατηρεί η λογική του, κάνει μια ταξινόμηση της εμπειρίας του και κάνει την περιγραφή ο άνθρωπος. Αυτό το κάνανε όλοι οι επιστήμονες. Σε τι διαφέρουν από τους σημερινούς θετικούς επιστήμονες σε αυτό τον τομέα, οι βιολόγοι, χημικοί, κλπ, κλπ, κλπ, εξ απόψεως περιγραφικής αναλύσεως;

Και ο θεόπτης αυτό που βλέπει, χωρίς να βλέπει -διότι βλέπει την ενέργεια και όχι την ουσία- χρησιμοποιεί περιγραφική γλώσσα και μάς λέει ότι είναι απερίγραπτον σε αυτήν την περιγραφική γλώσσα και χρησιμοποιεί συμβολικά ονόματα για τον σκοπό που αναπτύξαμε».

Επομένως, η Ορθόδοξη θεολογία, όπως εκφράζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας, είναι εμπειρική. Αυτό το βλέπουμε και στους Αποστόλους. Σε όλη την βιβλικοπατερική παράδοση γίνεται λόγος για την εμπειρία.

«Η σωστή θεολογία είναι έκφραση της εμπειρίας της Θεώσεως. Το κλειδί της Ορθοδόξου θεολογίας είναι η εμπειρία. Τονίζουν οι δικοί μας θεολόγοι ότι θεμελιώνουν την θεολογία πάνω στην εμπειρία. Οι Πατέρες έχουν ως μόνο θεμέλιο της θεολογίας τους την εμπειρία ή την θεωρία».

Η εμπειρία της θεολογίας είναι η παρατήρηση των ενεργειών του Θεού, η θέα της δόξης του Θεού. Και αυτό είναι μια προσωπική εμπειρία.
                                                                                           

«Για να θεολογήσει κανείς πρέπει να έχει την εμπειρία της θεολογίας, όχι απλώς σκέψη. Δεν μπορεί, για να είναι θεολόγος, να θεολογεί κανείς με την σκέψη του απλώς, να ταυτίζει την σκέψη του με την θεολογία· όχι. Θα απόκτηση την εμπειρία, αν γίνει θεολόγος, θα περάσει από την κάθαρση, θα φθάσει στον φωτισμό και τότε είναι θεολόγος, αφού έχει τον φωτισμό.

Κι αφού έχει την ενέργεια του Θεού μέσα του, γίνεται παρατηρητής των ενεργειών του Θεού και γι’ αυτόν τον λόγο ως παρατηρητής κάνει περιγραφική ανάλυση και ξέρει ο ίδιος πως έφτασε σε αυτή την κατάσταση και είναι σε θέση να οδηγήσει τους άλλους σε αυτή την κατάσταση.

Λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος δουλεύει επιστημονικά. Αλλά, επιστημονικά με ποιόν τρόπο: Με έναν τρόπο που ομοιάζει πολύ με την ιατρική επιστήμη περισσότερο από τις άλλες επιστήμες. Λοιπόν, το κάνει ουσιαστικά. Από τον Πνευματικό του Πατέρα δέχεται μια διάγνωση. Αυτή η διάγνωση αφορά την σύνδεση του προς τον Γέροντα, αυτό δηλαδή είναι μια διάγνωση. Και λέει ότι υπάρχει ο Θεός, ο ενσαρκωμένος Λόγος, ο Χριστός, υπάρχει η τιμή των Αγίων κ.ο.κ.

Πού το ξέρουμε αυτό το πράγμα; από την φιλοσοφία το ξέρουμε, από τις θετικές επιστήμες το ξέρουμε; από πού το ξέρουμε; Το ξέρουμε από την αποκάλυψη. Πώς το ξέρουμε από την αποκάλυψη; Διότι υπάρχουν οι θεόπται, αυτοί που είδαν την δόξα του Θεού, έφθασαν στην θέωση, και αυτοί είναι οι αυτόπται μάρτυρες περί της Ακτίστου δόξης του Θεού, διότι μεταξύ Θεού και κόσμου δεν υπάρχει ουδεμία ομοιότης κ.ο.κ.».

Η Ορθόδοξη θεολογία είναι έκφραση θεοπτίας, αλλά δεν ταυτίζεται η θεολογία με την εμπειρία της Θεώσεως. «Ο θεολόγος, ουσιαστικά, είναι ένας που είναι στην κατάσταση φωτισμού, αυτός είναι ο θεολόγος δηλαδή. Και όταν φθάνει στην θέωση αυτού η θεολογία καταργείται, όχι με την έννοια ότι αχρηστεύεται, αλλά καταργείται, με την έννοια ότι ο ίδιος υπερέβη πλέον την θεολογία και καταλαβαίνει ότι μεταξύ της θεολογίας και της εμπειρίας της Θεώσεως δεν υπάρχει ταύτιση, αν και το ένα εξαρτάται από το άλλο, διότι η θεολογία βγαίνει από την εμπειρία της Θεώσεως.

Αυτή είναι η λεγόμενη θεοπνευστία δηλαδή, βγαίνει από την εμπειρία της Θεώσεως, αλλά δεν ταυτίζεται με την εμπειρία της Θεώσεως. Και η θεολογία, κυρίως υπό την μορφή της προσευχής και της νήψεως δηλαδή, αυτή η θεολογία έχει θεραπευτικό σκοπό και κανέναν άλλον σκοπό».

Και όταν θεολογούν οι Άγιοι, δεν το κάνουν από την ανθρώπινη γνώση και τις προσωπικές μελέτες τους, αλλά από την προσωπική τους εμπειρία. Γνωρίζουν από προσωπική πείρα την άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού.

«Ο Μέγας Αντώνιος, που δεν ήταν μορφωμένος, κατά κόσμον, ήξερε ότι ο Άρειος ήταν αιρετικός από την δική του εμπειρία. Ο ίδιος, όταν είχε την θεοπτία, δεν έβλεπε κανέναν κτιστό Λόγο. Τον έβλεπε άκτιστο».

Έτσι, υπάρχει ο Θεός της εμπειρίας των Αγίων και ο Θεός των φιλοσόφων και στοχαστών και υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο.

Άλλο η εμπειρία των Αγίων και άλλο ο στοχασμός των φιλοσόφων.


«Ο Θεός που υπάρχει, είναι ο Θεός, ο οποίος είναι γνωστός στην εμπειρία της Θεώσεως. Όταν ο Προφήτης, ο Απόστολος, ο άγιος φθάνει στην θέωση και γεύεται τον Θεό στην εμπειρία του, αυτός ο Θεός της εμπειρίας υπάρχει. Ο εμπειρικός Θεός υπάρχει. Οι άλλοι θεοί των άλλων, δεν είναι θεοί. Δεν υπάρχουν αυτοί οι θεοί. Υπάρχει αυτός ο Θεός».

Επομένως, η Ορθόδοξη θεολογία δεν είναι μεταφυσική. Είναι σοβαρό λάθος μερικών να την ταυτίζουν με την μεταφυσική. Εμείς, ό,τι γνωρίζουμε για τον Θεό, προέρχεται από την πείρα των θεοπτών Αγίων και εάν έχουμε και δική μας πείρα.

«Από την Ορθόδοξη εμπειρία όμως εμείς δεν ξέρουμε κανέναν Θεό της μεταφυσικής και μάλλον θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε ως δεισιδαιμονία την ιδέα ότι υπάρχει Θεός που ταυτίζεται με την μεταφυσική. Σε μας ο Θεός είναι του Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, δηλαδή είναι ο Θεός της εμπειρίας της Θεώσεως. Δεν ξέρω άλλον Θεό.

Αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία. Διότι η Ορθόδοξη γνωσιολογία είναι καθαρή, γιατί προέρχεται από την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. Δηλαδή, η ακριβής γνώση του Θεού, που έχουμε ως Ορθόδοξοι, προέρχεται από την εμπειρία της καθάρσεως, του φωτισμού και της Θεώσεως των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας και δεν έχουμε καμία άλλη πηγή.

Στην προσπάθεια των νεοελλήνων θεολόγων -ξέρετε ποιοι είναι οι νεοέλληνες θεολόγοι; Αυτοί που κατέλαβαν την πρώτη εποχή τις έδρες του Πανεπιστημίου Αθηνών όταν ιδρύθηκε αυτοί, ακολουθούντες τον πατριωτισμό του νεοελληνισμού, προσπάθησαν να εκτοπίσουν τους Προφήτες από την μέση και να τους αντικαταστήσουν με τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους. Οπότε, αντί να είναι η Παλαιά Διαθήκη η προετοιμασία για την Καινή Διαθήκη, έγινε η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία. Και αυτό ο κάθε πατριώτης έπρεπε να το παραδεχθεί. Και αυτό είναι ένας λόγος, γιατί οι καλόγεροι έγιναν οι εχθροί του νεοελληνισμού κατά τους νεοέλληνας».

Οι Πατέρες έχουν ως βάση την εμπειρία και όχι την φιλοσοφία ούτε απλώς την φαντασία, ακόμη και η εμπειρία δεν συνδέεται με την απλή μελέτη της Αγίας Γραφής.

«Όλο αυτό το οικοδόμημα βασίζεται σε μία εμπειρική γνώση, δεν είναι θεωρία ενός φιλοσόφου ή κάποιου που κάθεται με την Αγία Γραφή στο χέρι του και φαντάζεται τι γράφει η Αγία Γραφή δηλαδή, ή παίρνει Πατέρες της Εκκλησίας για να τον βοηθήσουν να διάβαση την Αγία Γραφή και φαντάζεται τι λένε οι Πατέρες και τι λέει η Αγία Γραφή. Ο καθένας με την φαντασία του βαδίζει».

«Για να φθάσει κανείς σε ένα σημείο να έχει κοινωνία με τον Θεό, πρέπει να καταλάβει πρώτα - πρώτα την διάγνωση της πίστεως, της καταστάσεως του ανθρώπου και μετά την θεραπεία, οπότε έχουμε διάγνωση και θεραπεία».

Η Ορθόδοξη θεολογία διδάσκεται από αυτούς που έχουν εμπειρία προσωπική της Θεώσεως.


«Εδώ, πλέον, ερχόμαστε στο θέμα της εμπειρίας, αλλά πριν έχει ο καθένας μια εμπειρία, όταν δεν έχει εμπειρία, διδάσκεται από τους έχοντες. Δεν είναι έτσι;

Οπότε, πάμε στο σχολείο και μάς λέει ο δάσκαλος για τα άστρα, και έχουμε ένα βιβλίο του Δημοτικού Σχολείου και βλέπουμε μερικές φωτογραφίες από τα άστρα, μαθαίνουμε ορισμένα στοιχεία. Αυτά τα κύρια σώματα, τα πολύ γνωστά μέσα από το βιβλίο, μετά, το βράδυ, αν ζούμε σε κανένα χωριό και δεν υπάρχει πολύς φωτισμός, καθόμαστε και χαζεύουμε και βλέπουμε αυτό το θέαμα. Στην Αθήνα μπορούμε να περνάμε όλη την ζωή μας χωρίς ποτέ να δούμε τα άστρα.

Αν κανείς θέλει να γίνει αστρονόμος, θα πάει να βρει τους αστρονόμους και ένα Πανεπιστήμιο που υπάρχει έδρα αστρονομίας, υπάρχει τηλεσκόπιο κ.ο.κ., και γίνεται αστρονόμος».

Μπορεί να μάθη κανείς διανοητικά για τον Θεό, αλλά, όταν φθάσει στην εμπειρία της Θεώσεως, αυτή η διανοητική θεολογία καταργείται. «Ο σκοπός της θεολογίας είναι να καταργηθεί η θεολογία. Και καταργείται η θεολογία στην εμπειρία της Θεώσεως».

Από αυτά αντιλαμβανόμαστε, ότι η δυτική θεολογία που στηρίζεται στον στοχασμό, την φιλοσοφία και την λογική, θα πρέπει να αλλάξει, να ακολουθήσει την εμπειρική μεθοδολογία των Πατέρων. Αυτό προσδιορίζεται και από την σύγχρονη επιστήμη.

«Το περασμένο καλοκαίρι είχα παρουσιάσει μια εισήγηση, στην οποία ανέφερα ότι οι δυτικοί θεολόγοι ή θα ακολουθήσουν την εμπειρική μεθοδολογία των Πατέρων της Εκκλησίας στα θεολογικά θέματα ή θα τα μαζέψουν και θα εγκαταλείψουν τον στίβο, διότι δεν είναι πλέον πιστευτοί με την παλιά τους ανθρωπολογία, γνωσιολογία, κ.ο.κ. 

Και ανέφερα πως η χαριστική βολή εναντίον της μεταφυσικής ήταν πλέον η εμφάνιση της κβαντομηχανικής. Η κβαντομηχανική κατέστρεψε πλέον την έννοια της καθαράς μαθηματικής και φαίνεται σαφώς ότι δεν υπάρχει ούτε ένδειξη πλέον ότι υπάρχει κάτι το αμετάβλητο μέσα στον κόσμο. Όλα είναι εν συνεχή κινήσει και δεν μπορεί κανείς να προδιαγράψει ακριβώς πώς θα λειτουργήσει ένα ηλεκτρόνιο μέσα σε ένα άτομο. Το ηλεκτρόνιο δεν προκαθορίζεται πλέον με την θεωρία του Max Planck. Είναι αποδεδειγμένο πλέον με πειράματα».

Συνεπώς η πραγματική θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας είναι εμπειρική, είναι αποκαλυπτική, δηλαδή είναι εμπειρία της αποκαλύψεως, και όχι φιλοσοφική και στοχαστική.

Η εμπειρία ως βάση της Ορθοδόξου θεολογίας

~ π. Ιωάννης Ρωμανίδης

Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη". Τόμος Α'
                                                                                     

Εναλλακτικές αναρτήσεις

Share this