Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2024

Να κρατάς πάντα μέσα στήν καρδιά σου μιάν άκρη...


Να κρατάς πάντα μέσα στήν καρδιά σου μιάν άκρη...

Και ΄κει, μυστικά, να αφήνεις να φωλιάζει ο Θεός.

Να κρατάς μακριά την βοη του κόσμου τούτου...

Να έχεις την άκρη σου, μυστικά, σιωπηλά, αγαπητικά.

Εύχεστε.. ~ Δημήτρης Ρόδης

*****

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024

θα ήθελα να ξέρετε πως η Εκκλησία είναι ο μοναδικός σταθμός στη ζωή μας ~ Νίκος Οικονομόπουλος


«Αγαπάω τον Χριστό, αγαπάω την πατρίδα μου και αγαπάω και την οικογένεια»

δήλωσε κατά τη διάρκεια συναυλίας του στην Κατερίνη ο γνωστός τραγουδιστής Νίκος Οικονομόπουλος προτρέποντας το κοινό του να στραφεί στην εκκλησία και να τιμά την πατρίδα. Μάλιστα τόνισε ότι στη σημερινή εποχή, κάποιοι έχουν φτάσει στο σημείο να κατηγορούν ως χουντικούς όσους ακολουθούν τις πατροπαράδοτες αρχές και αξίες.

θα ήθελα να ξέρετε πως η Εκκλησία είναι ο μοναδικός σταθμός στη ζωή μας που βοηθά πραγματικά τους ανθρώπους. 

Επειδή είστε οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι εδώ μέσα, να έχετε την πίστη σας, να αγαπάτε τον Χριστό, να ομολογείτε τον Χριστό» δήλωσε ο γνωστός τραγουδιστής και πρόσθεσε:

«Όπως κάνω και εγώ και άλλοι πολλοί συνάδελφοί μου. Είναι τιμή μας να υπηρετούμε και την Εκκλησία και τον Χριστό και θέλω να πω – όπως και άλλες πάρα πολλές φορές – ότι η ομολογία πίστεως στις ημέρες μας είναι πάρα πολύ δύσκολη για πολλούς, ντρέπονται να κάνουν τον σταυρό τους, ντρέπονται να πουν ότι πιστεύουν. 

Ντρεπόμαστε να πούμε ότι είμαστε Έλληνες, ότι πιστεύουμε στην πατρίδα μας, στην οικογένειά μας. Κι αν πούμε, ας πούμε, “πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια” κάποιοι θα μας θεωρήσουν αντιδημοκράτες, χουντικούς κτλ» σημείωσε με το κοινό να τον καταχειροκροτεί.

«Εγώ υποστηρίζω τη θρησκεία μου, την πίστη μου, την αγαπώ, την ομολογώ. Αγαπάω τον Χριστό, αγαπάω την πατρίδα μου και αγαπάω και την οικογένεια»... είπε ο Νίκος Οικονομόπουλος.


Μπράβο Νικόλα! για την ομολογία πίστεως σε τόσο δύσκολες εποχές! 


Σχόλιο Π. κοινωνίας: Πάλι θα ακούσω σχετικά τύπου: ''Kαλά τον τραγουδιστή έβαλες;; Σίγα την πίστη που έχεις αυτός! Αμαρτίες κάνει!!'' Και απαντώ: Παίδες ο Νικόλας τουλάχιστον καταλαβαίνει πως η Παναγία η Παρηγορήτρια στόν Βύρωνα κλαίει για τις αματρίες μας τρία χρόνια τώρα... την ωρα που παπάδες και Δεσπόταδες οχι μόνο δεν ''πιστεύουν'' και απαξιώνουν τέτοια θαύματα, αλλά ούτε βλέπουν κανένα πρόβλημα μέσα στήν Εκκλησία. Αφού λοιπόν δεν βλέπει ο Δεσπότης, έβαλα τον αμαρτωλό που το ομολογεί και βλέπει... Έτσι για να είμαστε ξηγημένοι...





Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024

Όταν το ταξίδι τελειώσει...


Όταν το ταξίδι τελειώσει, θα επιστρέψεις 
στα μέρη που κάποτε αγάπησες.

Τότε θα ονειρευτείς ένα όνειρο, 
όπου εγώ είμαι εσύ κι εσύ είσαι εγώ...

Και τότε θα γνωρίσεις την Αγάπη...

~ Δημήτρης Ρόδης
(Απο μνήμης, 19 Ιουλίου 2019)

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

Πέμπτη 23 Μαΐου 2024

''Τον Χριστό μην δώσεις για τίποτα...''


Και αν η Μάνα που με γέννησε ξαφνικά εναντιωθεί στήν πίστη μου, στη ζωντανή σχέση και κοινωνία αγάπης με τον Χριστό, αν ο πατέρας που με ανάθρεψε, αν τα αδέρφια μου τα αγαπημένα, αν η σύζυγος μου η λατρεμένη... 

αν το αίμα μου το ίδιο, το σπλάχνο και παιδί μου αγαπημένο, καν ο Λευίτης πνευματικός μου, καν Δεσπότης, καν Αρχιεπίσκοπος και Πατριάρχης, και αν ο κόσμος όλος προσπαθήσει να αλλάξει την πίστη μου, αν προσπαθήσει να διαβάλει, να συγχύσει, και να διαταράξει την σχέση μου με τον Χριστό...

Και αν σχίζει τα ιμάτια του πως ολα αυτά τα κάνει εις το ''όνομα της αγάπης''... Τότε να γνωρίζει πως αυτό είναι ήδη γραμμένο πως θα συμβεί. (Ματθ. ιʼ 34-37)

Και αν όλος ο κόσμος αντιστρατεύεται το θέλημα του Θεού και κινείται εχθρικά εναντίον σου, εσυ μείνε με Τον Χριστό, και δέξου να χάσεις τα πάντα, και εσυ ο ένας θα νικήσεις.

Τον Χριστό μην δώσεις για τίποτα.

~ Δημήτρης Ρόδης

Τρίτη 21 Μαΐου 2024

Αυτός που ζητά από την εκκλησία να τον δεχτεί περιφέροντας τα πάθη του...


Σε αυτούς που λένε ότι ο Χριστός είναι μόνο αγάπη και ότι η εκκλησία όλους πρέπει να τους δέχεται:

Η Εκκλησία δέχεται τον κάθε αμαρτωλό άνθρωπο εν μετανοία, καταθέτοντας τα πάθη του, για να τα θεραπεύσει ο Ιατρός ψυχών και σωμάτων, όχι όμως φέροντας τα πάθη του μέσα στην εκκλησία ως λάβαρα υπερηφανείας.

Αυτός ο άνθρωπος που ζητά από την εκκλησία να τον δεχτεί ενώ υπερηφανεύεται για τα πάθη του, στην πραγματικότητα δεν αποδέχεται την Εκκλησία. Διότι δεν θέλει να αλλάξει ο ίδιος, αλλά να αλλάξει η Εκκλησία για χάρη του.

~ Θωμαή Στεφανοπούλου

Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

Μάιος


Μάιος ~ Ορφέας Περίδης 
(από τον δίσκο Ονειροπόλων Μόχθοι)

Τη νύχτα, τα μεσάνυχτα που ανοίγουν οι ουρανοί
λένε ένα φως που βλέπουνε οι άνθρωποι οι αγνοί

Στο φως που αναλήβεται ψηλά στον ουρανό
τ’ αγνά τους μάτια βλέπουνε τον ίδιο τον Χριστό

Στον χρόνο που ξανάνοιωσε, στις ώρες τις καλές
βλέπουν γαριφαλόσκονη στις πόρτες, στις αυλές

Τα δέντρα αγκαλιάζουνε, φωτίζουν τις πλαγιές
στολίζουν τριαντάφυλλα, πηγάδια τις πηγές

Γίνονται κάμποι ολόχρυσοι, γίνονται το κρασί
γίνονται ασημόκουπα να λάμπεις μέσα εσύ

Ευτυχισμένη πέτρα, βγες απ’ το βαθύ γιαλό
να δω τα λουλουδάκια σου, να την ονειρευτώ.


Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

''Εάν μιλήσω.. Εάν πάλι σιωπήσω..'' ~ EL GRECO


"Εάν μιλήσω... θα στενοχωρήσω μερικούς. Εάν πάλι σιωπήσω.. δεν θα έχω εκπληρώσει το χρέος μου στην ανθρωπότητα." 

- Δομήνικος Θεοτοκόπουλος -
 EL GRECO
_____________________________________

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2024

Να μιλάς όταν πρέπει, όσο πρέπει και όπως πρέπει. Δοκίμασέ το…


Ελευθεριάδης Γ. Ελευθέριος – Ψυχολόγος M.Sc.

Να μιλάς όταν πρέπει. Είναι φορές, που η σιωπή, έχει μεγαλύτερη αξία, από ό,τι και αν ήθελες να πεις. Είναι φορές, που αν ανοίξεις το στόμα σου, μόνο κακό θα καταλήξεις να κάνεις και ας είναι οι προθέσεις σου καλές.

Να μιλάς όσο πρέπει. Να ξέρεις πότε να σταματάς. Να ξέρεις πότε να κάνεις πίσω. Τη φλυαρία, κανείς δεν την αντέχει. Συγκεκριμένα πράγματα. Στοχευμένα. Όταν δεν υπάρχει μέτρο, τα πράγματα συνήθως, ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο...

Τέλος, να μιλάς όπως πρέπει. Να είσαι ευγενικός. Μαλακός. Να μην προσβάλεις. Να είσαι χαρούμενος. Χαμογελαστός. Να κάνεις τον άλλον άνθρωπο, να αναπαύεται κοντά σου. Να νιώθει ελεύθερος όταν μιλά μαζί σου. Να μπορεί να είναι ο εαυτός του. Να μιλάς και να μοιράζεις καλοσύνη. Παρηγοριά. Ελπίδα. Δεν σου κοστίζει τίποτα.

Να μιλάς όταν πρέπει, όσο πρέπει και όπως πρέπει. Δοκίμασέ το… Δεν θα βγεις χαμένος.

Πηγή: e-psyxologos.gr

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

Όταν το αφύσικο γίνεται φυσιολογικό.


''Αφού, λοιπόν, βομβαρδίσεις την κοινωνία με όλες τις μουρλές θεωρίες και πεποιθήσεις διαφόρων, το παράλογο, το αφύσικο, το εξωφρενικό αρχίζει και φαίνεται συμπαθές...''

~ Ελένη Παπαδοπούλου

Είναι πολύ απλό το αφύσικο να γίνει φυσιολογικό. Πρώτα βάζεις το θέμα στο τραπέζι. Πάντα υπάρχουν οι καλοθελητές που θα κάνουν την αρχή. Το τυλίγεις με ένα αμπαλάζ πιασιάρικο, ευαισθητούλικο, να έχει κάτι από «ανθρώπινα δικαιώματα», «ισότητα», «δημοκρατία». Και το δίνεις σε πολιτικούς «προοδευτικούς» και συνεργαζόμενα ΜΜΕ για να ξεκινήσει η προπαγάνδα στην κοινωνία.

Συγχρόνως οργανώνεις τη διαπόμπευση, τον τραμπουκισμό, τη συκοφάντηση, ακόμη και το κυνήγι όποιου τολμήσει να πει ότι ο γάιδαρος δεν πετάει. Διότι κατά τον «προοδευτικό νου» ο γάιδαρος φυσικά και πετάει. Και εκτός από τον ιπτάμενο γάιδαρο, έχουν δικαίωμα σε πτήσεις και η κατσίκα και ο ασβός και άλλα ζώα, τα οποία ναι μεν δεν τα προίκισε η φύση με φτερά, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία στις μέρες μας.

Αφού, λοιπόν, βομβαρδίσεις την κοινωνία με όλες τις μουρλές θεωρίες και πεποιθήσεις διαφόρων που σε παλαιότερες εποχές θα ήταν του γιατρού, αλλά τώρα τους ακούμε με ανοιχτό το στόμα, το παράλογο, το αφύσικο, το εξωφρενικό αρχίζει και φαίνεται συμπαθές. Εξοικειώνεται το κοινό με τον ιπτάμενο ασβό. Σου λέει, αυτός δηλαδή γιατί να μη δει τη γη από ψηλά όπως ο αετός; Και έτσι αρχίζει η κοινωνία να σκέφτεται πόσο αδικημένα είναι από τη φύση ο ασβός, το κουνάβι, ο τράγος και πώς θα αποκατασταθεί η αδικία. 

Ερχεται, λοιπόν, ο «προοδευτικός» πολιτικός και δίνει λύση.

Με έναν νόμο και ένα άρθρο όλα αυτά τα ζώα που δεν μπορούν να πετάξουν θα αποκτήσουν φτερά.

Υπάρχουν βέβαια και μερικοί γραφικοί, κάτι συντηρητικοί, καθόλου ανοιχτόμυαλοι που επιμένουν πως αυτό δεν γίνεται. Και έχουν καταντήσει στις μέρες μας οι λογικοί να φαίνονται ζουρλοί και οι ζουρλοί κανονικοί άνθρωποι.

Ο,τι ακριβώς συνέβη και στο θεατρικό έργο του Ιονέσκο «Ρινόκερος». Οταν εμφανίστηκε ο πρώτος ρινόκερος στην πόλη, όλοι ήταν ανάστατοι. «Τι είναι αυτό;» έλεγαν. Σιγά σιγά οι ρινόκεροι πολλαπλασιάζονταν. Ο κόσμος άρχιζε να τους συνηθίζει. Δεν προκαλούσαν πια εντύπωση. Μέχρι που τελικά όλοι στην πόλη έγιναν κι αυτοί ρινόκεροι και ο ήρωας έμεινε ο μόνος άνθρωπος. Δεν είναι τυχαία η επιλογή του ζώου από τον συγγραφέα.

Ετσι και τώρα. Οι ρινόκεροι γίνονται κανονικότητα και ο κόσμος συνηθίζει. Μόνο που όσοι αποδέχονται τους ρινόκερους μετατρέπονται και οι ίδιοι σε παχύδερμα. Οι άνθρωποι τελικά σε αυτήν τη χώρα θα μείνουν μία μειοψηφία;

*Διδάκτωρ Διδακτολογίας Γλωσσών και Πολιτισμών, Πανεπιστημίου Paris III-Sorbonne Nouvelle

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

''Γάμος είναι σύνοδος ανδρός και γυναικός, επί τέκνων γενέσει και βίου κοινωνίαν.'' ~ Αριστοτέλης


''Γάμος είναι σύνοδος ανδρός και γυναικός, 
επί τέκνων γενέσει και βίου κοινωνίαν.'' 

~ Αριστοτέλης, αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και επιστήμονας, ο ακρογωνιαίος λίθος του δυτικού πολιτισμού.

Το έργο του θεωρείται το πρώτο ολοκληρωμένο σύστημα της Δυτικής Φιλοσοφίας και εκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα επιστημών όπως η φυσική, η βιολογία, η μεταφυσική, η ηθική, η ποίηση, η πολιτική, η ρητορική κ.ά.

Ο πατέρας των Επιστημών του Δυτικού κόσμου. Η φιλοσοφία και οι διδασκαλίες του, που συνοψίζονται με τον όρο Αριστοτελισμός, υπήρξαν θεμελιώδεις για τη φιλοσοφική, θεολογική και επιστημονική σκέψη μέχρι και σήμερα.

Η Εγκυκλοπαίδεια Britannica γράφει για τον Αριστοτέλη ότι «υπήρξε ο πρώτος γνήσιος επιστήμονας στην ιστορία [...] και κάθε κατοπινός επιστήμονας του οφείλει κάτι».

Πρόδρομος τού Χριστιανισμού.

«Ακάματος φύσις Θεού γεννήσεται ουκ έχουσα αρχήν. Εξ αυτού δε ο πανσθενής ουσιούται Λόγος» = «Ακατάβλητος φύσις Θεού θα γεννηθεί που δεν έχει αρχήν. Από αυτόν λοιπόν αποκτά ουσία ο παντοδύναμος Λόγος». [1] 

O φιλόσοφος Αριστοτέλης μιλάει για τον ένα Θεό. Μολονότι έζησε 400 χρόνια προτού να έρθει ο Χριστός στον κόσμο, εν τούτοις πίστευε στο θεό, κυβερνήτη και δημιουργό του κόσμου.

Ο Αριστοτέλης και άλλοι φιλόσοφοι μίλησαν για έναν θεό, αιώνιο, δημιουργό και κυβερνήτη του Σύμπαντος κόσμου. Οι φιλόσοφοι αυτοί θεωρούνται και είναι οι πρόδρομοι και διδάσκαλοι τού χριστιανισμού. (δείτε σχετικά: Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως. Περί τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας ὡς προπαιδείας εἰς τόν Χριστιανισμόν.)

Ο βασικός λόγος που η Ορθοδοξία και το Βυζάντιο τίμησαν τον Αριστοτέλη, τοποθετώντας εικόνες του στους πρόναους των ιερών ναών, ήταν η αναγωγή της σκέψης του φιλοσόφου προς ένα πρωταρχικό αίτιο κίνησης των σωμάτων του κόσμου, ενός σώματος ως πρώτου αιτίου. Του ενός Θεού.

Λέγει χαρακτηριστικά: 

«Και η ζωή βέβαια ανήκει στον θεό. Διότι η ενέργεια του νου είναι ζωή, και εκείνος είναι η ενέργεια. Και η καθεαυτή ενέργειά του είναι η άριστη και αιώνια ζωή. Λέμε λοιπόν ότι ο θεός είναι ζωντανό ον αιώνιο και άριστο, ώστε σ’ αυτόν ανήκει η ζωή και ο συνεχής και αιώνιος χρόνος. Διότι αυτό είναι ο θεός...» ~ Αριστοτέλης, ''Μετά τα φυσικά'' (1072b27-30)

Την πρόνοια και κυβέρνηση του Θεού στον κόσμο, πολύ εύστοχα ο Αριστοτέλης την παρομοιάζει σαν την διακυβέρνηση ενός πλοίου από τον κυβερνήτη του, ή τον ηνίοχο ενός άρματος: «Όπερ εν νηί μεν κυβερνήτης, εν άρματι δε ηνίοχος, πόλει δε νόμος, εν στρατοπέδω δε ηγεμών, τούτο Θεός εν κόσμω». 

Ο Αριστοτέλης διαβλέπει σκοπιμότητα (τέλος=σκοπός) στη φύση και στα όσα γίνονται μέσα στη φύση και όχι τυχαιότητα και ακαταστασία ή χάος. Γι’ αυτό και καταλήγει στον περίφημο αφορισμό: «Ο Θεός και η φύσις ουδέν μάτην ποιούσιν» (Περί Ουρανού, Α, 4).

Επιμέλεια-σύνταξη κειμένου Δημήτρης Ρόδης (πηγές απο το διαδίκτυο.)


«Χρέος έχουμε να θεωρούμε τον Θεό σαν πνεύμα πανίσχυρο, αθάνατο και τέλειο. Γιατί, αν και είναι αόρατος για τα μάτια των ανθρώπων, φανερώνεται με τα έργα του.» ~ Αριστοτέλης

[1] Υπάρχει στα χειρόγραφα:  
α. Σινά 327, φ. 235α.
β. Vat. Gr. 1198, φ. 66α
γ. Διονυσίου 281, φ. 103α
δ. Διονυσίου 167, φ. 151α
ε. Richard Bentleii Epistola, σελ. 7
στ. Ιβήρων 386, φ. 174α

*****

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024

Το νου σου! Αμαρτίες, πταίσματα και σκιές μας ταλαιπωρούν…



Το νου σου! Αμαρτίες, πταίσματα και σκιές μας ταλαιπωρούν… (Ξέρεις ποιο από τα 3 θα΄πρεπε να φοβάσαι πιο πολύ από όλα;) |Λευτέρη πες...

Τρία πράγματα πρέπει να προσέχεις στον εαυτό σου.

Τις αμαρτίες,
τα πταίσματα
και τις σκιές…

«Και τι είναι αμαρτία;», θα μου πεις…

Ό,τι μας χωρίζει από τον άλλον άνθρωπο.
Ό,τι μας χωρίζει από το Θεό.

Όλα εκείνα τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα να μας απομονώνουνε.

Να μας ξεκόβουνε από την επικοινωνία μας με τους άλλους…

Έπειτα είναι τα πταίσματα.
Μικρά λαθάκια.
Καθημερινά.

Συνήθως γίνονται ακούσια.
Εύκολα διορθώνονται.

Δεν μας «χωρίζουνε» και δα από τους γύρω μας ανθρώπους.

Και τέλος είναι οι σκιές...

Οι σκέψεις οι κρυφές.

Όλα εκείνα τα "μαύρα" που φωλιάζουν στη καρδιά
και περιμένουν τη κατάλληλη στιγμή να βγούνε.

Δεν τις εντοπίζει εύκολα κανείς αυτές.

Πρέπει να κάνει πολλή δουλειά με τον εαυτό του
για να τα καταφέρει.

Και θέλουν προσοχή.
Μεγάλη προσοχή.

Γιατί πριν καλά-καλά κανείς το καταλάβει,
θεριεύουν απότομα γίνονται πάθη
και πνίγουνε τον άνθρωπο.

Και αυτόν και όλους τους γύρω του ανθρώπους
Αμαρτίες, πταίσματα και σκιές μας ταλαιπωρούν…


Από τα τρία αυτά,
τις σκιές να φοβάσαι πιο πολύ από όλα…

(αδελφός)

(άλλος αδελφός)

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

Ας ευχηθώμεν το ερχόμενον έτος ~ κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

“Το εκήρυξεν ο θείος Όμηρος προ ετών τρισχιλίων: Εις οιωνός άριστος!” Αλλά τις έβαλεν εις πράξιν την συμβουλήν του θειοτάτου αρχαίου ποιητού; Εκ της παρούσης ημών γενεάς τις ημύνθη περί πάτρης;

Ημύνθησαν περί πάτρης οι άστοργοι πολιτικοί, οι εκ περιτροπής μητρυιοί του ταλαιπώρου ωρφανισμένου Γένους;

Άμυνα περί πάτρης δεν είναι αι σπασμωδικαί, κακομελέτητοι και κακοσύντακτοι επιστρατείαι, ουδέ τα σκωριασμένης επιδεικτικότητος θωρηκτά.

Άμυνα πετρί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεωκοπίας.

Τις ημύνθη περί πάτρης;

Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος.

Και σήμερον, νέον έτος έρχεται. Και πάλιν τι χρειάζονται οι οιωνοί; Οιωνοί είναι τα πράγματα. Μόνον ο λαός λέγει. Κάθε πέρσυ και καλλίτερα...

“Ας ευχηθώμεν το ερχόμενον έτος να μη είναι χειρότερον από το έτος το φεύγον”.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Εφ. “Ακρόπολις”, 1 Ιαν. 1896)

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2023

“Να ’μουν του στάβλου εν’ άχυρο... ” ~ Κωστής Παλαμάς


“Να ’μουν του στάβλου εν’ άχυρο”

Να ’μουν του στάβλου εν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι, 
την ώρα π’ άνοιγε ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!

 Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελο του,
 το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπο του.

 Να λάμψω από τη λάμψη του κι εγώ σα διαμαντάκι, 
κι από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι...

 να μοσκοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία, 
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.

Να ’μουν του στάβλου εν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι, 
την ώρα π’ άνοιγε ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι..

Το ποίημα “Η Γέννηση του Χριστού” 


Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2023

Η Δύναμη της ευχής. (Χριστουγεννιάτικη ιστορία αγάπης).

Η δύναμη της ευχής. (Χριστουγεννιάτικη ιστορία αγάπης).

πατρός Δημητρίου Μπόκου

(Πώς η έμπονη ευχή με την καθοδήγηση του πνευματικού πατέρα δρουν μυστικά στις ψυχές των άλλων, αλλάζοντας καταλυτικά την ροή των γεγονότων.)

Ὁ ὁ­δη­γὸς ἀ­νέ­βη­κε σβέλ­τα στὴ θέ­ση του καὶ ἔ­βα­λε μπρὸς τὴ μη­χα­νή. Οἱ τε­λευ­ταῖ­οι ἐ­πι­βά­τες ἀ­νέ­βη­καν βι­α­στι­κά, βάλ­θη­καν νὰ ψά­χνουν τὶς θέ­σεις τους. Προ­πα­ρα­μο­νὴ Χρι­στου­γέν­νων, ἡ κί­νη­ση στὸ ζε­νίθ. Ἔ­σκυ­ψε νὰ ση­κώ­σει τὴ βα­λί­τσα της, μὰ ὁ ἄν­τρας της τὴν πρό­λα­βε. Τὴν τα­κτο­ποί­η­σε στὸν χῶ­ρο τῶν ἀ­πο­σκευ­ῶν καὶ γύ­ρι­σε κε­φά­τος κον­τά της.

– Ἄν­τε λοι­πόν, κα­λό σου τα­ξί­δι, τῆς χα­μο­γέ­λα­σε ἀ­πο­χαι­ρε­τών­τας την. Σὲ λίγο πάλι ραν­τε­βοῦ ἐ­δῶ.

Χα­μο­γέ­λα­σε κι ἐ­κεί­νη μὲ τὸ ζό­ρι, ἀν­τάλ­λα­ξαν ἕ­να βι­α­στι­κό, ψυ­χρὸ φι­λὶ κι ἀ­νέ­βη­κε στὴ θέ­ση της. Ἔ­φευ­γε γιὰ τὴν Ἀ­θή­να ἐ­κτά­κτως. Γιὰ δυ­ὸ μέ­ρες μο­νά­χα. Νὰ δώ­σει ἕ­να χέ­ρι βο­ή­θειας στὴν κό­ρη τους, ποὺ ἔμ­παι­νε γιὰ μιὰ μι­κρο-ἐ­πέμ­βα­ση στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο. Τί­πο­τε ἀ­νη­συ­χη­τι­κό, θά ’βγαι­νε αὐ­θη­με­ρόν, μὰ κά­ποι­ος ἔ­πρε­πε νὰ κρα­τή­σει τὰ μι­κρά, ὥ­σπου νὰ ξα­νάρ­θει ἡ μά­να τους..

Τὸ με­γά­λο λε­ω­φο­ρεῖ­ο ξε­κί­νη­σε. Πρὶν στρί­ψουν γιὰ τὸν με­γά­λο δρό­μο, εἶ­δε ξα­νὰ μὲ τὴν ἄ­κρη τοῦ μα­τιοῦ της τὸν ἄν­τρα της. Τῆς κού­νη­σε τὸ χέ­ρι του. Κού­νη­σε κι ἐ­κεί­νη ἐ­λα­φρὰ μὰ ἀ­νό­ρε­χτα τὸ κε­φά­λι της. Μιὰ με­λαγ­χο­λι­κὴ δι­ά­θε­ση τὴν πλημ­μύ­ρι­ζε...

Μὲ τὸ ποὺ χά­θη­κε τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἀ­π’ τὰ μά­τια του, ὁ ἄν­τρας ἔ­βγα­λε τὸ κι­νη­τό. Ἔ­ψα­ξε τὴ λί­στα μὲ τὰ νού­με­ρα, ἔ­κα­νε μιὰ κλή­ση.

– Εἶ­μαι ἐ­λεύ­θε­ρος! εἶ­πε εὔ­θυ­μα, κα­θὼς ἄ­νοι­ξε ἡ γραμ­μή. Τί θά ’λε­γες γιὰ τὸ βρα­δά­κι στὶς ὀ­κτώ;

Ὀ­κέ­υ. Στὸ γνω­στὸ ση­μεῖ­ο ἀ­πό­ψε στὶς ὀ­κτώ, ἀ­πάν­τη­σε λα­κω­νι­κὰ μιὰ γυ­ναι­κεί­α φω­νὴ καὶ ἔ­κλει­σε βι­α­στι­κὰ ἡ γραμ­μή.

Ἔ­τρι­ψε τὰ χέ­ρια χα­ρού­με­νος. Ὅ­λα τοῦ ’ρχόν­του­σαν βο­λι­κά. Τὸ ἔ­κτα­κτο τα­ξι­δά­κι τῆς γυ­ναί­κας του ἦ­ταν λα­χεῖ­ο ἀ­πρό­σμε­νο. Σχεδὸν δυ­ὸ με­ροῦ­λες ἐ­λεύ­θε­ρος μὲ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο αἰ­σθη­μα­τά­κι του δὲν ἦ­ταν καὶ λί­γο. Θὰ εἶ­χαν ὅ­λη τὴν ἄ­νε­ση καὶ τὸν χρό­νο δι­κό τους. Ἀ­πί­θα­να!

Ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ στὸ ρο­λό­ι του. Ἦ­ταν ἀ­κό­μα πέν­τε. Εἶ­χε τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ πά­ει σπί­τι νὰ φρε­σκα­ρι­στεῖ λι­γά­κι. Μὲ ἀ­πο­γει­ω­μέ­νη τὴ δι­ά­θε­ση καὶ τὴν καρ­διά του νὰ πε­τα­ρί­ζει σὰν εἰ­κο­σά­χρο­νος, χώ­θη­κε στὸ ἁ­μά­ξι καὶ πά­τη­σε τὸ γκά­ζι σφυ­ρί­ζον­τας. Πόσο ἔξυπνα τὰ βόλευε ὅλα!...

Ὁ γκρί­ζος Δε­κέμ­βρης ἔ­φε­ρε τὶς πρῶ­τες στα­γό­νες στὸ με­γά­λο παρ­μπρίζ. Ὁ ὁ­δη­γὸς ἔ­βα­λε μπρὸς τοὺς ὑ­α­λο­κα­θα­ρι­στῆ­ρες. Οἱ σι­γα­νὲς κου­βέν­τες τῶν ἐ­πι­βα­τῶν βομ­βοῦ­σαν στ’ αὐ­τιά της, μὰ ἡ γυ­ναί­κα ἔ­βλε­πε ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἀ­πὸ τὸ τζά­μι. Τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἦ­ταν γε­μά­το καὶ πνι­κτι­κό. Τὸ φῶς λι­γό­στευ­ε γρή­γο­ρα καὶ τὸ το­πί­ο γι­νό­ταν ὅ­λο καὶ θο­λό­τε­ρο. Ὁ ὁ­δη­γὸς ἄ­να­ψε τὰ μι­κρὰ φῶ­τα πο­ρεί­ας. Ἔ­νοι­ω­σε νὰ πνί­γε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο. Τὸ σκο­τά­δι δὲν τὴν πο­λι­ορ­κοῦ­σε μό­νο ἀ­π’ ἔ­ξω, εἰ­σορ­μοῦ­σε καὶ μέ­σα της...

Ἀ­πὸ και­ρὸ τώ­ρα εἶ­χε ἀν­τι­λη­φθεῖ τὶς ὕ­πο­πτες κι­νή­σεις τοῦ ἄν­τρα της καὶ τὰ φί­δια τὴν ἔ­ζω­σαν ἀ­πὸ παν­τοῦ. Προ­σπά­θη­σε νὰ πα­ρα­μεί­νει ὅ­σο πιὸ ψύ­χραι­μη μπο­ροῦ­σε. Δὲν τοῦ ἔ­κα­με νύ­ξη πο­τὲ γιὰ τί­πο­τε. Δὲν εἶ­χε πα­ρά­πο­νο βέ­βαι­α πὼς δὲν τὴν πρό­σε­χε, μὰ κα­τά­λα­βε, σι­γου­ρεύ­τη­κε σχε­δόν, πὼς ἔ­τρε­χε καὶ κά­τι ἄλ­λο πα­ράλ­λη­λα. Πά­λε­ψε νὰ μὴν κα­ταρ­ρεύ­σει ἀ­πὸ τὸ σόκ, μὰ ἔ­χα­σε κά­θε ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὸν ἄν­τρα της. Ὅ­λα μέ­σα της ἀ­να­πο­δο­γύ­ρι­σαν. Ἔ­νοι­ω­σε προ­δο­μέ­νη καὶ ἡ πί­κρα τὴ δι­α­πό­τι­σε ὣς τὰ κα­τά­βα­θα.

Καὶ τώ­ρα δι­αι­σθα­νό­ταν μὲ ἀ­κρί­βεια τί θὰ συ­νέ­βαι­νε στὴν ἀ­που­σί­α της. Δὲ σκέ­φτη­κε πο­τὲ φυ­σι­κὰ νὰ τὸν ἀ­στυ­νο­μεύ­σει καὶ οὔ­τε τὸ ἤ­θε­λε, μάν­τευ­ε ὅ­μως κα­θα­ρὰ τὶς κι­νή­σεις του. Κα­τα­λά­βαι­νε πο­λὺ κα­λὰ ὅ­τι τοῦ ἄ­φη­νε μὲ τὸ τα­ξί­δι της ἐ­λεύ­θε­ρο τὸ πε­δί­ο γιὰ δρά­ση. Τί λοι­πὸν κι ἂν ἔρ­χον­ταν σὲ δυ­ὸ μέ­ρες Χρι­στού­γεν­να; Για­τί νὰ γυ­ρί­σει πί­σω καὶ γιὰ ποι­όν;

Οἱ ζο­φε­ρὲς σκέ­ψεις ἔ­φε­ραν πό­νο στὸ κε­φά­λι της καὶ σφί­ξι­μο στὴν καρ­διά. Τὰ μά­τια της γέ­μι­σαν ξαφ­νι­κὰ δά­κρυ­α. Φο­βή­θη­κε πὼς θὰ γί­νει ἀν­τι­λη­πτὴ ἀ­π’ τὸν συ­νε­πι­βά­τη της καὶ ἔ­στρε­ψε ὅ­σο μπο­ροῦ­σε τὸ πρό­σω­πό της πρὸς τὸ τζά­μι. Ἀ­μή­χα­νη ἄ­νοι­ξε τὴν τσάν­τα της, ἀ­να­ζή­τη­σε τὸ κι­νη­τό της. Προ­σποι­ή­θη­κε πὼς θὰ τη­λε­φω­νή­σει γιὰ νὰ κρύ­ψει τὴν τα­ρα­χή της. Ψα­χού­λε­ψε μὲ τρε­μά­με­να δά­χτυ­λα τὰ πλῆ­κτρα, ἡ ὀ­θό­νη φω­τί­στη­κε, μὰ ποι­ὸν νὰ πά­ρει καὶ μὲ τί δι­ά­θε­ση νὰ μι­λή­σει;

Ἀ­πρό­σκλη­τη τό­τε καὶ ξαφ­νι­κὴ μὲς στὸ θο­λό της βλέμ­μα καὶ στὸ σκο­τει­νι­α­σμέ­νο της μυα­λὸ ξε­φύ­τρω­σε ἡ μορ­φὴ τοῦ γέ­ρον­τα πνευ­μα­τι­κοῦ της, ποὺ ἐ­δῶ καὶ τρί­α χρό­νια εἶ­χε ἀ­να­παυ­θεῖ. Ἐ­νό­σῳ ζοῦ­σε, ἔ­τρε­χε κον­τά του πάν­τα σὲ κά­θε της πρό­βλη­μα. Μὰ τώ­ρα;

Σὰν νὰ τὴν ἔ­σπρω­ξε ἀ­νε­ξή­γη­τη πα­ρόρ­μη­ση, σχη­μά­τι­σε αὐ­θόρ­μη­τα ὅ­πως πα­λιὰ τὸ νού­με­ρό του κι ἔ­φε­ρε τὸ τη­λέ­φω­νο στ’ αὐ­τί. Ἕ­νας λυγ­μὸς βα­θὺς καὶ σι­γα­νός, πα­ρὰ φω­νή, βγῆ­κε πνι­χτὰ ἀ­π’ τὸ λα­ρύγ­γι της:

Βο­ή­θη­σέ με, ἀ­γα­πη­μέ­νε μου γέ­ρον­τα! Χά­νο­μαι! Δεῖ­ξε μου τό δρό­μο! Ἡ νύ­χτα μέ κα­τα­πί­νει!...

Για­τί κλαῖς, κα­λή μου; Ποι­όν ζη­τᾶς; ἀν­τή­χη­σε ἀ­μέ­σως μιά ζε­στή βε­λού­δι­νη φω­νή στ’ αὐ­τί της, μά πι­ό­τε­ρο τήν ἄ­κου­σε μές στήν καρ­διά της.

Πά­γω­σε ὁ­λό­κλη­ρη. Ποι­ὸς τῆς μι­λοῦ­σε; Ὁ γέ­ρον­τας πνευ­μα­τι­κός της; Μὰ δὲν ζοῦ­σε πιά. Πῶς γί­νε­ται νὰ ἀ­παν­τᾶ στὴν κλή­ση της; Μὴν ἔ­πα­θε πα­ρά­κρου­ση; Κοί­τα­ξε μὲ μά­τια δι­ε­σταλ­μέ­να τὸ τη­λέ­φω­νο. Στὴ φω­τει­νὴ ὀ­θό­νη του λαμ­πύ­ρι­ζε μὲ χρώ­μα­τα θε­σπέ­σια ὄ­χι τὸ νού­με­ρο ποὺ κά­λε­σε, μὰ ἡ γα­λή­νια μορ­φὴ τοῦ γέ­ρον­τα, ὅ­πως τὴν ἤ­ξε­ρε πάν­το­τε...


Μὰ πῶς μπο­ροῦ­σε νὰ συμ­βαί­νει αὐ­τό; Τὴν κοί­τα­ζε μὲ τὸ γλυ­κό του βλέμ­μα καὶ τῆς χα­μο­γε­λοῦ­σε. Στὴν παρήγορη θέα του ἄ­νε­μος δυ­να­τός, ἕ­να κύ­μα εὐ­φρό­συ­νο στρο­βί­λι­σε βί­αι­α τὸ βα­ρύ της ψυ­χο­πλά­κω­μα, τὸ σκόρ­πι­σε στὴ στιγ­μὴ σὰν σύν­νε­φο κα­κό. Μιὰ γλυ­κειὰ ἀ­να­κού­φι­ση ἁ­πλώ­θη­κε ὣς τὸ τε­λευ­ταῖ­ο κύτ­τα­ρο τοῦ εἶ­ναι της. Ἡ κα­λή της δι­ά­θε­ση ξε­χεί­λι­σε. Ἀ­φέ­θη­κε στὴ μα­γεί­α τοῦ μυ­στη­ρί­ου ποὺ τὴν ἀγ­κά­λι­α­ζε κι ἂς μὴν κα­τα­λά­βαι­νε τί­πο­τε:

Τί σοῦ συμ­βαί­νει, κό­ρη μου; ρώ­τη­σε σι­γα­νά ὁ γέ­ρον­τας.

Τὰ ξέ­ρεις, δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ σοῦ τὰ πῶ, πα­τέ­ρα μου, ἀ­πάν­τη­σε ἐκ­στα­τι­κά, σι­γα­νὰ κι ἐ­κεί­νη, μὴν τυ­χὸν καὶ γί­νει ἀν­τι­λη­πτή. Βλέ­πεις τὸ ξε­στρά­τι­σμα τοῦ ἄν­τρα μου. Πη­χτὸ σκο­τά­δι ἁ­πλώ­θη­κε στὴ ζω­ή μου. Μὲ τί κου­ρά­γιο πιὰ νὰ ζῶ; Τὰ ὄ­νει­ρά μου σβή­σα­νε. Μέ­σα μου σω­ρι­ά­στη­καν ἐ­ρεί­πια.

Μὰ καὶ σὺ ξε­στρά­τι­σες, κό­ρη μου! Ὄ­χι μό­νο ὁ ἄν­τρας σου...

Ἐ­γώ; Μά πῶς ξε­στρά­τι­σα καί πό­τε; μί­λη­σε δι­πλά σο­κα­ρι­σμέ­νη τώ­ρα.

Πάν­τα ξε­στρα­τι­σμέ­νη ἤ­σου­να κι ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ δρό­μο τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πάν­τη­σε μὲ ἤ­ρε­μη φω­νὴ ὁ γέ­ρον­τας. Ζοῦ­σες κι ἐσὺ γιὰ τὸ δικό σου ὄ­νει­ρο μονάχα. Πές μου, ἀλήθεια, πό­τε ἀ­γά­πη­σες τὸν ἄν­τρα σου ἐ­σύ; Πάν­τα! …θὰ μοῦ πεῖς, …ἀλ­λὰ μὴ βι­ά­ζε­σαι. Ἀ­γά­πα­γες αὐ­τὸ ποὺ σοῦ ’δι­νε, ὄ­χι αὐ­τόν. Ἦ­ταν γιὰ σέ­να τὸ κομ­μά­τι, ποὺ ἔ­λει­πε ἀπ’ τὸ σχέδιό σου. Τὸ ταιριαστὸ συμ­πλή­ρω­μα σ’ ἕνα μον­τέ­λο, ποὺ φιλοτέχνησες ἐσύ.

Αὐ­τὸ ἀ­γά­πα­γες. Τὴ βό­λε­ψή σου ἀπὸ τὴν παρουσία του. Καὶ τώ­ρα κλαῖς γιὰ τὴν ὡ­ραί­α σου βι­τρί­να, ποὺ ρα­γίζει. Με­τρᾶς τὸ κό­στος τὸ δικό σου μόνο. Αὐ­τὸν δὲν τὸν ἀ­γά­πη­σες ἀληθινὰ πο­τέ σου. Νά, ποὺ σοῦ ἔ­γι­νε ἀ­μέ­σως ἀ­πε­χθής, ὅ­ταν ἀρ­νή­θη­κε νὰ συμ­πλη­ρώ­νει τὸ πὰζλ τῆς φαν­τα­σί­ω­σής σου.

Ἡ γυ­ναί­κα δὲν μί­λα­γε. Δὲν εἶ­χε δύ­να­μη ν’ ἀρ­θρώ­σει λέ­ξη. Ἔ­νοι­ω­θε ν’ ἀ­δειά­ζουν τὰ σω­θι­κά της. Ὁ γέ­ρον­τας συ­νέ­χι­σε:

– Μὴ βλέ­πεις τί περ­νᾶς ἐ­σύ, ἀλ­λὰ τί θ’ ἀ­πο­γί­νει ἐ­κεῖ­νος τώ­ρα. Και­ρὸς νὰ δεῖς τὸν ἄν­τρα σου. Ξέ­χνα τὸν ἑ­αυ­τό σου. Κι ὅ,τι ζη­τή­σεις ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, κοίταξε νά ’ναι γιὰ ’κεῖ­νον, ὄ­χι γιὰ εὐ­χα­ρί­στη­ση δι­κή σου. Σκο­πός σου τώ­ρα μὴ χα­θεῖ αὐ­τός, πλά­σμα μο­να­δι­κό, μὲ ἀ­νε­κτί­μη­τη ἀ­ξί­α, φτι­αγ­μέ­νο μὲ ἀ­προ­σμέ­τρη­το με­ρά­κι ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ.

Εἶ­ναι ὁ δι­κός σου ἄν­θρω­πος, τό ξέχασες; Δέν σοῦ τόν ἐμ­πι­στεύ­τη­κε ὁ Θε­ός; Δέν θά ρω­τή­σει κά­πο­τε τί ἔ­κα­νες γι’ αὐ­τόν; Ἂν δέν πο­νᾶς ἐ­σύ γι’ αὐ­τόν, ποι­ός θά τόν δεῖ μέ κα­λο­σύ­νη; Πά­λε­ψε τώ­ρα ἐ­σύ λοι­πόν νά μή χα­θεῖ στήν ἄ­βυσ­σο. Ἄ­σε τά φυ­σι­κά σου αἰ­σθή­μα­τα στήν ἄ­κρη. Και­ρός ν’ ἀ­γα­πή­σεις τόν ἄν­τρα σου!...

Ἡ ἅ­για φω­τει­νὴ μορ­φὴ πῆρε νὰ ­σβήνει ἀ­π’ τὴν ὀ­θό­νη, μὰ στὴν καρ­διά της ἔ­λαμ­πε ὁ­λο­ζών­τα­νη. Γιὰ πόση ὥ­ρα ἔ­μει­νε ἀ­κί­νη­τη, δε­μέ­νη μὲ ἀ­ό­ρα­τα δε­σμὰ μα­γεί­ας ὑ­περ­κό­σμιας; Φο­βό­τανε νὰ κου­νη­θεῖ, μὴ δι­ώ­ξει τὴ μα­κά­ρια αἴ­σθη­ση ποὺ σὰν ἱμάτιο παμφώτεινο τὴν πε­ρι­τύ­λι­γε. Ἀ­χτί­δα ἱλαρὴ στὴ θλίψη της τὰ λό­για τοῦ γέ­ρον­τα, τῆς φα­νέ­ρω­σαν ὅ­σα δὲν ὑ­πο­πτευ­ό­ταν. Γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­βλε­πε ἀνοιχτὴ τὴν ψυ­χή της κα­θα­ρά, σὰν ἀ­νοιγ­μέ­νο τρι­αν­τά­φυλ­λο. Ἐν­τυ­πω­σι­ά­στη­κε βα­θιά.

Τὸ χέ­ρι της δει­λὰ-δει­λὰ γλί­στρη­σε στὴν τσάν­τα της. Ἀ­να­ζή­τη­σε τὸ κομ­πο­σχοί­νι της, δῶ­ρο μι­κρὸ μὰ ἀ­νε­κτί­μη­το ἀ­π’ τὸν πνευ­μα­τι­κό της. Τὸ πέ­ρα­σε χα­ϊ­δεύ­ον­τάς το ἁ­πα­λὰ στὰ δά­χτυ­λά της. Στὸν πρῶ­το κόμ­πο στά­θη­κε… Ἀρ­γὰ-ἀρ­γὰ μὰ στα­θε­ρὰ ψι­θύ­ρι­σε:

«Κύ­ρι­ε, Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σον τὸν δοῦ­λον σου …».

Τὸ εἶ­πε, τὸ ξα­να­εῖ­πε…, κόμ­πο-κόμ­πο…, ἀρ­γὰ-ἀρ­γά… Ν’ ἀ­νοί­ξει δρό­μο ἡ προ­σευ­χή της πά­σχι­ζε δει­λά, σὰν τὸ μι­κρὸ ρυά­κι μὲς ἀ­π’ ἀ­γρι­ο­χόρ­τα­ρα καὶ πέ­τρες. Μὰ λί­γο-λί­γο ἀ­τσα­λώ­θη­κε. Σὰν τὸ μω­σα­ϊ­κὸ ρα­βδί, τὸν βρά­χο τῆς ψυ­χῆς της χτύ­πη­σε τὸν ἄ­νυ­δρο μὲ δύ­να­μη. Καὶ τὸ ρυά­κι φού­σκω­σε, πο­τά­μι ἔ­γι­νε καὶ χεί­μαρ­ρος ὁρ­μη­τι­κὸς ξε­πή­δη­σε ἀ­πὸ τὴν ἔ­ρη­μο ἐν­τός της. Τὴ συ­νε­πῆ­ρε ὁ­λά­κε­ρη. Ἡ σκέ­ψη της ὑ­ψώ­θη­κε γορ­γή...


Δι­έ­τρε­ξε βου­νὰ καὶ δρό­μους, ποὺ ἀ­δη­φά­γα ἡ σκο­τει­νιὰ κα­τά­πι­νε ξο­πί­σω τους, στρι­φο­γύ­ρι­σε ἀ­τί­θα­ση, ἀ­να­ζή­τη­σε ἐ­πί­μο­να τὸν ἄν­τρα της. Μὲ ἀ­ε­τοῦ πα­νί­σχυ­ρα φτε­ρὰ, ἡ προ­σευ­χή της πέ­τα­ξε ὣς ἐ­κεῖ­νον, τὸν ἀγ­κά­λια­σε μυ­στι­κά. Μιὰ γλυ­κειὰ νο­σταλ­γί­α πρω­τό­γνω­ρη κέν­τη­σε σὰν πό­νος σι­γα­νὸς τὴν καρ­διά της. Πό­θη­σε νὰ ἦ­ταν τώ­ρα κον­τά του. Γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­νοι­ω­σε, πὼς εἶ­χε τὴ δύ­να­μη ν’ ἀ­γα­πή­σει τὸν ἄν­τρα της.

Τό σκο­τά­δι τῆς νύ­χτας ἔ­ξω πύ­κνω­νε, μά ἡ ψυ­χή της μέ­σα γέ­μι­ζε φῶς. Τυ­λιγ­μέ­νη σέ γλυ­κειά θαλ­πω­ρή συ­νέ­χι­ζε ἀ­δι­ά­λει­πτα: «…ἐ­λέ­η­σον τόν δοῦ­λον σου…».

Στὶς ὀ­κτὼ ἀ­κρι­βῶς, κε­φά­τος, μὲ ντύ­σι­μο κομ­ψό, προ­σεγ­μέ­νο γιὰ τὴν πε­ρί­στα­ση, ὁ ἄν­τρας σή­κω­νε τὸ χέ­ρι του, νὰ χτυ­πή­σει τὸ κου­δού­νι στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα τοῦ ραν­τε­βοῦ του. Ἔ­κα­με νὰ τὸ ἀγ­γί­ξει, μὰ δί­στα­σε. Ἀ­δι­ό­ρα­τη ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα δι­α­πέ­ρα­σε ἀ­προσ­δό­κη­τα τὴν ψυ­χή του. Τί ἦ­ταν αὐ­τό; Δὲν τό ’θε­λε τό­σο πο­λὺ νὰ ἔλθει ὣς ἐδῶ; Για­τί δι­στά­ζει τώρα αὐτός, ὁ τόσο ἀνυπόμονος; Τὸ χέ­ρι του ἔ­μει­νε γιὰ λί­γο με­τέ­ω­ρο καὶ κα­τέ­βη­κε. Τί τοῦ συ­νέ­βαι­νε; Ξαφ­νι­κὰ δὲν ἔ­νοι­ω­θε σί­γου­ρος γι’ αὐ­τὸ ποὺ πή­γαι­νε νὰ κά­μει.

Στά­θη­κε συλ­λο­γι­σμέ­νος, μὴ μπο­ρών­τας νὰ κα­τα­λά­βει τὸν ἑ­αυ­τό του. Μιὰ πα­ρόρ­μη­ση μέ­σα του τὸν ἔ­σπρω­ξε νὰ χτυ­πή­σει καὶ πάλι, μὰ τὸ χέ­ρι του ἔ­μει­νε ξανὰ στὸν ἀ­έ­ρα ἀ­βέ­βαι­ο. Ἡ θλιμ­μέ­νη μορ­φὴ τῆς γυ­ναί­κας του πέ­ρα­σε ξαφνικὰ σὰν ἀ­στρα­πὴ ἀ­πὸ τὸ βλέμμα του. Ἀ­λή­θεια, για­τί νὰ τῆς τὸ κά­νει αὐ­τό; Ἕ­να δυ­σά­ρε­στο αἴ­σθη­μα τὸν κυ­ρί­ευ­σε. Ἔ­νοι­ω­σε ἄ­σχη­μα γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Κά­ποι­ες ἐ­νο­χὲς σή­κω­σαν κε­φά­λι μέ­σα του. Μὰ για­τί νὰ τοῦ συμ­βαί­νουν τώ­ρα αὐ­τά; Χω­ρὶς νὰ μπο­ρεῖ νὰ τὸ ἐ­ξη­γή­σει, κα­τά­λα­βε πὼς δὲν ἦ­ταν σὲ θέ­ση νὰ προ­χω­ρή­σει στὸ σχέδιό του.

Κά­τι μυ­στη­ρι­ῶ­δες, ἀ­νε­ξή­γη­το μέ­σα του τόν ἀ­πω­θοῦ­σε ἀ­π’ τόν σκο­πό του...

Γύ­ρι­σε ἀρ­γὰ-ἀρ­γά, ἄρ­χι­σε νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται σκυ­φτός. Τὸ κι­νη­τό του χτύ­πη­σε. Τὸν ἔ­ψα­χνε ἡ λε­γά­με­νη τοῦ ραν­τε­βοῦ του. Δὲν ἀ­πάν­τη­σε. Χω­ρὶς νὰ τὸ θέ­λει, χω­ρὶς νὰ προ­σπα­θεῖ, ὅ­λο καὶ πιὸ ἐ­πί­μο­να, ὅ­λο καὶ πιὸ ζων­τα­νά, ζω­γρα­φι­ζό­ταν μέ­σα του ἡ μορ­φὴ τῆς γυ­ναί­κας του. Πό­θη­σε νὰ ἦ­ταν τώ­ρα κον­τά της. Και­ρὸ εἶ­χε νὰ τὸ νοι­ώ­σει αὐ­τό. Τὸν εἶχε ἀγγίξει κάτι θεϊκό.

Ἡ χάρη τῆς προσευχῆς της, ἀόρατη τούς ἔφερνε σ’ ἀντάμωμα μυστικό...

Ἀρ­γὰ τὸ βρά­δυ τῆς πα­ρα­μο­νῆς, σὲ ὥ­ρα πιὰ πο­λὺ προ­χω­ρη­μέ­νη, ἀ­φί­χθη­κε τὸ τε­λευ­ταῖ­ο λε­ω­φο­ρεῖ­ο τῆς γραμ­μῆς. Σκυ­φτά, προ­σε­κτι­κὰ ἡ γυ­ναί­κα κα­τέ­βη­κε τὰ σκα­λο­πά­τια, μὰ πρὶν τὸ πό­δι της ἀγ­γί­ξει τὸ ἔ­δα­φος, ἕ­να χέ­ρι ἔ­πια­νε ἁπαλὰ τὸ δι­κό της. 

Σή­κω­σε χα­ρού­με­νη τὸ πρό­σω­πό της... κι ἦ­ταν σὰ νά ἔβλε­πε τὸν ἄν­τρα της γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Μὲ λαμ­πε­ρὸ χα­μό­γε­λο ἀγ­κα­λι­ά­στη­καν σφι­χτά, φι­λή­θη­καν, σὰ νά ’τα­νε τὸ πρῶ­το ραν­τε­βοῦ τους.

Στὸν παγωμένο χει­μω­νι­ά­τι­κο ἀ­γέ­ρα κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους τοῦ σταθμοῦ ἀν­τη­χοῦ­σαν χα­ρμονικὰ τὰ γιορτινὰ τραγούδια καὶ τὰ χριστουγεννιάτικα κά­λαν­τα. Ἀ­πὸ τὰ στο­λι­σμέ­να δέν­τρα λάμ­ψεις σκορ­πί­ζον­ταν χι­λιά­δες. Μὰ τὴ γι­ορ­τὴ τὴν εἶ­χαν μέ­σα τους αὐ­τοί, φού­σκω­νε τὴν καρ­διά τους ἡ χα­ρὰ τῆς Γέν­νη­σης. Καὶ ξε­χυ­νό­ταν ἀ­π’ τὰ ζε­στά τους πρό­σω­πα τρι­γύ­ρω κι ἀ­πὸ τὰ μά­τια τους τὰ φω­τει­νά.

Πολ­λὰ δὲν εἶ­παν. Μὲ ὑ­γρὴ μα­τιά: …«Κα­λὰ Χρι­στού­γεν­να, κα­λή μου!», εἶπε μονάχα ἐκεῖνος, …«Κα­λὰ θὰ εἶ­ναι σί­γου­ρα, γλυ­κέ μου!», ψιθύρισε ἐκείνη… κι ἀγ­κα­λι­α­σμέ­νοι ὅ­πως ἦ­ταν προ­χώ­ρη­σαν.

Κι ὅ­σοι τούς ἔβλεπαν τήν ὥρα αὐτή νά περ­πα­τοῦν… μέ­σα στό θεῖ­ο φῶς τῆς ἅ­γιας νύ­χτας, γιά χρόνια εἶχαν νά μιλοῦν… γιά μιά ἱ­στο­ρί­α ἀ­θό­ρυ­βης, μά ὡ­στό­σο… ἀληθινῆς καί παν­το­δύ­να­μης ἀ­γά­πης…

Χρι­στού­γεν­να 2014

Χριστουγεννιάτικη ιστορία αγάπης
π. Δημητρίου Μπόκου

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

Κοριτσάκι μου...


Κοριτσάκι μου,
θέλω νὰ σοῦ φέρω
τὰ φαναράκια τῶν κρίνων
νὰ σοῦ φέγγουν τὸν ὕπνο σου.

Θέλω νὰ σοῦ φέρω ἕνα περιβολάκι
ζωγραφισμένο μὲ λουλουδόσκονη
πάνω στὸ φτερὸ μιᾶς πεταλούδας
νὰ σεργιανάει τὸ γαλανὸ ὄνειρό σου.

Θέλω νὰ σοῦ φέρω
ἕνα σταυρουλάκι αὐγινὸ φῶς
δυὸ ἀχτίνες σταυρωτὲς
 ἀπὸ τοὺς στίχους μου,
νὰ σοῦ ξορκίζουν τὸ κακὸ
νὰ σοῦ φωτᾶνε μὴ σκοντάψεις...

~ Γ. Ρίτσος

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2023

Ένας πολεμούσε εναντίον πέντε...! Ο θρίαμβος της ψυχής των Ελλήνων!


Οι ελληνικές δυνάμεις που υπερασπίζονταν τήν οροσειρά τίς Πίνδου υπό τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη, αριθμούσε 2.000... Οι Ιταλοί παρέταξαν την 3η Μεραρχία αλπινιστών δύναμης 10.800 ανδρών...

Ένας πολεμούσε εναντίον πέντε...! Ο θρίαμβος της ψυχής των Ελλήνων. Κάθε Έλληνας στρατιώτης πίστευε ότι ο ίδιος ήταν η Ελλάδα, και όχι απλά η Ελλάδα της εποχής του, αλλά η Ελλάδα των τριών χιλιάδων χρόνων....

Τήν Ελλάδα του Λεωνίδα και του Μέγα Αλέξανδρου, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη, την Ελλάδα του Παύλου του Μελά και του Νικόλαου Πλαστήρα. Την Ελλάδα των Ηρώων...

Και ίσως αρκεί μια στιγμή προσευχής, για να θυμηθούν οι Έλληνες ποιοί είναι. Διότι οι Έλληνες είναι τρελοί, αλλά έχουν Θεόν φρόνιμο...

(μικρό απόσπασμα απο εδω)


Κυριακή 28 Μαΐου 2023

Μου έχει συμβεί, ο Χριστός να με καλεί...


Μου έχει συμβεί για μεγάλες περιόδους αλλού να είναι ο Χριστός κι αλλού ο θησαυρός μου.

Ο Χριστός να με καλεί, να με ξανακαλεί κι εγώ να απουσιάζω. Μου έχει συμβεί...

Κι όταν μετά απο καιρό, μέτρησα τις αναπάντητες κλήσεις Του, και διαπίστωσα της μακροθυμίας το πέλαγος, μου έχει συμβεί... έκλαψα πικρά.

Μαρίας Μουρζά
Ο Χριστός κι εγώ σελ.63,
 Προσανάμματα, Εκδόσεις Εν εσόπτρω


Σάββατο 20 Μαΐου 2023

- Τι να ψηφίσω ρε φίλε; Με ρωτάς...



- Τι να ψηφίσω ρε φίλε; Με ρωτάς...

- Και σου απαντώ πως δεν είναι δουλειά μου εμένα να σου πω ποιόν να ψηφίσεις, δουλειά μου είναι να βοηθήσω, όσο μπορώ τον κόσμο να κατανοήσει και να αποκτήσει τις προϋποθέσεις εκείνες που συνιστά η Ορθόδοξη πνευματικότητα ως θεραπεία της εσώτερης καρδίας, την κάθαρση των παθών μας και  ψυχικών νοσημάτων, τον φωτισμό του νοός, την διάνοιξη των εσώτερων οφθαλμών της ψυχής...

''Είναι τα μάτια της ήσυχης καρδιάς, εκείνα που βλέπουν σε βάθος...'' λέγει ο Άγιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος.

Και επέτρεψε μου, στήν αγάπη σου αδελφέ μου, να μας το αναλύσει ένας άγιος: 

''Ο άνθρωπος πρέπει να ασκηθεί, ώστε να αναγνωρίζει αμέσως με την αίσθηση της καρδιάς, (νοερά προσευχή) τι τον προσεγγίζει, καλό ή κακό...

με τον ίδιο τρόπο που διακρίνει με τη γλώσσα του το αλμυρό και το ανάλατο, το γλυκό ή το πικρό...''~ Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Περί της διακρίσεως λοιπόν ο λόγος, εκείνης που απορρέει απο την εφαρμογή της ασκητικής της Ορθοδοξίας, της ενεργοποίησης του χρίσματος, την διάκριση που γεννάται εντός της καθαρής καρδίας, τότε η νεορά ενέργεια και αίσθηση λειτουργεί σωστά.

Τότε ο άνθρωπος με την δύναμη της μετάνοιας δύναται να διακρίνει σωστά.

Ξεχνούμε βέβαια το γνωστό ρητό, που λέει ότι «Κατά την καρδία του λαού και οι άρχοντες αυτού». Τι ζητάνε λοιπόν σήμερα οι χριστιανοί; ''Σωτήρες'' χωρίς μετάνοια... γίνεται; Δεν γίνεται...

Οι χριστιανοί δίνουν τα χέρια με τις δυνάμεις του αντιχρίστου, και περιμένουν ''Κυβερνήτη''.

Αμετανοησία. Κλήρος και λαός είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι, ζούμε σε αποστασία απο τον αληθινό Θεό.

Αυταπάτες βλέπω πολλές και θλίβομαι.

Ωστόσο δεν υπάρχει απογοήτευσις εν Χριστώ. Μετάνοια αδελφοί μου, Μετάνοια... και τότε μπορεί να γίνουν όλα αλλιώτικα και φωτεινά για το Έθνος των Ελλήνων.

''Ἡ μετάνοια ἔκτισε πόλεις καί ἀνόρθωσε λαούς πού εἶχαν πέσει. Διότι τίς πόλεις πού γκρέμιζαν οἱ δαίμονες διά μέσου τῆς ἁμαρτίας, αὐτές τίς ξανάκτισε ὁ Χριστός μέ τή μετάνοια..''

~ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σῦρος
(Έργα, Τόμος Ε΄. σελ, 50. Λόγος Περί μετανοίας).

Αυτήν την Μετάνοια, που ανορθώνει πόλεις και λαούς εύχομαι σε όλους τούς Έλληνες. Αυτή θα εμφανίσει άξιους και ικανούς χριστιανούς Ηγέτες. 

Εύχεστε..

~ Δημήτρης Ρόδης

Εναλλακτικές αναρτήσεις

Share this