Η θεολογία δεν συγκαταλέγεται στις θεωρητικές επιστήμες, δηλαδή την φιλοσοφία και την μεταφυσική, αλλά στις πρακτικές θετικές επιστήμες. Και αυτό συμβαίνει γιατί στην Ορθόδοξη θεολογία, όπως και στις θετικές επιστήμες, υπάρχει η παρατήρηση και το πείραμα. Παρατηρείται ένα γεγονός, φθάνει κανείς στην θεωρία και στην συνέχεια έχει την δυνατότητα να επαλήθευση την θεωρία.
«Ο επιστήμων βλέπει αυτό που γνωρίζει, που μελετάει και αποκομίζει από εμπειρία γνώσεις περί αυτού του πράγματος. Η γνώση είναι καθαρά εμπειρική σε όλες τις θετικές επιστήμες. Κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας, το ίδιο συμβαίνει στην θεολογία».
Έτσι, νοούμε ότι οι Άγιοι Πατέρες δεν ήταν φιλόσοφοι μεταφυσικοί, αλλά θετικιστές εμπειρικοί, δηλαδή ζούσαν τον φωτισμό και την θέωση.
«Συμφωνούμε απόλυτα, ότι είμαστε θετικισταί. Δεχόμαστε μόνο εμπειρικά φαινόμενα και τίποτε άλλο. Είμεθα απόλυτα σύμφωνοι σ' αυτό. Γιατί, οι Πατέρες μόνο εμπειρικά φαινόμενα εδέχοντο. Γι’ αυτό, ο φωτισμός είναι καθαρά εμπειρική κατάσταση και τίποτε άλλο. Η θέωση εξ ίσου είναι εμπειρική κατάσταση. Και όλη η θεολογία της Εκκλησίας εκπηγάζει από αυτές τις εμπειρικές καταστάσεις».
Το παράδειγμα του αστρονόμου και του μικροβιολόγου είναι χαρακτηριστικό. Δείχνει ότι η επιστήμη τους είναι εμπειρική και όχι στοχαστική. Μέσα από αυτήν την προοπτική μπορούμε να δούμε την Ορθόδοξη θεολογία.
«Ένας γίνεται αστρονόμος, όταν ξέρη να χειρίζεται το τηλεσκόπιο. Και αυτός είναι ο αστρονόμος. Εκείνος που ξέρει και διαβάζει τον χάρτη των άστρων και των ουρανίων σωμάτων, ξέρει να τα εντοπίσει, ξέρει να τα δη με το τηλεσκόπιο, ξέρει να τα μελετήσει κλπ. Εκείνος που βλέπει και έχει την επιστήμη του να βλέπει, αυτός είναι ο αστρονόμος. Μικροβιολόγος είναι εκείνος, ο οποίος με το μικροσκόπιο ξέρει να εντοπίσει μικρόβια. Εκείνος που βλέπει, εκείνος που έχει την εμπειρία, εκείνος είναι επιστήμων.
Λοιπόν, όπως είναι στις άλλες επιστήμες, εκείνος που έχει την γνώση και την εμπειρία και την τέχνη της επιστήμης του είναι επιστήμων, έτσι και στην θεολογία εκείνος που βλέπει, ως φωτισμένος, εκείνος που έχει τα όμματα του φωτισμού, έχει την εμπειρία του φωτισμού, την νοερά προσευχή, την αέναον μνήμη του Θεού κ.ο.κ, αυτός είναι ο θεολόγος».
Έτσι και η Ορθόδοξη θεολογία δεν είναι στοχαστική, αλλά θετική επιστήμη και έχει πείραμα και παρατήρηση-θεωρία.
«Η θεολογία είναι μια θετικότατη επιστήμη, διότι είναι εμπειρικός ο τρόπος έλεγχου. Όπως είναι το πείραμα σε όλες τις θετικές επιστήμες, έτσι υπάρχει και το πείραμα στην Ορθόδοξη θεολογία. Και υπάρχει πειραματήριον και υπάρχουν κριτήρια, υπάρχει έλεγχος με μεγάλη ακρίβεια, για να ξέρουμε ποιος έχει φθάσει σε αυτές τις καταστάσεις».
Στις ανθρώπινες επιστήμες η περιγραφή των παρατηρήσεων αποβλέπει στην επανάληψη και επαλήθευση από αυτούς που επιθυμούν να λάβουν πείρα και γνώση.
«Σε κάθε επιστήμη γίνεται περιγραφή πειραμάτων και τα δεδομένα μιας επιστήμης περιγράφονται σε βιβλία. Από το ένα μέρος έχουμε έκφραση παρατηρήσεων, έχουμε περιγραφή παρατηρήσεων, πειραμάτων. Από το άλλο μέρος ο σκοπός αυτής της περιγραφής είναι να οδηγηθούν και οι άλλοι στην ίδια παρατήρηση. Οπότε, έχουμε παρατήρηση, περιγραφή της παρατηρήσεως, με σκοπό να οδηγηθούμε πάλι στην ίδια παρατήρηση.
Ένας αστρονόμος περιγράφει ένα μέρος των αστέρων, δηλαδή, έχω την περιγραφή, έχω και χάρτη, ίσως και φωτογραφία, και χρησιμοποιώντας το τηλεσκόπιο, επαναλαμβάνω και εγώ την εμπειρία την οποία είχε ο προηγούμενος. Δηλαδή, εκείνος είχε την εμπειρία και την περιέγραψε. Ο σκοπός της περιγραφής είναι και να μου αποδώσει το τι είδε, αλλά και να με καταστήσει δυνατόν να δω κι εγώ είτε με την φαντασία μου ή με μία φωτογραφία ή με το τηλεσκόπιο. Οπότε, ο σκοπός της περιγραφής είναι η επανάληψη. Παρατήρηση, περιγραφή, επανάληψη της παρατηρήσεως.
Το ίδιο ακριβώς είναι η πατερική παράδοση. Οι παρατηρηταί είναι οι Θεούμενοι, έχουν την θεοπτία, περιγράφουν και σκοπός της περιγραφής είναι η επανάληψη της παρατηρήσεως, δηλαδή θέωση, έκφραση Θεώσεως, με σκοπό να φθάσουμε και οι άλλοι στην θέωση.
Λοιπόν, είναι ακριβώς η ίδια επιστημονική μέθοδος που υπάρχει σ' όλες τις θετικές επιστήμες και στην Ορθόδοξη θεολογία. Με την διαφορά ότι, ενώ στις θετικές επιστήμες το περιγραπτόν είναι περιγραπτόν, στην Ορθόδοξη θεολογία το περιγραπτόν είναι απερίγραπτον. Αυτό είναι το πρόβλημα δηλαδή, διότι ο Θεός δεν ομοιάζει με τίποτα το κτιστόν και δεν υπάρχει καμία ομοιότης μεταξύ του Ακτίστου και του κτιστού.
Οπότε, υπάρχει η εμπειρία της Θεώσεως που είναι η θεοπτία, αλλά αυτό που παρατηρεί κανείς είναι απερίγραπτον και, επομένως, περιγράφεται κατά τέτοιον τρόπο που να φαίνεται ότι είναι απερίγραπτον. Και τονίζουν συνέχεια οι Πατέρες ότι ο Θεός ο απερίγραπτος και απερίγραπτος και απερίγραπτος...
Αλλά όμως Τον περιγράφουν. Τον περιγράφουν με αυτά τα νοήματα, τα οποία έχουν συμβολικόν χαρακτήρα, και βέβαια γι’ αυτό έχουμε και την αποφατική θεολογία, διότι κάθε θέση έχει και την άρνηση της. Όχι διότι ο Θεός είναι θέση και άρνηση, αλλά διότι ο Θεός υπερβαίνει και την θέση και την άρνηση κ.ο.κ. ».
Οι Θεούμενοι έχουν προσωπική εμπειρία του Θεού, βλέπουν την δόξα του Θεού. Όμως, επειδή υπάρχει διαφορά μεταξύ κτιστού και Ακτίστου και επειδή ο Θεός και φανερούμενος παραμένει μυστήριο και απερίγραπτος, γι’ αυτό η Ορθόδοξη θεολογία είναι αποφατική, όχι όμως αγνωστικιστική. Σε αυτό διαφέρει η Ορθόδοξη θεολογία από τις επιστήμες.
«Στις άλλες επιστήμες, αυτό που περιγράφεται είναι περιγραπτό και ό,τι μπορεί κανείς να περιγράψει, είναι χρώματα, είναι σχήματα, είναι μαθηματικά σύμβολα κλπ. Και μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτό το πράγμα. Ξέρεις ότι υπάρχει εν κινήσει και έχει όγκο, βάρος, ταχύτητα κλπ.
Στην θεολογία αυτό που βλέπει κανείς στην θέωση, εκτός από την ανθρώπινη φύση του Χριστού, είναι απερίγραπτο. Δεν έχει καμιά ομοιότητα με τίποτα το κτιστό. Δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα ώστε να μπορείς με το όμοιο να περιγράψεις το όμοιο. Ούτε χρώμα έχει ούτε σχήμα έχει ούτε μέγεθος ούτε ύψος ούτε βάρος, τίποτα.
Δεν έχει τίποτα το κοινό με ο,τιδήποτε το κτιστόν, όλα αυτά που ξέρουμε με την εμπειρία μας, με την αφή, με την όσφρηση, με τα μάτια μας, με την λογική μας, με τα αυτιά μας, ο,τιδήποτε εμπειρία έχουμε είτε σωματική είτε λογική. Αυτό που λέγεται Θεός είναι τελείως διαφορετικό. Καμία ομοιότης.
Οι Πατέρες το τονίζουν και το ξανατονίζουν. Και από πού το ξέρουν ότι δεν έχει καμία ομοιότητα; Από την εμπειρία. Η ίδια η εμπειρία της Θεώσεως τους εδίδαξε ότι δεν έχει καμία ομοιότητα. Ούτε σκότος είναι ούτε φως είναι. Και έχουμε όλα αυτά τα ωραία της αποφατικής θεολογίας. Σε αυτό ακριβώς είναι η διαφορά με τις θετικές επιστήμες. Οι θετικές επιστήμες ασχολούνται με περιγραπτά και η θεολογία με κάτι το απερίγραπτο.
Οπότε, το κριτήριο της Ορθοδόξου θεολογίας δεν είναι η όμορφη γλώσσα που χρησιμοποιούμε όταν μιλάμε για την αποφατική θεολογία. Υπάρχουν μερικοί που πετάνε λόγια, που χρησιμοποιούν την ωραία γλώσσα της αποφατικής θεολογίας και έχει μεγάλη ποίηση ξέρετε αυτή η γλώσσα, συγκλονίζει αυτός ο τρόπος της σκέψεως.
Αλλά μερικοί συγκλονίζονται από τις ιδέες της αποφατικής θεολογίας και δεν ξέρουν πού είναι τα θεμέλια αυτής της θεολογίας. Και θεολογούν αποφατικά. Και έχει καταντήσει να είναι μια ωραία συρραφή από ωραίες σκέψεις και λέξεις. Αυτό εννοώ, ότι έχει ταυτισθεί η θεολογία με ωραιολογία».
Το θεμέλιο της Ορθοδόξου θεολογίας είναι η εμπειρία της αποκαλύψεως και όχι ο στοχασμός. Και από την εμπειρία προέρχεται η καταφατική και η αποφατική θεολογία.
«Τα θεμέλια της καταφατικής και αποφατικής θεολογίας δεν έχουν καμία σχέση με τον στοχασμό του ανθρώπου, αλλά προέρχονται από την ίδια την εμπειρία της Θεώσεως, οπότε διαπιστούται από την εμπειρία αυτή, ότι μεταξύ του κτιστού και του Ακτίστου δεν υπάρχει καμία ομοιότης. Αυτό είναι το θεμέλιο αυτής της θεολογίας, το οποίο θεμέλιο βασίζεται στην αποκάλυψη. Δεν βασίζεται στον στοχασμό του ανθρώπου.
Επομένως, εξ αιτίας αυτής της εμπειρίας της Θεώσεως, ο άνθρωπος, ως παρατηρητής, αφού εξακριβώνει από την εμπειρία του, γνωρίζει ότι δεν υπάρχει ουδεμία ομοιότης μεταξύ του κτιστού και του Ακτίστου και ότι το Άκτιστον δεν ανταποκρίνεται σε κανένα νόημα το οποίο μπορεί ο άνθρωπος να συλλάβει μέσα στο μυαλό του.
Βέβαια, μιλώντας για τον Θεό, για λόγους πνευματικής καθοδηγήσεως είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποίηση την γλώσσα την καταφατική. Αλλά, για να μη ταυτισθεί ποτέ ο Θεός με τις καταστάσεις αυτές, εφ’ όσον δεν ταυτίζεται με τα νοήματα, που μπορεί να έχει ο άνθρωπος, γι’ αυτόν τον λόγο και διορθώνονται οι καταφάσεις με αποφάσεις. Και έχουμε κατάφαση και απόφαση σε όλα τα θέματα όπως για παράδειγμα λέμε ότι ο Θεός οράται αοράτως και γινώσκεται αγνώστως κλπ.».
Οι Άγιοι έφθασαν στην θέωση και γι’ αυτό έχουν ταυτότητα εμπειριών και ίδια γνώση του Θεού.
«Οι άνδρες των θετικών επιστημών ερευνούν ένα ορισμένο αντικείμενο είτε γιατροί είναι, μαθηματικοί, γεωλόγοι, γεωπόνοι κ.ο.κ., και αυτά τα περιγράφουν με ρήματα και νοήματα. Όταν γράφουν, δηλαδή, αυτά ανταποκρίνονται με τις εμπειρίες που ημπορεί να έχει ο κάθε ένας, ο οποίος θέλει ν' ασχοληθεί με εκείνη την επιστήμη.
Υπάρχει μία ταυτότης εμπειριών, γι’ αυτό και όταν γράψει ένας γεωλόγος, μηχανολόγος, δεν ξέρω, ας πούμε, στη Ρωσία, αυτά που γράφει εκείνος, όταν μεταφραστούν σε ξένες γλώσσες, τα διαβάζει ένας Γάλλος, Γερμανός, Αμερικανός, καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο.
Αυτό γίνεται σε όλες τις θετικές επιστήμες, γι’ αυτό και υπάρχει μια κοινή γλώσσα που καθρεφτίζει την εμπειρία διαφόρων επιστημόνων. Όταν ένας περιγράφει ένα πείραμα στην άκρη του κόσμου, περιγράφει το πείραμα του και λέει ότι έκανα αυτό και αυτό. Μετά ο άλλος, αν δεν έχει εμπιστοσύνη σε αυτά που γράφει, επαναλαμβάνει το ίδιο το πείραμα, ακριβώς όπως το περιγράφει εκείνος, και έχει το ίδιο αποτέλεσμα.
Και εφόσον όλοι έχουν τα ίδια αποτελέσματα, συμφωνούν όλοι ότι αυτή η ανάλυση αυτής της πραγματικότητος είναι η σωστή ανάλυση. Και επικρατούν ορισμένες απόψεις, που είναι άσχετες με θρησκευτικές πεποιθήσεις ή πολιτικές πεποιθήσεις ή κοινωνιολογικές πεποιθήσεις κ.ο.κ., τελείως άσχετα δηλαδή.
Λοιπόν, όλος αυτός ο τρόπος ερεύνης εντάσσεται σε αυτό που λέμε θετικές επιστήμες, γιατί οι θετικές επιστήμες καθρεφτίζουν μια γνώση που ελέγχεται από επαναληπτικές ενέργειες, συνθέσεις πραγμάτων που βγάζουν ένα ορισμένο αποτέλεσμα. Και αυτό το αποτέλεσμα αποδεικνύει ότι είναι σωστή η μέθοδος».
Στις επιστήμες, η πείρα των ερευνητών επιστημόνων μεταβιβάζεται και στους μαθητές τους. Η εμπειρική γνώση κάνει έναν κύκλο. Το ίδιο παρατηρείται και στην Ορθόδοξη θεολογία, με την διαφορά ότι υπάρχουν βαθμοί γνώσεως, καθώς επίσης η θέα του Θεού είναι ακατανόητη και απερίγραπτη.
«Έχουμε ένα κύκλο, όπως έχουμε στην αστρονομία. Ο πρώτος βλέπει με το τηλεσκόπιο του Mount Wilson και είδε για πρώτη φορά 200 γαλαξίες, που πριν νομίζανε ότι υπάρχει μόνο ένας. Εθέσανε σε λειτουργία το τηλεσκόπιο, φωτογραφίσανε και όλοι με την πρώτη φορά είδαν διακόσιους γαλαξίες. Τώρα έχουν βρει κάπου εκατό χιλιάδες γαλαξίες. Ο αστρονόμος Χάμπελ, που πρώτος χειρίστηκε το τηλεσκόπιο, είχε μια εμπειρία με αυτά που είδε. Αυτή η εμπειρία γίνεται και εμπειρία των διαδόχων του.
Έχουμε την εμπειρία, έχουμε την έκφραση της εμπειρίας, έχουμε την επανάληψη της εμπειρίας και, μετά, στην αστρονομία και τις θετικές επιστήμες, έχουμε και βαθύτερα εμπειρία. Γιατί; Διότι, όσο καλύτερο όργανο φτιάχνουμε, τόσο καλύτερες εμπειρίες θα έχουμε και τόσο ευρύτερες εμπειρίες θα έχουμε στις θετικές επιστήμες.
Στην θεολογία όμως, δεν έχουμε αυτά τα είδη γνώσεων. Διότι το αντικείμενο είναι απερίγραπτο. Δεν είναι περιγραπτό. Ούτε είναι κτιστό, ώστε να μπορούμε με κτιστά όργανα να γνωρίσουμε το άκτιστο. Αλλά, ο άνθρωπος, φυσιολογικά, έχει το όργανο που λέγεται νους, με το οποίο ετοιμάζεται για να έχει την εμπειρία της Θεώσεως.
Όταν, όμως, φθάνει στην εμπειρία της Θεώσεως, επειδή δεν υπάρχει καμία ομοιότητα μεταξύ του Ακτίστου και του κτιστού, το άκτιστο παραμένει μυστήριο και παραμένει απερίγραπτο. Ο άνθρωπος αυτός γίνεται θεατής του απερίγραπτου, το οποίο δεν μπορεί να το περιγράψει και να θέλει να το περιγράψη· δεν μπορεί να το καταλάβει και να θέλει να το καταλάβει.
Είναι και ακατανόητο. Είναι μυστήριο απερίγραπτο κ.ο.κ. Απλώς, το βλέπει κανείς. Γι’ αυτόν τον λόγο, το επαναληπτικό μέρος είναι πάντοτε επανάληψη της ίδιας πραγματικότητας, με τα ίδια όρια κ.ο.κ.
Η μόνη διαφορά είναι, ότι μερικοί φθάνουν μόνο στον φωτισμό και δεν φθάνουν στην θέωση, άλλοι έχουν μία έλλαμψη, ή δυο, τρεις ελλάμψεις, άλλοι φθάνουν όχι μόνο στην έλλαμψη, αλλά και στην θέα.
Άλλος, μπορεί να φθάσει και στην διαρκή θέα. Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες, συνέχεια περιπατώντας να έχει διαρκή θέα της δόξης του Θεού κ.ο.κ.
Οπότε, στην ένταση μπορεί να διαφέρει η εμπειρία, αλλά στην περιγραφικότητα δεν διαφέρει. Διότι, όσα μπορεί να πει ο ένας στην έλλαμψη, το λέει κι ο άλλος στην θέα ή την διαρκή θέα. Και πάλιν ο Θεός είναι απερίγραπτος, πάλι ασύγκριτος κ.ο.κ. Είναι αυτό που είναι. Η εμπειρία, δηλαδή, είναι η ίδια».
Από αυτό φαίνεται καθαρά ότι η γνώση που έχουν οι Άγιοι στηρίζεται στην προσωπική τους πείρα και όχι στην λογική και την φαντασία. Συμβαίνει ό,τι και στην επιστημονική γνώση που προηγείται το πείραμα, η παρατήρηση και από εκεί εξάγεται η γνώση. Γι’ αυτό και οι Άγιοι αναγνωρίζονται μεταξύ τους, ο ένας καταλαβαίνει τον άλλον.
«Υπάρχει ένας βιολόγος στη Ρωσία, βλέπει με το ηλεκτρονικό του μικροσκόπιο ένα μικρόβιο, κάτι στο κύτταρο, πώς συντίθεται κλπ, το περιγράφουν τώρα βέβαια και το φωτογραφίζουν κιόλας με τα ηλεκτρονικά μέσα που έχουν κλπ. Δεν είναι ανάγκη πλέον να το περιγράψεις· το φωτογραφίζουν μέσω των ηλεκτρονικών μηχανημάτων.
Και το ίδιο πράγμα που βλέπει ένας στη Ρωσία, το βλέπει και ο άλλος στην Αμερική. Ακριβώς το ίδιο πράγμα. Και όποιοι έχουν τα μηχανήματα βλέπουν τα ίδια πράγματα και κάνουν τις αναλύσεις τους και φθάνουν στα ίδια συμπεράσματα, με την ίδια περιγραφή κ.ο.κ.
Το ίδιο συμβαίνει και στην πατερική θεολογία. Και στις δύο παραδόσεις (Ανατολή και Δύση), έχουν την ίδια εμπειρία του φωτισμού και της Θεώσεως, και, όταν θα συναντηθούν, ο ένας θα γνωρίζει τον άλλον. Όπως κάνει ένας βιολόγος με έναν άλλο βιολόγο, ένας μαθηματικός με έναν άλλο μαθηματικό κ.ο.κ. Γιατί; Διότι έχουν όλοι την ίδια εμπειρία.
Γι’ αυτό και οι Πατέρες λένε ότι, εάν βασισθούν επάνω στην λογική, τότε συνέχεια θα μαλώνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, διότι ο καθένας, με την λογική του, βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Εάν η λογική δεν διορθώνεται από την πείρα, από την εμπειρία, από την παρατήρηση, είναι ένα αδέσποτο πράγμα δηλαδή, ο καθένας φαντάζεται ό,τι θέλει».
Τα αποτελέσματα της εμπειρίας της Θεώσεως είναι θεόπνευστα και αλάθητα, οπότε οι έχοντες θεία εμπειρία είναι θεόπνευστοι.
«Η εμπειρία της θεοπτίας κάνει θεόπνευστο τον άνθρωπο, ώστε να γράφει θεόπνευστα πράγματα. Και διερωτώμαι: Αυτό τι διαφέρει από έναν αστρόπνευστο αστρονόμο δηλαδή, ο οποίος βλέποντας τα άστρα έχει την εμπειρία των άστρων και περιγράφει τα άστρα; Οπότε, είναι αστρόπνευστος, δηλαδή. Δεν είναι μηχανική η αστροπνευστία.
Βλέπει με τις αισθήσεις του, παρατηρεί η λογική του, κάνει μια ταξινόμηση της εμπειρίας του και κάνει την περιγραφή ο άνθρωπος. Αυτό το κάνανε όλοι οι επιστήμονες. Σε τι διαφέρουν από τους σημερινούς θετικούς επιστήμονες σε αυτό τον τομέα, οι βιολόγοι, χημικοί, κλπ, κλπ, κλπ, εξ απόψεως περιγραφικής αναλύσεως;
Και ο θεόπτης αυτό που βλέπει, χωρίς να βλέπει -διότι βλέπει την ενέργεια και όχι την ουσία- χρησιμοποιεί περιγραφική γλώσσα και μάς λέει ότι είναι απερίγραπτον σε αυτήν την περιγραφική γλώσσα και χρησιμοποιεί συμβολικά ονόματα για τον σκοπό που αναπτύξαμε».
Επομένως, η Ορθόδοξη θεολογία, όπως εκφράζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας, είναι εμπειρική. Αυτό το βλέπουμε και στους Αποστόλους. Σε όλη την βιβλικοπατερική παράδοση γίνεται λόγος για την εμπειρία.
«Η σωστή θεολογία είναι έκφραση της εμπειρίας της Θεώσεως. Το κλειδί της Ορθοδόξου θεολογίας είναι η εμπειρία. Τονίζουν οι δικοί μας θεολόγοι ότι θεμελιώνουν την θεολογία πάνω στην εμπειρία. Οι Πατέρες έχουν ως μόνο θεμέλιο της θεολογίας τους την εμπειρία ή την θεωρία».
Η εμπειρία της θεολογίας είναι η παρατήρηση των ενεργειών του Θεού, η θέα της δόξης του Θεού. Και αυτό είναι μια προσωπική εμπειρία.
«Για να θεολογήσει κανείς πρέπει να έχει την εμπειρία της θεολογίας, όχι απλώς σκέψη. Δεν μπορεί, για να είναι θεολόγος, να θεολογεί κανείς με την σκέψη του απλώς, να ταυτίζει την σκέψη του με την θεολογία· όχι. Θα απόκτηση την εμπειρία, αν γίνει θεολόγος, θα περάσει από την κάθαρση, θα φθάσει στον φωτισμό και τότε είναι θεολόγος, αφού έχει τον φωτισμό.
Κι αφού έχει την ενέργεια του Θεού μέσα του, γίνεται παρατηρητής των ενεργειών του Θεού και γι’ αυτόν τον λόγο ως παρατηρητής κάνει περιγραφική ανάλυση και ξέρει ο ίδιος πως έφτασε σε αυτή την κατάσταση και είναι σε θέση να οδηγήσει τους άλλους σε αυτή την κατάσταση.
Λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος δουλεύει επιστημονικά. Αλλά, επιστημονικά με ποιόν τρόπο: Με έναν τρόπο που ομοιάζει πολύ με την ιατρική επιστήμη περισσότερο από τις άλλες επιστήμες. Λοιπόν, το κάνει ουσιαστικά. Από τον Πνευματικό του Πατέρα δέχεται μια διάγνωση. Αυτή η διάγνωση αφορά την σύνδεση του προς τον Γέροντα, αυτό δηλαδή είναι μια διάγνωση. Και λέει ότι υπάρχει ο Θεός, ο ενσαρκωμένος Λόγος, ο Χριστός, υπάρχει η τιμή των Αγίων κ.ο.κ.
Πού το ξέρουμε αυτό το πράγμα; από την φιλοσοφία το ξέρουμε, από τις θετικές επιστήμες το ξέρουμε; από πού το ξέρουμε; Το ξέρουμε από την αποκάλυψη. Πώς το ξέρουμε από την αποκάλυψη; Διότι υπάρχουν οι θεόπται, αυτοί που είδαν την δόξα του Θεού, έφθασαν στην θέωση, και αυτοί είναι οι αυτόπται μάρτυρες περί της Ακτίστου δόξης του Θεού, διότι μεταξύ Θεού και κόσμου δεν υπάρχει ουδεμία ομοιότης κ.ο.κ.».
Η Ορθόδοξη θεολογία είναι έκφραση θεοπτίας, αλλά δεν ταυτίζεται η θεολογία με την εμπειρία της Θεώσεως. «Ο θεολόγος, ουσιαστικά, είναι ένας που είναι στην κατάσταση φωτισμού, αυτός είναι ο θεολόγος δηλαδή. Και όταν φθάνει στην θέωση αυτού η θεολογία καταργείται, όχι με την έννοια ότι αχρηστεύεται, αλλά καταργείται, με την έννοια ότι ο ίδιος υπερέβη πλέον την θεολογία και καταλαβαίνει ότι μεταξύ της θεολογίας και της εμπειρίας της Θεώσεως δεν υπάρχει ταύτιση, αν και το ένα εξαρτάται από το άλλο, διότι η θεολογία βγαίνει από την εμπειρία της Θεώσεως.
Αυτή είναι η λεγόμενη θεοπνευστία δηλαδή, βγαίνει από την εμπειρία της Θεώσεως, αλλά δεν ταυτίζεται με την εμπειρία της Θεώσεως. Και η θεολογία, κυρίως υπό την μορφή της προσευχής και της νήψεως δηλαδή, αυτή η θεολογία έχει θεραπευτικό σκοπό και κανέναν άλλον σκοπό».
Και όταν θεολογούν οι Άγιοι, δεν το κάνουν από την ανθρώπινη γνώση και τις προσωπικές μελέτες τους, αλλά από την προσωπική τους εμπειρία. Γνωρίζουν από προσωπική πείρα την άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού.
«Ο Μέγας Αντώνιος, που δεν ήταν μορφωμένος, κατά κόσμον, ήξερε ότι ο Άρειος ήταν αιρετικός από την δική του εμπειρία. Ο ίδιος, όταν είχε την θεοπτία, δεν έβλεπε κανέναν κτιστό Λόγο. Τον έβλεπε άκτιστο».
Έτσι, υπάρχει ο Θεός της εμπειρίας των Αγίων και ο Θεός των φιλοσόφων και στοχαστών και υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο.
Άλλο η εμπειρία των Αγίων και άλλο ο στοχασμός των φιλοσόφων.
«Ο Θεός που υπάρχει, είναι ο Θεός, ο οποίος είναι γνωστός στην εμπειρία της Θεώσεως. Όταν ο Προφήτης, ο Απόστολος, ο άγιος φθάνει στην θέωση και γεύεται τον Θεό στην εμπειρία του, αυτός ο Θεός της εμπειρίας υπάρχει. Ο εμπειρικός Θεός υπάρχει. Οι άλλοι θεοί των άλλων, δεν είναι θεοί. Δεν υπάρχουν αυτοί οι θεοί. Υπάρχει αυτός ο Θεός».
Επομένως, η Ορθόδοξη θεολογία δεν είναι μεταφυσική. Είναι σοβαρό λάθος μερικών να την ταυτίζουν με την μεταφυσική. Εμείς, ό,τι γνωρίζουμε για τον Θεό, προέρχεται από την πείρα των θεοπτών Αγίων και εάν έχουμε και δική μας πείρα.
«Από την Ορθόδοξη εμπειρία όμως εμείς δεν ξέρουμε κανέναν Θεό της μεταφυσικής και μάλλον θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε ως δεισιδαιμονία την ιδέα ότι υπάρχει Θεός που ταυτίζεται με την μεταφυσική. Σε μας ο Θεός είναι του Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, δηλαδή είναι ο Θεός της εμπειρίας της Θεώσεως. Δεν ξέρω άλλον Θεό.
Αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία. Διότι η Ορθόδοξη γνωσιολογία είναι καθαρή, γιατί προέρχεται από την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. Δηλαδή, η ακριβής γνώση του Θεού, που έχουμε ως Ορθόδοξοι, προέρχεται από την εμπειρία της καθάρσεως, του φωτισμού και της Θεώσεως των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας και δεν έχουμε καμία άλλη πηγή.
Στην προσπάθεια των νεοελλήνων θεολόγων -ξέρετε ποιοι είναι οι νεοέλληνες θεολόγοι; Αυτοί που κατέλαβαν την πρώτη εποχή τις έδρες του Πανεπιστημίου Αθηνών όταν ιδρύθηκε αυτοί, ακολουθούντες τον πατριωτισμό του νεοελληνισμού, προσπάθησαν να εκτοπίσουν τους Προφήτες από την μέση και να τους αντικαταστήσουν με τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους. Οπότε, αντί να είναι η Παλαιά Διαθήκη η προετοιμασία για την Καινή Διαθήκη, έγινε η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία. Και αυτό ο κάθε πατριώτης έπρεπε να το παραδεχθεί. Και αυτό είναι ένας λόγος, γιατί οι καλόγεροι έγιναν οι εχθροί του νεοελληνισμού κατά τους νεοέλληνας».
Οι Πατέρες έχουν ως βάση την εμπειρία και όχι την φιλοσοφία ούτε απλώς την φαντασία, ακόμη και η εμπειρία δεν συνδέεται με την απλή μελέτη της Αγίας Γραφής.
«Όλο αυτό το οικοδόμημα βασίζεται σε μία εμπειρική γνώση, δεν είναι θεωρία ενός φιλοσόφου ή κάποιου που κάθεται με την Αγία Γραφή στο χέρι του και φαντάζεται τι γράφει η Αγία Γραφή δηλαδή, ή παίρνει Πατέρες της Εκκλησίας για να τον βοηθήσουν να διάβαση την Αγία Γραφή και φαντάζεται τι λένε οι Πατέρες και τι λέει η Αγία Γραφή. Ο καθένας με την φαντασία του βαδίζει».
«Για να φθάσει κανείς σε ένα σημείο να έχει κοινωνία με τον Θεό, πρέπει να καταλάβει πρώτα - πρώτα την διάγνωση της πίστεως, της καταστάσεως του ανθρώπου και μετά την θεραπεία, οπότε έχουμε διάγνωση και θεραπεία».
Η Ορθόδοξη θεολογία διδάσκεται από αυτούς που έχουν εμπειρία προσωπική της Θεώσεως.
«Εδώ, πλέον, ερχόμαστε στο θέμα της εμπειρίας, αλλά πριν έχει ο καθένας μια εμπειρία, όταν δεν έχει εμπειρία, διδάσκεται από τους έχοντες. Δεν είναι έτσι;
Οπότε, πάμε στο σχολείο και μάς λέει ο δάσκαλος για τα άστρα, και έχουμε ένα βιβλίο του Δημοτικού Σχολείου και βλέπουμε μερικές φωτογραφίες από τα άστρα, μαθαίνουμε ορισμένα στοιχεία. Αυτά τα κύρια σώματα, τα πολύ γνωστά μέσα από το βιβλίο, μετά, το βράδυ, αν ζούμε σε κανένα χωριό και δεν υπάρχει πολύς φωτισμός, καθόμαστε και χαζεύουμε και βλέπουμε αυτό το θέαμα. Στην Αθήνα μπορούμε να περνάμε όλη την ζωή μας χωρίς ποτέ να δούμε τα άστρα.
Αν κανείς θέλει να γίνει αστρονόμος, θα πάει να βρει τους αστρονόμους και ένα Πανεπιστήμιο που υπάρχει έδρα αστρονομίας, υπάρχει τηλεσκόπιο κ.ο.κ., και γίνεται αστρονόμος».
Μπορεί να μάθη κανείς διανοητικά για τον Θεό, αλλά, όταν φθάσει στην εμπειρία της Θεώσεως, αυτή η διανοητική θεολογία καταργείται. «Ο σκοπός της θεολογίας είναι να καταργηθεί η θεολογία. Και καταργείται η θεολογία στην εμπειρία της Θεώσεως».
Από αυτά αντιλαμβανόμαστε, ότι η δυτική θεολογία που στηρίζεται στον στοχασμό, την φιλοσοφία και την λογική, θα πρέπει να αλλάξει, να ακολουθήσει την εμπειρική μεθοδολογία των Πατέρων. Αυτό προσδιορίζεται και από την σύγχρονη επιστήμη.
«Το περασμένο καλοκαίρι είχα παρουσιάσει μια εισήγηση, στην οποία ανέφερα ότι οι δυτικοί θεολόγοι ή θα ακολουθήσουν την εμπειρική μεθοδολογία των Πατέρων της Εκκλησίας στα θεολογικά θέματα ή θα τα μαζέψουν και θα εγκαταλείψουν τον στίβο, διότι δεν είναι πλέον πιστευτοί με την παλιά τους ανθρωπολογία, γνωσιολογία, κ.ο.κ.
Και ανέφερα πως η χαριστική βολή εναντίον της μεταφυσικής ήταν πλέον η εμφάνιση της κβαντομηχανικής. Η κβαντομηχανική κατέστρεψε πλέον την έννοια της καθαράς μαθηματικής και φαίνεται σαφώς ότι δεν υπάρχει ούτε ένδειξη πλέον ότι υπάρχει κάτι το αμετάβλητο μέσα στον κόσμο. Όλα είναι εν συνεχή κινήσει και δεν μπορεί κανείς να προδιαγράψει ακριβώς πώς θα λειτουργήσει ένα ηλεκτρόνιο μέσα σε ένα άτομο. Το ηλεκτρόνιο δεν προκαθορίζεται πλέον με την θεωρία του Max Planck. Είναι αποδεδειγμένο πλέον με πειράματα».
Συνεπώς η πραγματική θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας είναι εμπειρική, είναι αποκαλυπτική, δηλαδή είναι εμπειρία της αποκαλύψεως, και όχι φιλοσοφική και στοχαστική.
Η εμπειρία ως βάση της Ορθοδόξου θεολογίας
~ π. Ιωάννης Ρωμανίδης
Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη". Τόμος Α'