Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2025

Εξαπατούν εαυτούς, όσοι με αυτοπεποίθηση ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν καλά τους ανθρώπους.


(Επειδή κάποιοι κατηγορούν σύγχρονους Αγίους, όπως ο Άγιος Παΐσιος, γιατί δεν κατάλαβαν τον τραγικό, πονηρό Βαρθολομαίο, ας ακούσουν τη ακόλουθη σχετική εξήγηση ενός Αγίου.)

~ Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς*

Εξαπατούν εαυτούς, όσοι με αυτοπεποίθηση ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν καλά τους ανθρώπους και γι’αυτό δεν επιτρέπουν να εξαπατηθούν απ’ αυτούς. Ποιος μπορεί να γνωρίζει τι είδους πνεύμα ενεργεί μέσα στον κάθε άνθρωπο; Ποιος άλλος παρά ο Θεός, ο οποίος γνωρίζει τα κρύφια της καρδιάς; 

Ακόμη και μεγάλοι άγιοι είχαν σφάλει στην κρίση τους για ανθρώπους

Για παράδειγμα ο Μέγας Βασίλειος νόμιζε άγιο άνθρωπο κάποιον υποκριτή αιρετικό, τον οποίον μάλιστα και υποστήριζε έναντι πολλών πού τον αμφισβητούσαν, μέχρι πού κάποτε πείστηκε πιά για την αιρετική πλάνη αυτού του ανθρώπου ο Βασίλειος και απογοητεύτηκε οικτρά.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος είχε βαπτίσει κάποιον φιλόσοφο ονόματι Μάξιμο και τόσο πολύ τον είχε συμπαθήσει, που τον φιλοξενούσε μάλιστα και μοιραζόταν το φαγητό του μαζί του...

Όμως ο Μάξιμος ήταν άνθρωπος επικίνδυνος και πονηρός σαν φίδι: μετά από λίγο κατάφερε με δολοπλοκίες και δωροδοκίες να πείσει κάποιους Κωνσταντινουπολίτες να τον αναγνωρίσουν ως πατριάρχη, στη θέση του αγίου Γρηγορίου.

Όταν, ύστερα από μια θυελλώδη αναταραχή έλαμψε η αλήθεια και ορισμένοι επέπληξαν τον Γρηγόριο επειδή είχε κοντά του τον μεγαλύτερο εχθρό του, ο άγιος αποκρίθηκε: 

«Δεν φταίμε αν δεν διακρίνουμε την πονηρία κάποιου ανθρώπου. Ο Θεός μόνον γνωρίζει τα κρύφια της καρδίας των ανθρώπων. Οι εντολές Του μας λένε να ανοίγουμε τις καρδιές μας με πατρική αγάπη προς όλους, όσοι έρχονται σ’εμάς».

Ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος δεν μπορεί εύκολα να διακρίνει την κακία ενός κακοπροαίρετου ανθρώπου...

*Πνευματικό ημερολόγιο – Ο Πρόλογος της Αχρίδος (Ιανουάριος) του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς 

«Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν Ἀρχιερεύς!» ~ π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου μέ θέμα:

ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

«Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν Ἀρχιερεύς»
[ἐκφωνήθηκε στὶς 25-1-1998]

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾷ τὴν μνήμην τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Πρόκειται γιὰ μιὰ μεγάλη μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐγεννήθῃ περὶ τὸ 328 ἔτος, εἴτε εἰς τὴν Ναζιανζὸ εἴτε εἰς τὴν Ἀριανζὸ τῆς Καππαδοκίας. Παρηκολούθησε σπουδὲς στὶς σχολὲς τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, τῆς Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης καὶ τῆς Ἀλεξανδρείας.

Γνωρίστηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια μὲ τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον καὶ τὸν Μέγαν Ἀντώνιον. Μὲ τὸν Μέγαν Βασίλειον ὑπῆρξε συμμαθητὴς εἰς τὰς Ἀθήνας καὶ μαζί του συνεδέθῃ μὲ στενοτάτη φιλία. Ἐχρημάτισε ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως καὶ προήδρευσε τῆς Β΄οικουμενικὴς Συνόδου. Ὅμως σύντομα παρητήθη διαρκούσης τῆς Συνόδου, γιατί τοῦ δημιούργησαν πράγματα (:ἐμπόδια), οἱ φθονοῦντες αὐτόν- βλέπετε πόσο εἰσχωρεῖ ὁ φθόνος... Τοῦ ἀμφισβήτησαν τὴν κανονικότητα ὡς ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ ὅμως, δὲν ἦτο ἀντικανονικὸς καὶ ἀπελογήθῃ. Τέλος πάντων, τὸ θέμα εἶναι ὅτι παρητήθηκε, ἔφυγε. Φεύγοντας εἶπε ὅτι ἂν αὐτὸς εἶναι ὁ αἴτιος τῆς διαιρέσεως, τότε ἂς ἐρρίπτετο εἰς τὴν θάλασσαν, ὅπως ὁ Ἰωνᾶς γιὰ νὰ παύσει ἡ τρικυμία.

Ἀπέθανε πιθανῶς τὸ 391, σὲ ἡλικία ἑξήκοντα τριῶν ἐτῶν. Ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐτίμησε ἀπονέμοντας σ᾿ αὐτόν, τὸν τίτλον, τὸ ἐπίθετον «Θεολόγος». Σημείωσατε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι πολὺ φειδωλὴ στὶς ἀπονομὲς χαρακτηρισμῶν καὶ ὀνομάτων κ.λπ.- πολὺ φειδωλή. Ἀρκεῖ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ἐνῶ ὑπῆρξαν τόσοι καὶ τόσοι παρθένοι, ὅμως ἀναγνωρίζει μόνο τρεῖς παρθένους. Ἔτσι καὶ ἐδῶ. Ἐνῶ ὑπῆρξαν τόσοι καὶ τόσοι θεολόγοι- δὲν ἐθεολόγησε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος; Δὲν ἐθεολόγησε ὁ Μέγας Βασίλειος; Ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες ἐθεολόγησαν. Ὅμως, κατ᾿ ἐξοχὴν θεολόγους ἀναγνωρίζει: τὸν ἅγιον Ἰωάννην τὸν Θεολόγον, τὸν ἅγιον Γρηγόριον τὸν Θεολόγον καὶ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγον. Βλέπετε λοιπὸν ὅτι ἔχει αὐτὸν τὸν ἐπίζηλο τίτλο τοῦ Θεολόγου.

Ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἁγίας μνήμης του, καταχωρεῖ ὡς ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴν τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἀναφέρεται ἡ περικοπὴ αὐτὴ εἰς τὰ προσόντα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς Μεγάλου Ἀρχιερέως καὶ συγκρίνει τὴν ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὴν ἀρχιερωσύνη τῶν ἀρχιερέων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ μνήμη εἶναι ἀρχιερέως, γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο μᾶς καταθέτει αὐτὴν τὴν περικοπήν, γιὰ νὰ δείξει ποιός πρέπει νὰ εἶναι καὶ ὁ ἀρχιερεύς.

Καὶ γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς (:τέτοιος ἔπρεπε σέ μᾶς ἀρχιερεύς), ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος. Τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα (:τέτοιον ἀρχιερέα ἔχουμε), ὃς (:ὁ ὁποῖος) ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης -ἡ «μεγαλωσύνη» εἶναι ὁ Πατήρ, ὁ Θεὸς καὶ ἐκάθισε στὰ δεξιὰ ὡς ἄνθρωπος- ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Αὐτὰ καταθέτει ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του.

Ἔτσι, ὁ ἀρχιερεὺς Ἰησοῦς Χριστὸς γίνεται τύπος καὶ ὑπόδειγμα τῶν κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτατα τῶν ἀρχιερέων. Ὄχι ὀλιγότερο καὶ τῶν κληρικῶν καὶ τῶν διακόνων, ἀλλὰ ἰδιαίτατα ὅμως τῶν ἀρχιερέων. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀρχιερεὺς εἶναι, ὅπως λέγεται «εἰς τύπον καὶ τόπον τοῦ Ἀρχιερέως Χριστοῦ». Δηλαδὴ εἶναι τύπος τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶναι εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἦτο ὁ Χριστός -αὐτὸ πρέπει νὰ εἶναι δεδομένον, προκειμένου νὰ ἐκλεγεῖ, πρέπει νὰ εἶναι δεδομένον. Ἀλλὰ μέσα στὴν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία εἶναι τὸ ζητούμενον. Ἄλλο δεδομένον καὶ ἄλλο ζητούμενον. 


Ἔτσι, πολλοὶ σύγχρονοι ἀρχιερεῖς, μόνο γιατί ἐχειροτονήθησαν, προβάλλουν αὐτὴ τὴ θέση γιὰ νὰ ἀπολαμβάνουν τὴν τιμὴν τῶν πιστῶν. «Ὦ!», λέει, «εἶμαι εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ! Ὀφείλεις νὰ μὲ σεβαστεῖς, ὀφείλεις νὰ μὲ τιμήσεις». 

Πρέπει ὅμως νὰ τοὺς εἰπωθεῖ ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι αὐτόματα δεδομένον ἀπὸ τὴν χειροτονία, ὅτι δηλαδὴ ἐχειροτονήθῃς καὶ αὐτομάτως, αὐτονοήτως, εἶσαι εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ, ἀλλὰ εἶναι ζητούμενον. Δηλαδή, ὁ ἑκάστοτε ἀρχιερεὺς εἶναι εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ; Ζητούμενον! Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα καταχωρεῖ αὐτὴν τὴν ἀποστολικὴ περικοπή, γιὰ νὰ προβάλει τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγον, ὁ ὁποῖος ὄντως ἐστάθῃ εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ.

Ἀλλὰ ἂς ἔρθουμε εἰς τὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ νὰ τὴ δοῦμε ἀπὸ πιὸ κοντά. Ἕνα πρῶτο γνώρισμα τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως Χριστοῦ εἶναι «ὅσιος». Βέβαια, περιττὸ νὰ σᾶς πῶ, τὸ κατανοεῖτε ὅτι αὐτοὶ οἱ χαρακτηρισμοὶ ἀναφέρονται εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν τοῦ Χριστοῦ, ὄχι στὴν θείαν. Προφανῶς. Καὶ ὅταν λέγει ὅτι ὁ Υἱὸς ἐκάθισε εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς δὲν σημαίνει ὅτι ἐκάθισε ὡς Θεός, ἐκάθισε ὡς ἄνθρωπος· διότι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτα εἰς τὸν Θεόν, ὡς πρὸς τὸν Υἱόν, ἀριστερὰ καὶ δεξιά, ἀφοῦ εἶναι ὁμοούσιος. Ὡς ἄνθρωπος, λοιπόν. Καὶ πάντα νὰ ᾿χουμε ὑπόψη μας αὐτὸ τὸ «ὡς ἄνθρωπος» γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ καταλαβαίνουμε καὶ νὰ κατανοοῦμε ὅλες αὐτὲς τίς θέσεις ποὺ ἔχει ἡ Ἁγία Γραφή.

Ἔτσι λοιπόν, ὅσιος, ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι ἀρχιερεὺς κατὰ τὴν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ- διότι εἰς τὸ διηνεκὲς εἶναι ἀρχιερεὺς ὁ Χριστός τα πρὸς ἡμᾶς. Μάλιστα μὲ μιὰ εὐχὴ ποὺ λέμε στὴ Θεία Λειτουργία τὸ δείχνομε ὁλοκάθαρα αὐτό. Ἡ εὐχὴ λέγει ὅτι εἶναι ὁ Ἴδιος «ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ διαδιδόμενος». Ὁ Ἴδιος προσφέρει, ὁ Ἴδιος προσφέρεται καὶ ὁ Ἴδιος διαδίδεται. Τί εἶναι τότε ὁ ἱερεύς; Ἁπλῶς γιατί ἡ ἀγάπη Του τὸ θέλει, ἔτσι νὰ εἶναι. 

Δίνει ὁ ἱερεὺς ἢ ὁ ἀρχιερεύς, δίνει τὰ χέρια του· καὶ τὸ «θέλω», τὸ θέλημά του. Γιατί ἐὰν ἐγὼ δὲν θέλω, μπορεῖ νὰ ἔχω ἱεροσύνη, ἂν ἐγὼ δὲν θέλω νὰ τελέσω τὴ Θεία Λειτουργία ἢ μοῦ τὸ ἐπιβάλλουν διὰ περιστρόφου, εἶναι ἄκυρο. Πρέπει νὰ ὑπάρχει τὸ θέλω τοῦ ἱερουργοῦ. Δίνουμε λοιπὸν τὰ χέρια μας εἰς τὸν Χριστόν, διότι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ διαδιδόμενος. Ἔτσι λοιπόν, ἀγαπητοί μου, θὰ λέγαμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετέχει τόσο λίγο καὶ λέγει, λέγει ἐκεῖ ἡ εὐχή: «Ποιός μπορεῖ νὰ Σὲ ὑπηρετήσει, Κύριε; Ποιός μπορεῖ νὰ Σὲ προσεγγίσει; Κανεὶς δὲν εἶναι ἄξιος...».... Ὡστόσο, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀξιώνει οὕτως εἰπεῖν, ἔστω κι ἂν βάλουμε τὴ λέξη «ἀξιώνω» ἐντὸς εἰσαγωγικῶν.

Καὶ «ὅσιος» προκειμένου ἐδῶ τοῦ ἱεροῦ κειμένου σημαίνει: εὐσεβὴς πρὸς τὸν Θεόν. Σημαίνει «εὐσεβὴς τοῦ Θεοῦ λάτρης». «Ὅσιος» σημαίνει ὅτι εἶναι ἡ συνισταμένη ἰδιότης ὅλων τῶν ἀρετῶν ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνας ἄνθρωπος καὶ ἐν προκειμένῳ ὁ ἀρχιερεύς. Δηλαδὴ τῆς εὐλαβείας, τῆς ὑπακοῆς, τῆς πιστότητος, τῆς ἐξ ὁλοκλήρου ἀφοσιώσεως εἰς τὸν Θεόν, τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως εἰς τὸν Θεόν -δὲν ἔχει σημασία ἐὰν εἶναι ἔγγαμος, παλαιότερα οἱ ἱερεῖς ἦσαν ἔγγαμοι. Καὶ ὁ (αρχι) ἱερεὺς δύναται νὰ εἶναι ἔγγαμος- αὐτὴ ἡ ἀφιέρωσις δὲν ἀφαιρεῖ τίποτε ἀπό τήν..., θὰ λέγαμε τὴν τοποθέτηση τοῦ ἀρχιερέως παλιότερα, τοῦ ἱερέως σήμερα ποὺ εἶναι ἔγγαμος, τὸ ἕνα δὲν ἀφαιρεῖ τίποτε ἀπὸ τὸ ἄλλο.

Καὶ σημαίνει ἀκόμα ἐλεύθερος ἀπὸ διάφορες κλίσεις τῆς ψυχῆς πρὸς τὴν ποικίλη ἁμαρτία. Ἔχω, ἂς ποῦμε, τὴν κλίση σ᾿ αὐτὴν τὴν ἁμαρτία ἢ σὲ ἐκείνη τὴν ἁμαρτία. Νὰ εἶμαι ἀνήθικος· ἢ νὰ εἶμαι πλεονέκτης· νά ᾿μαι φιλάργυρος, νὰ εἶμαι ἐγωιστής· νὰ εἶμαι ὁτιδήποτε ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτά. Ὄχι, θὰ πεῖ ἐλεύθερος ἀπ᾿ ὅλες αὐτὲς τίς κλίσεις πρὸς τὴν ποικίλη, ὅπως σᾶς εἶπα, ἁμαρτία. Ὅλα αὐτὰ βέβαια λέγονται, εἶναι κάτω ἀπὸ τὸν ὅρο, τὴ λέξη «ὅσιος».

Τραγικὴ ἀντίθεση ἦταν οἱ ἀρχιερεῖς τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ. Τραγικὴ ἀντίθεσις. Ὁ Ἄννας ἐπὶ παραδείγματι ἦταν ἕνας πονηρότατος ἀρχιερεύς. Δὲν ἦτο, ὅταν ὁ Χριστὸς κατεδικάσθῃ ἀπὸ τὸ Συνέδριο, δὲν ἦτο ἐν ἐνεργείᾳ, ἦταν ὅμως ἡ ψυχὴ τοῦ συνεδρίου. Ἦταν στὰ παρασκήνια καὶ ἐπιδροῦσε ἐπὶ ὅλων τῶν ἀποφάσεων τοῦ συνεδρίου -ἦταν, σᾶς ξαναλέγω, ἕνας πονηρότατος ἀρχιερεύς. Κι ὁ γαμπρός του, ὁ Καϊάφας, «ἐπὶ θυγατρί, γαμβρός»· ἦσαν καὶ οἱ δυὸ φιλορωμαῖοι, δηλαδὴ ἄνθρωποι ποὺ δὲν κοιτοῦσαν τὸ συμφέρον τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ τὸ συμφέρον τῆς τσέπης των καὶ τοῦ γοήτρου των, καὶ τὰ εἶχαν καλὰ μὲ τοὺς Ρωμαίους- γιατί οἱ Ρωμαῖοι ἐπενέβαιναν στὴ θέση τοῦ ἀρχιερέως, δηλαδὴ ἄλλαζαν τοὺς ἀρχιερεῖς πάρα πολὺ εὔκολα καὶ συχνά, κάτι ποὺ ἀπηγορεύετο ἀπὸ τὸν νόμο. Ἄν εἶχαν βέβαια, συνείδηση αὐτοὶ οἱ ἀρχιερεῖς, θὰ λέγανε: «Μὲ καταργεῖς, δὲν ἐπανέρχομαι». Τίποτε, γιατί ἤτανε ἰσόβιος ὁ ἀρχιερεύς.


Ἦταν ἀκόμη οἱ δύο αὐτοί, Σαδδουκαῖοι. Ξέρετε τί σημαίνει αὐτό; Δὲν εἶχαν σωστὴ πίστη. Δὲν πίστευαν σὲ ὕπαρξη ἀγγέλων, δὲν πίστευαν εἰς τὴν ἀθανασίαν τῆς ψυχῆς, δὲν πίστευαν σὲ ἀνάσταση νεκρῶν, δὲν πίστευαν σὲ αἰώνιες ἀπολαβές -Παράδεισον, Βασιλεία Θεοῦ, Κόλασιν- δὲν πίστευαν τίποτε... Πίστευαν μόνο σκέτα-νέτα στὸν Θεό, κατὰ τρόπον δεϊστικόν: «Ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖ, καὶ ἐμεῖς εἴμαστε ἐδῶ στὴ γῆ· ὁ Θεὸς εἶναι στὸν οὐρανό, ἂς κοιτάξει τὰ κατ᾿ Αὐτὸν καὶ ἐμεῖς ἐδῶ στὴ γῆ νὰ κοιτάξουμε τὰ δικά μας». Αὐτοὶ ἦταν οἱ Σαδδουκαῖοι... Καὶ ὅμως κατελάμβαναν, παρακαλῶ, καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιερέως...

Καὶ τώρα ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι, εἶναι..., τὸ βάθος τῆς ταπεινώσεως εἶναι καταπληκτικόν. Ἀφήνει τὸν ἑαυτό Του ὡς ἄνθρωπο νὰ Τὸν καταδικάσουν, τέτοιας φύσεως, τέτοιας μορφῆς, τέτοια... -τί νὰ πῶ, τί νὰ πῶ; Τί χαρακτηρισμὸ νὰ δώσω;- ἄνθρωποι... Τέτοιοι ἀρχιερεῖς... Οὔτε κἂν δὲ οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, σὰν Σαδδουκαῖοι ποὺ ἦσαν- οὔτε κἂν ἀντελήφθησαν τὴν θεία καταγωγὴ τοῦ Χριστοῦ· ποὺ ἦσαν ἐκ τοῦ ἀξιώματός των, φύσει-θέσει ἐντεταλμένοι πρὸς τοῦτο. Ἔπρεπε νὰ ἀναγνωρίσουν· γιὰ νὰ φυλάξουν τὸν λαὸ ἀπὸ Ψευδομεσσίες καὶ νὰ ὑποδείξουν τὸν ἀληθινὸ Μεσσία. Γι᾿ αὐτό -ὑποκριτικά, βέβαια, πάντοτε- εἶπε ὁ Καϊάφας ποὺ ἦταν ἐν ἐνεργείᾳ ἀρχιερεύς: «Πές μας», λέει, «σὲ ὁρκίζω εἰς τὸν Θεὸ τὸν ζῶντα, ἐσὺ εἶσαι ὁ Μεσσίας;». Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε ἐκεῖνο τὸ «Σὺ εἶπας», ποὺ σημαίνει «Εἶναι ὅπως τὸ λές, εἶμαι ὁ Μεσσίας».

Καὶ προσθέτει ὁ Χριστὸς τὸ ὅραμα καὶ τὴν προφητεία τοῦ Δανιήλ: «Καὶ θὰ δεῖτε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ, μετὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων» κλπ. «Ναί, ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας». Ὑποκριτικὰ λοιπὸν ὁ Καϊάφας σχίζει τὰ ἱμάτιά του: «Ἀκούσατε», λέγει, «ἐβλασφήμησε...».... 

Μὰ δὲν ζήτησες νὰ σοῦ πεῖ ὁ κατηγορούμενός σου ποιός εἶναι; 

Σοῦ τό εἶπε... Τόν ὅρκισες; Μέ ὅρκον;

Σοῦ τό εἶπε! Ἀληθεύει. 

Γιατί δὲν ἐξετάζεις ἀλλὰ σχίζεις τὰ ροῦχα σου ὑποκριτικότατα; Καὶ ὁ Καϊάφας καὶ τὸ συνέδριον -ἐκτὸς ἐξαιρέσεων- κατεδίκασαν τὸν Χριστὸν εἰς θάνατον ὡς ψευδόχριστον, ὡς ψευδομεσσίαν.. Ἔτσι λοιπόν, βλέπει κανεὶς ὅτι ἦταν ἐκ τῆς θέσεώς του ὑποχρεωμένος γιὰ νὰ φυλάξει, ἐπαναλαμβάνω, τὸν λαὸ ἀπὸ πλάνη, νὰ δώσει ἐκεῖνος τὴ μαρτυρία- ἀλλὰ ἡ μαρτυρία τοῦ Καϊάφα ἦταν νὰ θανατωθεῖ ὁ Ἰησοῦς.

Ἄς δοῦμε ἀκόμη αὐτὸ τὸ «ἄκακος», ποὺ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς χαρακτηρισμοὺς τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέως, τοῦ Χριστοῦ. Τί θὰ πεῖ «ἄκακος»; Ὅπως λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «ἀπόνηρος, οὐχ ὓπουλος», χωρὶς πονηρία, χωρὶς ὑπουλότητα· «κακίας ἐλεύθερος», λέγει ἕνας ἄλλος, ὁ Ζιγαβηνός, «ἄδολος»· «δόλος γὰρ φησὶ οὐχ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ», λέει ὁ Οἰκουμένιος. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος: «ἀπείραστος κακῶν».


«καὶ ἀμίαντος»: ἕνας τρίτος χαρακτηρισμός. «Τί εἶναι ἀμίαντος;», λέγει ὁ Ζιγαβηνός, «ἐπίτασις τοῦ ἀκάκου, τὸ ἀμίαντον». Δηλαδή, γιὰ νὰ τονιστεῖ περισσότερον αὐτὸ ποὺ λέμε «ἄκακος»- βάζει τὸν χαρακτηρισμό: «ἀμίαντος», δὲν ἔχει μίασμα, δὲν ἔχει τίποτα, δὲν ἔχει κηλῖδα, δὲν ἔχει «μῶμον», δὲν ἔχει τίποτε... Ἀπηλλαγμένος, λοιπόν, παντὸς μολυσμοῦ.

Ὅταν ὅμως σήμερα ἀκοῦμε, ἀγαπητοί μου, ἀνήκουστα πράγματα μολυσμοῦ εἰς τοὺς κληρικούς μας, καὶ διακόνους, καὶ πρεσβυτέρους, καὶ ἀρχιερεῖς - ἀλήθεια, μᾶς καταλαμβάνει ἴλιγγος... τὸ τί ἀκοῦμε...

Καὶ ἀκόμα ἕνας χαρακτηρισμός: «Κεχωρισμένος», λέγει, «ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν». Σώζει τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς. Καὶ ἐπειδὴ πάντα τύπος εἶναι ὁ Χριστός -δηλαδὴ τὸ ἀρχέτυπον- θὰ λέγαμε ὅτι ὁ κληρικός, ἰδιαίτατα ὁ ἀρχιερεύς, ὀφείλουν νὰ μὴν εἶναι ἐκκοσμικευμένοι. Αὐτὸ θὰ πεῖ «κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν», νὰ εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὴν ἐκκοσμίκευσιν. 

Νὰ μὴ χρησιμοποιοῦν τίς μεθόδους τοῦ κόσμου τούτου, ὅπως εἶναι ἡ διπλωματία, ὅπως εἶναι οἱ συμβιβασμοί.

Σήμερα, ὁ Οἰκουμενισμός, αὐτὴ ἡ παναίρεσις -καὶ δὲν παύω νὰ σᾶς ὑπενθυμίζω τὴν παρουσία του, ἡ ὁποία γίνεται ἐντονοτέρα καὶ ἐντονοτέρα- καταβροχθίζει ὁ Οἰκουμενισμὸς μὲ ὅλη του τὴν εὐκολία καὶ τὴ μεγαλοπρέπεια πολλοὺς ἐκ τῶν συγχρόνων ἀρχιερέων, ἀρχιεπισκόπων καὶ πατριαρχῶν. 

Ἔτσι λοιπὸν ἕνας σύγχρονος ἀρχιερεὺς δὲν εἶναι «κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν», διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι τοῦ διαβόλου κατασκευάσματα.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀγνοοῦσε αὐτοὺς τοὺς ἑλιγμούς. Μάλιστα ἕνας σύγχρονος βιογράφος του λέει: «Ἤτανε τὸ ἀδύνατό του σημεῖο»-ἐγὼ θὰ ἔλεγα «τὸ δυνατό του σημεῖο». Δὲν ἤξερε νὰ ἑλίσσεται, δὲν ἤξερε τοὺς συμβιβασμοὺς τῆς διπλωματίας, γι᾿ αὐτὸ μόλις τοῦ εἰπώθηκε ὅτι εἶναι ἀντικανονικός, ἀμέσως παρητήθῃ ἀπὸ τὴν προεδρίαν τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, πάντοτε ἀναζήτησε ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς ποὺ νὰ ἀνταποκρίνονται στὸ ἀρχέτυπον Ἰησοῦς Χριστός. Γιὰ παράδειγμα, στὸ βιβλίο τῆς «Διδαχῆς» ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς. Προσέξατε καὶ θὰ σᾶς δείξω μετὰ ὅτι δὲν μᾶς εἶναι θέματα ποὺ δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν. Ἐννοεῖται τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Λέγει στὴν ιε΄ παράγραφο τὸ βιβλίον «Διδαχή»- εἶναι πολὺ παλιὸ βιβλίο: «Χειροτονήσατε οὖν ἑαυτοῖς -νὰ χειροτονήσετε γιὰ τοὺς ἑαυτούς σας, δηλαδὴ γιὰ τὴν τοπική σας ἐκκλησία- ἐπισκόπους καὶ διακόνους ἀξίους τοῦ Κυρίου -νὰ ᾿ναι ἄξιοι τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ Τὸν ἀντιπροσωπεύουν- ἄνδρας πραεῖς -ποὺ νὰ εἶναι αὐτοὶ ἄντρες πραεῖς, μὲ πραΰτητα- καὶ ἀφιλαργύρους -νὰ μὴν εἶναι φιλάργυροι- καὶ ἀληθεῖς -νὰ ᾿ναι ἥσυχοι, ἀληθινοὶ ἄνθρωποι, ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν Ναθαναήλ· ἦρθε ὁ Φίλιππος καὶ τοῦ εἶπε, λέει στὸν Ναθαναὴλ «τὸ καὶ τὸ» καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς εἶδε τὸν Ναθαναὴλ εἶπε: «Νὰ ἕνας ἀληθινὸς Ἰσραηλίτης, ποὺ δὲν ὑπάρχει δόλος εἰς τὸ στόμα του...».... Ὁ ἴσιος ἄνθρωπος, ὁ ἄδολος ἄνθρωπος. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινός.

«Καὶ δεδοκιμασμένους», νὰ ἔχουν δοκιμαστεῖ, πρῶτα θὰ δοκιμαστοῦν καὶ κατόπιν θὰ χειροτονηθοῦν. Ποιά ἦταν ἡ βιοτή του; Πῶς ἔζησε ἀνάμεσά μας αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ τὸν χειροτονήσουμε τώρα καὶ νὰ τὸν ἔχουμε κληρικό μας; Ὁ δὲ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος γράφει εἰς τὸν ἅγιο Πολύκαρπο, ἐπίσκοπο Σμύρνης, μάλιστα φεύγει ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, τὴν ἐπισκοπή του καὶ πηγαίνει διὰ ξηρὰς στὴ Ρώμη γιὰ νὰ μαρτυρήσει. Ἔτσι περπατῶντας πέρασε ἀπὸ τὴν Σμύρνη, τὴν ἐπισκοπὴ τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου. Καὶ γράφει ἐκεῖ. Προχώρησαν πρὸς τὰ πάνω, ψηλά, βόρεια δηλαδή, στοὺς Φιλίππους κλπ. κλπ.

Γράφει λοιπὸν ἀπὸ τοὺς Φιλίππους, γράφει στὸν ἅγιο Πολύκαρπο τὰ ἑξῆς: «Πρέπει, Πολύκαρπε θεομακάριστε, συμβούλιον ἀγαγεῖν θεοπρεπέστατον -Ποιό εἶναι τὸ «θεοπρεπέστατον συμβούλιον»; Εἶναι ἡ Σύνοδος. Καὶ τὸ λέει «θεοπρεπέστατον». Ναί... ἔτσι πρέπει νὰ εἶναι ἡ Σύνοδος- «καὶ χειροτονῆσαι τινα -καὶ νὰ χειροτονήσετε κάποιον-, ὃν ἀγαπητὸν λίαν ἔχετε -ἀπὸ ἀνάμεσά σας ποὺ νὰ εἶναι, λέγει, ἀγαπητός, προσεκτικὸς ἄνθρωπος- καὶ ἄοκνον -ἄοκνος, ὄχι τεμπέλης, προκομμένος θὰ τὸν λέγαμε μὲ ἕναν γενικὸ χαρακτηρισμό, προκομμένος ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπάει τὸν Θεό, ἀγαπάει τὰ τοῦ Θεοῦ-, ὃς δυνήσεται -ὁ ὁποῖος θὰ μπορέσει- θεοδρόμος καλεῖσθαι -νὰ ἀποκληθεῖ θεοδρόμος, ὅτι εἶναι στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος- τοῦτον καταξιῶσαι, ἵνα πορευθεὶς εἰς Συρίαν -νὰ πάει στὴ Συρία, στὴν Ἀντιόχεια- δοξάσῃ ὑμῶν τὴν ἄοκνον ἀγάπην εἰς δόξαν Θεοῦ». Βλέπετε τί γράφει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος στὸν ἅγιο Πολύκαρπο; Ποιός θὰ ἀντικαταστήσει τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο ποὺ πηγαίνει γιὰ τὸ μαρτύριο; Εἶναι στὴν ἕβδομη παράγραφο αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω, «Πρὸς ἃγιον Πολύκαρπον».

Ἀγαπητοί. 

Αὐτά ὅλα λέγονται καί προβάλλονται γιά νά γνωρίζει ὁ λαός ποιούς πρέπει νά ἔχει ὡς ποιμένας καί διδασκάλους στήν ἐκκλησία του

Δὲν ἐπιτρέπεται ἄγνοια· γιατί τότε λύκοι θὰ κυβερνοῦν καὶ θὰ κατασπαράσσουν τὴν ψυχή σας. Ὁ Κύριος μᾶς δίδαξε ὅτι «ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ -τὸν ἀκολουθοῦν τὰ πρόβατα, τὰ λογικὰ πρόβατα-, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ -γιατί γνωρίζουν τὴν φωνή του-· ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν -ξένον, ἀλλότριον στὰ τοῦ Θεοῦ δὲν τὸν ἀκολουθοῦν-, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ᾿ αὐτοῦ -φεύγουν μακριὰ του-, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν -γιατί δὲν ἀναγνωρίζουν τῶν ξένων τὴν φωνήν».

Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ προφήτου Ἰερεμίου διαμαρτύρεται καὶ λέγει: «Ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελῶνά μου -Πολλοὶ ποιμένες, λέει, διέφθειραν τὸν ἀμπελῶνα του· ὁ ἀμπελῶνας του εἶναι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ-, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου -ἤτανε ὁ περιούσιος λαὸς ἡ μερίδα τοῦ Θεοῦ, ἦταν ὁ Ἰσραήλ· ἐμόλυναν, βρώμισαν τὴ μερίδα μου, τὸν λαό μου- ἔδωκαν τὴν μερίδα τὴν ἐπιθυμητήν μου εἰς ἔρημον ἄβατον, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνὴρ τιθέμενος ἐν καρδίᾳ -καὶ τὴν ἐπισκοπή μου, λέει ὁ Θεός, τὸν λαό μου, τὸν ἔκαναν ἔρημο- πῶς λέμε: 


«ἔρημος τόπος»- τὸν ἐρήμαξαν καὶ προσέξτε μιὰ φρασούλα ποὺ λέει ὁ προφήτης Ἰερεμίας καὶ ποὺ εἶναι στὸ δωδέκατο κεφάλαιο ἀνάμεσα στοὺς στίχους 10ον καὶ 11ον, ἀκοῦστε: «ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνὴρ τιθέμενος ἐν καρδίᾳ», δηλαδή: «καὶ ὅμως, κανεὶς δὲν θέτει αὐτὸ στὴν καρδιά του καὶ δὲν τὸ συναισθάνεται ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχει κληρικούς, οἱ ὁποῖοι κατεσθίουν τὴν ποίμνη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ». 

Κανεὶς δὲν τὸ ᾿βαλε στὸ μυαλό του, λέει, νὰ ἀντιδράσει. 

Καὶ συμπληρώνει ὁ προφήτης: «Ὦ οἱ ποιμένες, οἱ διασκορπίζοντες καὶ ἀπολλύοντες τὰ πρόβατα τῆς νομῆς μου. διὰ τοῦτο ὑμεῖς διεσκορπίσατε τὰ πρόβατά μου καὶ ἐξώσατε αὐτὰ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθε αὐτά, ἰδοὺ ἐγὼ ἐκδικῶ ἐφ᾿ ὑμᾶς κατὰ τὰ πονηρὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν· ὅτι ἱερεὺς καὶ προφήτης ἐμολύνθησαν καὶ ἐν τῷ οἴκῳ μου εἶδον πονηρίας αὐτῶν -μέσα στὸν οἶκο μου, εἰς τὸν ναό, εἶδα τίς βρωμιές τους», λέει ὁ Θεός.

Ἀγαπητοί. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει ἁγίους ἄνδρας, ὅπως τὸν σήμερον ἑορταζόμενον ἅγιον Γρηγόριον τὸν Θεολόγον, γιὰ νὰ καθρεπτιζόμαστε στὴν ἐκείνων βιοτὴν μὲ ἀρχέτυπον τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Χριστὸς καὶ νὰ οἰκοδομεῖται ἡ Ἐκκλησία Του, ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

Μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ἀπομαγνητοφώνηση καὶ ἠλεκτρονικὴ ἐπιμέλεια κειμένου:

~ Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΗ:https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/mnhmh_agivn/mnhmh_agivn_002.mp3 & ethnegersis.substack.com


Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025

Είπε η αμμάς Ευγενία: Αυτός ο οποίος προτιμά τα γήινα από τα πνευματικά...


Είπε η αμμάς Ευγενία: "Αυτός ο οποίος προτιμά τα γήινα από τα πνευματικά, θα χάσει και τα δύο, ενώ εκείνος που επιθυμεί τα ουράνια, θα βρει οπωσδήποτε και επίγεια αγαθά...''
~ Από το Γεροντικόν
__________________________

Ο παπα-Βασίλης... (που έκανε άλμα πιο γρήγορο απο την φθορά)


Τό ἔτος 1974, τήν ἡμέρα τοῦ προφήτη Ἠλία, ἔγινε ἡ εἰσβολή τῶν Τούρκων στην Κύπρο... καί οἱ νέοι τοῦ χωριοῦ ἐπιστρατεύθηκαν.

Οἱ τρεῖς γυιοί τοῦ παπα-Βασίλη Τρομπούκη (†1982) περίμεναν να τούς καλέσουν καί αὐτούς, καί σκέφθηκαν να φέρουν μερικές μπάλλες τριφύλλι καί ἄχυρο, γιά νά ἔχουν νὰ ταΐζουν τὰ ζῶα οἱ γυναῖκες στήν ἀπουσία τους.

Ο παπα-Βασίλης λειτουργοῦσε, καί ἔφθασε ἡ εἴδησι ότι οι γυιοί του ἔπεσαν μέ τό τρακτέρ σε μία κατηφόρα καί τό τρακτέρ ἔκανε τούμπες...

Ὅλο τό έκκλησίασμα βγῆκε ἔξω πρίν τελειώση ή θεία Λειτουργία καί κανείς δέν πῆρε ἀντίδωρο. 

Όλοι τους ψιθύριζαν: Μα τί πατέρας εἶναι αὐτός, πού δέν βγαίνει νὰ δῆ τί ἔπαθαν τά παιδιά του;

Περίμεναν νά τούς βροῦν σκοτωμένους αλλά κανείς τους δέν ἔπαθε τίποτε, μόνο ὁ ἕνας γδάρθηκε στη μέση καί ράγισε ἕνα πλευρό...

Ὁ παπα-Βασίλης ἤρεμος καί προσευχόμενος, ἀφοῦ ἔκανε καί τήν κατάλυσι, βγῆκε ἀπ' τό ναό.

Τόν ρώτησε κάποια:

- Παπᾶ, θά χανόταν ἡ Ἐκκλησία, ἂν ἔβγαινες να δῆς τί ἔπαθαν τά παιδιά σου;

Καί ἀπάντησε ὁ παπα-Βασίλης:

- ''Καλά πού ἤμουν μέσα στήν Ἐκκλησία, διότι, ἂν ἤμουν ἔξω, ἀλήθεια θά σκοτώνονταν καί τά τρία...''

*****

Βιβλιογραφία. Αρχιμανδρίτης Ιωάννης ΚΩΣΤΩΦ. Διαχρονικό ημερολόγιο. - apantaortodoxias.blogspot.com

Ἀρχιμ. Μάξιμος Καραβᾶς: Βαίνουμε, λοιπόν, εἰς νέαν Εἰκονομαχίαν;


Ἀρχιμ. Μάξιμος Καραβᾶς: Βαίνουμε, λοιπόν, εἰς νέαν Εἰκονομαχίαν;

Πολὺ θόρυβος γίνεται μὲ τὸν ἀξιολύπητον ἐπίσκοπον Περιστερίου Γρηγόριο, ποὺ ἔβγαλε τὸν Ἐσταυρωμένο ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν πλευρὰν τῆς Ἁγίας Τραπέζης, μᾶλλον γιὰ νὰ φαίνονται τὰ πρόσωπα τῶν ἐπισκόπων, ὅταν κάθονται εἰς τὸ Σύνθρονον. Ἐγὼ μπῆκα στὰ ἐνενῆντα καὶ ἐνθυμοῦμαι ὅτι στὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ μου πάντα ὑπῆρχε ὁ Ἐσταυρωμένος πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα. Καὶ εἰς τὸ μέσον του Συνθρόνου, λίγο κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ ἱεροῦ, εὑρίσκετο ἡ εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδος· ὄχι τῆς παπικῆς, ἀλλὰ τῆς Ὀρθόδοξης μὲ τὴν φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ.

Καὶ ἐρωτῶ τὸν ἅγιο Περιστερίου: Σὲ τί τὸν ἐμποδίζει καὶ εἰς ποίαν ἀσέβειαν ὑποπίπτουν ἐκεῖνοι ποὺ διατηροῦν τὸν Ἐσταυρωμένον πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν; Ποία ἡ ἀσέβεια στὸ νὰ ὑπάρχει –ἔστω καὶ ὡς νεωτερισμός– ὁ Ἐσταυρωμένος πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ ἐνοχληθήκατε τόσο πολύ;

Εἰς τὸ Μοναστήρι ἔχω τὸν Ἐσταυρωμένο εἰς τὸ μέσον τοῦ Κυρίως Ναοῦ, γιὰ νὰ τὸν βλέπουν οἱ εἰσερχόμενοι πιστοὶ· ὅτι ἕνας Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ κάνει τοὺς ἀνθρώπους θεούς! Ἐπίσης νὰ βλέπουν τί ἐκόστησαν εἰς τὸν Θεὸ οἱ ἁμαρτίες μας, γιὰ νὰ συνετίζονται καὶ νὰ τὶς ἀποφεύγουν.

Ἔτσι περίπου ἄρχισε ἡ πρώτη Εἰκονομαχία.

Ἔλεγαν τότε ὅτι «οἱ εἰκόνες τῶν ἁγίων δὲν πρέπει νὰ εἶναι χαμηλά, ἀλλὰ ψηλὰ» καὶ ἔπειτα τὶς κατέβασαν τελείως, γιὰ νὰ μὴν τὶς ἀσπάζονται οἱ πιστοὶ καὶ τὶς τιμοῦν. Καὶ ἐν συνεχείᾳ ἐφτάσαμε στὴν ἀσέβεια, δηλαδὴ στὴν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας, στὸ νὰ καταπατῶνται οἱ εἰκόνες τῶν ἁγίων, νὰ θεωροῦνται ὡς ἁπλᾶ ξύλα καὶ νὰ καίονται.

Τώρα «ἐπροοδεύσαμε» καὶ ἀρχίσαμε ἀπὸ τὴν πάνσεπτον εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ· νὰ θεωροῦμε «ἀσέβεια» νὰ τοποθετεῖται ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης! Ἂς προσέξουμε μήπως γίνομεν ἀθεόφοβοι καὶ φθάσομεν σὲ μεγάλες ἀτοπίες καὶ ἀσέβειες. Δὲν γνωρίζει ὁ ἅγιος Περιστερίου ὅτι σὲ κάθε πρόσωπον τῆς Παναγίας Τριάδος ἐμπεριέχονται καὶ τὰ λοιπὰ πρόσωπα; Ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Κύριος: «Ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα» (Ἰω. Ιδ΄ 9) και «Ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμὲν» (Ἰω. ι' 30) Ὅταν λοιπὸν ἐβρίσκεται πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν ὁ Ἐσταυρωμένος, σημαίνει ὅτι ἐκεῖ βρίσκεται καὶ ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Τριάς.

Ἀλλὰ νὰ σᾶς ὑποδείξομεν, ἅγιε Περιστερίου, ποῦ κυρίως πρέπει νὰ ἐβρίσκεται ὁ Ἐσταυρωμένος. Ὡς εἶπεν ὁ Χριστός, ὁ Ἐσταυρωμένος πρέπει νὰ ἐβρίσκεται κυρίως μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἐπισκόπων καὶ τῶν πρεσβυτέρων: «Υμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου· οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη» (Μάτθ. ε΄, 14-19). Βάλετε λοιπὸν εἰς τὴν καρδιά σας τον Ἐσταυρωμένο καὶ διδάξετε νὰ τοποθετηθεῖ καὶ στὶς καρδιὲς ἡμῶν τῶν Πρεσβυτέρων καὶ παντὸς Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ καὶ δὲν θὰ ἀγωνιᾶτε πλέον γιὰ τὸ ποὺ πρέπει νὰ τοποθετεῖται ὁ Ἐσταυρωμένος. 

Οἱ ἅγιοι Πατέρες πού τόν τοποθέτησαν ἐκεῖ πού τόν βρήκατε, σίγουρα εἶχαν Αὐτόν στίς καρδιές τους.


Φοβοῦμαι ὅτι θὰ ἐξαπλωθεῖ τὸ κακὸ ἐξ αἰτίας σας· ὅτι θὰ ὁδηγηθοῦμε εἰς νέαν Εἰκονομαχίαν μὲ τὴ βεβήλωση ὄχι πλέον τῶν εἰκόνων τῶν Ἁγίων μας, ἀλλὰ καὶ αὐτῆς τῆς πανσέπτου εἰκόνας τοῦ Θεανθρώπου Σωτῆρα μας.

Ἔχετε τέλος ὑπ’ ὄψη ὅτι τὰ καθίσματα δεξιὰ καὶ ἀριστερά του Συνθρόνου δὲν ἐτοποθετήθηκαν γιὰ τοὺς πρεσβυτέρους, ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἐπισκόπους ποὺ συμμετεῖχαν σὲ πολυαρχιερατικὲς Θεῖες Λειτουργίες.

Τέλος δὲν γνωρίζει ὁ ἅγιος Περιστερίου ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει ἀπ’ αἰώνων τό «Κύριε, ὅπλον κατὰ τοῦ διαβόλου, τὸν Σταυρόν σου ἡμῖν δέδωκας∙ φρίττει γὰρ καὶ τρέμει, μὴ φέρων καθορᾷν αὐτοῦ τὴν δύναμιν∙ ὅτι νεκροὺς ἀνιστᾷ καὶ θάνατον κατήργησε» καί «Νῦν ἐμφανιζόμενος ὁ Σταυρός, δύναμιν παρέχη ἐν τῷ μέσῳ τῶν νηστειῶν, τοῖς τὸ θεῖον σκάμμα, ἀνύουσι προθύμως αὐτὸν μετ’ εὐλάβείάς κατασπαζόμεθα» (Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως)

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Εἰς τὸν Ἐσταυρωμένον

Ὅταν σὲ βλέπω στὸν Σταυρὸ ἐπάνω, καρφωμένον, γυμνόν, μὰ καὶ αἱμόφυρτον καὶ ὅλον πληγιασμένον

Αἰσθάνομαι ὅτι ἐγὼ σὲ κάρφωσα, Χριστέ μου· ναί, μὲ τὶς ἁμαρτίες μου, φιλάνθρωπε Θεέ μου.

Πώς κάθε ἁμαρτία μου εἶναι καὶ μία πληγή Σου, ὅπου τὴν ἔκαμα ἐγὼ στὸ Πάντιμο κορμί Σου.

Συγχώρησέ μου, Κύριε, τὴν τόση ἀχαριστία, πού δείχνω καθημερινῶς στὴν ἄκρα Σου εὐσπλαχνία.

Καὶ δῶσε μου μετάνοια, μετὰ πικρῶν δακρύων, γιὰ νὰ ἀξιωθῶ κι ἐγὼ τῆς δόξης τῶν Ἁγίων.

Προσευχή: Κύριε, οἱ πτώσεις μου εἶναι ἀμέτρητες. Εὐδόκησε ἡ τελευταία νὰ εἶναι στὰ πόδια τοῦ Σταυροῦ Σου.

~ Ἀρχιμ. Μάξιμος Καραβᾶς

Ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ (21/1/2025)

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός για τους Λατίνους ~ Μητρ. Ναυπάκτου Ιερόθεος


Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός για τους Λατίνους
Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος

Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, Μητροπολίτης Εφέσου, υπήρξε ατρόμητος ομολογητής της πίστεως στην Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας, αφού δεν υπέκυψε στις παπικές πιέσεις και τους εκβιασμούς και παρέμεινε μέχρι τέλους ομολογητής της πίστεως. Όχι μόνον κατά την Σύνοδο εκείνη απέδειξε τις πλάνες των Λατίνων, αλλά ταυτοχρόνως απέδειξε και τις νοθείες που έκαναν οι Λατίνοι στα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας.

Στην αρχή, βεβαίως, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός συμπεριφέρθηκε με ευγένεια, αλλά αργότερα, όταν διεπίστωσε τις αλχημίες, τις πιέσεις, τις νοθείες, τους εκβιασμούς και τις πονηρίες των Λατίνων, υπήρξε ομολογητής της πίστεως. Η στάση του ήταν πέρα για πέρα Ρωμαϊκή, γιατί οι αληθινοί Ρωμηοί είναι αριστοκράτες του πνεύματος, μπορούν να συνδιαλέγωνται με νηφαλιότητα, ηρεμία και ευγένεια, αλλά όταν πρόκειται για απομάκρυνση από την αποκαλυπτική αλήθεια, και όταν βλέπουν τις αλχημίες των άλλων, τότε γίνονται ομολογηταί της πίστεως. 

Γιατί ο Χριστός δεν θέλει απλώς αναζητητάς, αλλά ομολογητάς.

Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός είχε σαφή γνώση του πράγματος. Γνώριζε δηλαδή ότι εμείς απεκόψαμε τους Λατίνους από το Σώμα της Εκκλησίας, γιατί οι Λατίνοι υπέπεσαν στην αίρεση του Filioque. Θα παραθέσω ένα κείμενό του που είναι αρκετά εκφραστικό. Γράφει ο άγιος Μάρκος:

«Την μεν αιτίαν του σχίσματος εκείνοι δεδώκασι, την προσθήκην εξενεγκόντες αναφανδόν, ην υπ' οδόντα πρότερον έλεγον. ημείς δε αυτών εσχίσθημεν πρότεροι, μάλλον δε εσχίσαμεν αυτούς και απεκόψαμεν του κοινού της Εκκλησίας σώματος. Δια τι ειπέ μοι: Πότερον, ως ορθήν έχοντας δόξαν, ή ορθώς την προσθήκην εξενεγκόντας; Και τις αν τούτο είποι, μη σφόδρα τον εγκέφαλον διασεσεισμένος; Αλλά ως άτοπα και δυσσεβή φρονούντας και παραλόγως την προσθήκην ποιήσαντας. Ουκούν ως αιρετικούς αυτούς απεστράφημεν και δια τούτο αυτών εχωρίσθημεν... αιρετικοί εισιν άρα, και ως αιρετικούς αυτούς απεκόψαμεν».

Από το κείμενο αυτό μπορούμε να σχολιάσουμε μερικές αλήθειες.

Πρώτον, ότι οι Λατίνοι φανέρωσαν την αίρεση του Filioque, την οποία προηγουμένως πίστευαν μυστικώς, την έλεγαν κάτω από τα δόντια τους.

Δεύτερον, εμείς οι Ορθόδοξοι χωρισθήκαμε με την θέλησή μας από τους Λατίνους, πράγμα το οποίο ισοδυναμεί με το ότι τους απεκόψαμε από το κοινό της Εκκλησίας Σώμα, ως φρονούντας δυσσεβή δόγματα, και επειδή πρόσθεσαν την λέξη Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως παραλόγως.

Τρίτον, οι Λατίνοι με την προσθήκη του Filioque είναι αιρετικοί και ως αιρετικούς απεκόψαμε από την Εκκλησία. 

Όσοι ισχυρίζονται ότι ορθώς πιστεύουν οι Λατίνοι και ορθώς εξέφρασαν το δόγμα περί του Filioque, αυτοί είναι «σφό­δρα τον εγκέφαλον διασεσεισμένοι». Δηλαδή έχουν πάθει διάσειση εγκεφάλου.

Επομένως, κατά την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, όπως το εκφράζει ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, οι Λατίνοι είναι αιρετικοί, αποκεκομμένοι από την Εκκλησία και φυσικά είναι εκτός της Εκκλησίας και δεν έχουν μυστήρια.

Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος

Ιούνιος 2001

ΠΗΓΗ: "ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ" ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
 ΕΤΟΣ Γ ΤΕΥΧΟΣ 3 . ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2001


ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ — Η απολογία και η νίκη του —


ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ
— Η απολογία και η νίκη του —

Όταν άρχισε να συντάσσεται ο ενωτικός «Όρος» της Συνόδου της Φεράρα (Ιανουάριος 1438–Ιούλιος 1439), ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, επίσκοπος της Εφέσου (1393–1445), ζήτησε από τον βασιλιά Ιωάννη τον Η΄ Παλαιολόγο (1392–1448) όχι μόνο να μην υπογράψει, αλλά να φροντίσει να επιστρέψει πίσω στην Κωνσταντινούπολη με ασφάλεια. Ο αυτοκράτορας τού υποσχέθηκε ότι θα τον επαναφέρει με ασφάλεια στην Πόλη με κάθε επιμέλεια και φροντίδα δική του. Να ήταν άραγε αυτή η υπόσχεση μια εκδήλωση μεγαλοψυχίας από την πλευρά του Ιωάννου του Η΄ του Παλαιολόγου προς τον Μάρκο ή μια κίνηση που απλώς την επέβαλλαν τα πράγματα; 

Πάντως, δεν ήταν καθόλου εύκολο πράγμα να καμφθεί ο Μάρκος και να υπογράψει. Σαν χαρακτήρας, δεν ήταν ούτε άστατος ούτε δειλός. Αν πάλι ο αυτοκράτορας πίεζε περισσότερο τον σοφό έξαρχο της Συνόδου, δεν θα κατηγορούνταν από το Γένος ότι εκείνη την κρίσιμη στιγμή μεταχειρίστηκε βία για να προδώσει τα ιερά και τα όσια της φυλής; Όπως και να έχει το πράγμα, η ουσία είναι ότι ο βασιλιάς έδωσε στον επίσκοπο της Εφέσου διαβεβαιώσεις τις οποίες λίγο αργότερα τις τήρησε απολύτως. Και αυτό ιστορικά βρίσκεται στο ενεργητικό του, δεδομένου ότι ο Πάπας είχε, όπως θα δούμε και πιο κάτω, την εμπαθή απαίτηση να χαρακτηριστεί ο ομολογητής Μάρκος ως απειθής και να τιμωρηθεί σαν αιρετικός!


Το απόγευμα της Κυριακής της 5ης Ιουλίου του 1439, όσοι αποτελούσαν τη Σύνοδο της Ανατολής είχαν συγκεντρωθεί στο ανάκτορο Περούτσι όπου έμενε ο βασιλιάς. Ήρθαν όμως και οι επίσκοποι του Πάπα, ο Χριστόφορος Γκαρατόνι, άλλοι δύο και ένας πρωτονοτάριος για να… παρακολουθούν πώς και από ποιους υπογράφεται ο «Όρος»! Ο Πάπας Ευγένιος ο Δ΄ (1383–1447) μέχρι την τελευταία στιγμή δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στους Έλληνες· γι’ αυτό και διέταξε την αστυνόμευση της υπογραφής! Πρώτος υπέγραψε τον «Όρο» ο βασιλεύς. Η θέση στην οποία έμελλε να υπογράψει ο φιλενωτικός Πατριάρχης Ιωσήφ ο Β΄ (1360–10 Ιουν. 1439), έμεινε κενή λόγω του πρόωρου και αιφνίδιου θανάτου του εκεί στην εσπερία. Κατόπιν, ως εκπρόσωπος του Πατριάρχη Αλεξανδρείας, υπέγραψε ο Ηρακλείας Αντώνιος, στον οποίο, επειδή ήταν ασθενής, έφεραν το κείμενο προς υπογραφή στο κρεβάτι του. Τελικά και αυτός, ο πριν «ατίθασος», κάμφθηκε και έδωσε τη συγκατάθεσή του για την υπογραφή. Έφεραν το κείμενο πάλι πίσω στο ανάκτορο και στη συνέχεια υπέγραψε ο μέγας Πρωτοσύγκελλος· έπειτα και οι υπόλοιποι τοποτηρητές και αρχιερείς. Τελικά τον «Όρο» τον υπέγραψαν ο αυτοκράτορας, δεκαοκτώ αρχιερείς, και έντεκα κληρικοί της Ανατολής. Δεν υπέγραψαν ο άγιος Μάρκος, ο αδελφός του ο Ιωάννης ο Ευγενικός (1400–1453), ο Σταυρουπόλεως Ησαΐας, ο οποίος αναχώρησε κρυφά στη Βενετία, γιατί όταν οι Λατίνοι πληροφορήθηκαν ότι δεν υπογράφει, ήθελαν με κάθε τρόπο να τον φονεύσουν! Δεν υπέγραψε επίσης και ο Ιβηρίας, ο οποίος με όλη αυτή την κατάσταση είχε παραφρονήσει και αναχώρησε κρυφά και αυτός.


Μετά την υπογραφή του επάρατου «Όρου» εκ μέρους των Ελλήνων, το κείμενο στάλθηκε στον Πάπα για να υπογραφεί και από τους Λατίνους. Μια τέτοια έκβαση ο επίσκοπος Ρώμης δεν τη φαντάζονταν ποτέ. Ο Πάπας δέχτηκε τους Έλληνες περιβαλλόμενος από τους Καρδιναλίους του και από όλη τη δική του σύνοδο. Το κείμενο του «Όρου» το παρουσίασε ο Νικαίας. Η χαρά του Πάπα ήταν καταφανής. Γιατί όχι; Δεν ήταν άλλωστε μικρή η προσφορά του εξωμότη του Βησσαρίωνα (1403–1472) και των φιλενωτικών Ελλήνων. Είπε, μάλιστα, ότι ενώ είχε ζητήσει τόσα πολλά από τους Έλληνες, τελικά τα πήρε όλα, σε τέτοιο σημείο, που δεν ήξερε τι άλλο να ζητήσει από αυτούς. Είπε συγκεκριμένα: «Αποκτήσαμε εκείνο που ζητούσαμε και απαιτούσαμε!». Βέβαια, όπως θα αποδείκνυαν στη συνέχεια τα ιστορικά γεγονότα, τα όσα πήρε τα κράτησε μόνο προσωρινά. Η θριαμβολογία και ο κομπασμός του εξατμίστηκαν τελείως μόλις πληροφορήθηκε ότι από τις υπογραφές των Ελλήνων απουσίαζε η υπογραφή του αγίου Μάρκου. Όταν ρώτησε αν υπόγραψε ο Μάρκος, του απάντησαν «όχι». Και ο κομπαστής Πάπας παραδέχτηκε την ήττα του λέγοντας αποκαρδιωμένος τα εξής λόγια: «Λοιπόν, ἐποιήσαμεν οὐδέν!» (=Τελικά, δεν κάναμε τίποτα!). Ορθά διέβλεψε. Χωρίς να το θέλει, «προφήτευσε» τον θρίαμβο του επισκόπου Εφέσου ή μάλλον τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας. Ήταν μια δεινή ώρα για τον αιρετικό Πάπα, μια από τις δεινότερες ώρες της ζωής του...


Ο Πάπας Ευγένιος, παρά την βαρύγδουπη επιτυχία της ψευδοένωσης στη Φεράρα, ο ίδιος ωστόσο δεν ήταν ικανοποιημένος, διότι, όπως ορθά παρατηρήθηκε, έβλεπε ότι η διατύπωση του «Όρου» αυτής της ψευδοσυνόδου δεν ανταποκρινόταν πλήρως προς τις υπερβολικές και υπερφίαλες αξιώσεις του. Μάλιστα, τα όσα γράφονταν εκεί για το πρωτείο του ήταν εκφράσεις μάλλον αόριστες και φαινομενικές. Ο δεύτερος λόγος ο οποίος του προξενούσε μεγάλη ταραχή ήταν εκείνο το «όχι» του κυριολεκτικά Ορθόδοξου επισκόπου, του αγίου Μάρκου. Γι’ αυτό και αμέσως μετά τις αναμενόμενες θριαμβολογίες και τους εναγκαλισμούς για τη ψευδοένωση διεμήνυσε αυστηρά προς τον βυζαντινό βασιλέα Ιωάννη τα εξής: Επειδή ο Εφέσου Μάρκος δεν αποδέχθηκε την απόφαση της Συνόδου ούτε και υπέγραψε τον «Όρο», πρέπει να κριθεί από τη Σύνοδο. Αν δεν μεταπεισθεί, τότε να τιμωρηθεί όπως του ανήκει. Λοιπόν, «στείλτον σ’ εμάς για να κριθεί». Οι διαθέσεις του Πάπα ήταν σαφείς και ξεκάθαρες. Ο βασιλεύς όμως του αντεμήνυσε: Ο Εφέσου είναι δικός μου αρχιερέας· γι’ αυτόν θα φροντίσουν οι δικοί μου. Ο Πάπας όμως απαίτησε επίμονα από τον βασιλέα να του στείλει οπωσδήποτε τον Εφέσου.


Τότε ο αυτοκράτορας κάλεσε τον Εφέσου και του είπε: «Επειδή ο Πάπας μού διεμήνυσε και δυο και τρεις φορές ότι σε θέλει, πρέπει να παρουσιαστείς ενώπιόν του. Μη δειλιάσεις, λοιπόν. Εγώ ήδη του είπα για σένα πολλά. Ακόμη φρόντισα ώστε να μη σου συμβεί κανένα «σκληρὸν ἢ κακωτικόν». Πήγαινε, άκουσε όσα αυτός θα σου πει και «ἀπολογήθητι ἀνυποστόλως»· δηλαδή πες ό,τι έχεις να πεις με θάρρος, χωρίς να υποστείλεις καν τη σημαία (του φρονήματός σου) και χωρίς να αποσιωπήσεις τίποτα. «Ἀπολογήθητι» με όσα εσένα θα σου φανούν πρέποντα. Βέβαια, δεν είχε ανάγκη των ενθαρρυντικών λόγων του αυτοκράτορα ο άγιος Μάρκος. Η γενναία ψυχή του ήταν ήδη αποφασισμένη για όλα. Ήταν όμως ολοφάνερο ότι η στάση του αυτοκράτορα απέναντι στον άγιο Μάρκο ήταν μια στάση γεμάτη σεβασμό, εκτίμηση και στοργή.


Τελικά ο Εφέσου παρουσιάστηκε στον Πάπα, ο οποίος καθόταν στον θρόνο του, περιστοιχιζόμενος από Καρδινάλιους και από τους πιο διακεκριμένους Λατίνους επισκόπους. Όταν ο Μάρκος είδε ότι όλοι εκεί κάθονταν, αντιλαμβανόμενος πολύ καλά ότι ο Πάπας θα τον κρατούσε όρθιο σαν κατάδικο, είπε: «Έχω πόνους στα νεφρά και στα πόδια μου και δεν μπορώ να στέκομαι όρθιος»· «καὶ εὐθὺς ἐκάθησε», χωρίς καν να περιμένει να του πει ο Πάπας να καθίσει. Ο Πάπας Ευγένιος στην αρχή τού είπε πάρα πολλά με σκοπό να μεταπείσει τον όσιο του Θεού άνδρα να αποδεχθεί την «ένωση» και να υπογράψει τον «Όρο». Τελικά, έχασε την υπομονή του και τον απείλησε ότι, αν δεν υποχωρήσει στις θέσεις του, θα πάθει αυτό που «έπαθαν και όσοι έδειξαν απείθεια προς τις οικουμενικές συνόδους»: «όπως εκείνοι καθαιρέθηκαν και αποκηρύχθηκαν σαν αιρετικοί, έτσι θα γίνει και με σένα!», του είπε επί λέξει. Ποια άλλη φοβερότερη απειλή θα μπορούσε ποτέ να απευθύνει προς έναν Ορθόδοξο επίσκοπο της Ανατολής ο Πάπας; Όμως, είχε οικτρά απατηθεί! Γιατί είχε μπροστά του έναν αληθινό επίσκοπο και όχι ένα «κοπέλιν» (=ο νέος, το νεαρό αγόρι, ο μαθητευόμενος σε μία τέχνη, το τσιράκι, το πειθήνιο όργανο κάποιου ισχυρού). Είχε μπροστά του έναν βράχο, έναν στύλο Ορθοδοξίας και όχι ένα εύθραυστο «καλάμι που σαλεύεται απ’ τον άνεμο» (πρβλ. Ματθ. 11, 7· Λουκ. 7, 24).


Ο άγιος Πατέρας μας Μάρκος τον κοίταξε καλά και με σταθερή φωνή τού έδωσε την πρέπουσα απάντηση σε όλα. Και για την απειλή, που με τόση θρασύτητα τού απηύθυνε ο Πάπας, είπε: «Οι Σύνοδοι καταδίκαζαν εκείνους που δεν πείθονταν στην Εκκλησία και κήρυτταν διδασκαλίες που αντέβαιναν σε όσα αυτή διδάσκει. Εγώ όμως δεν κηρύττω καμιά δική μου γνώμη, ούτε είπα ποτέ τίποτα νέο και άγνωστο στην Εκκλησία. Τηρώ τον εαυτό μου στην ακραιφνή πίστη, την καθαρή και ανόθευτη, αυτή που παρέλαβε και κατέχει η Εκκλησία από Αυτόν τον Ίδιο τον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό. Αυτή τη διδασκαλία την οποία και η Ρωμαϊκή Εκκλησία κρατούσε πριν από το σχίσμα μαζί με τη δική μας, την Ανατολική. Αυτή ακριβώς την «εὐσεβῆ δόξαν» που πάντα πριν και εσείς επαινούσατε, αλλά και πολλές φορές επαινέσατε στην τωρινή Σύνοδο. Αυτή την ευσεβή διδασκαλία κανείς από μας δεν μπορεί να τη μεμφθεί ή να την κατηγορήσει. Αν λοιπόν εγώ επιμένω σ’ αυτή τη διδασκαλία και δεν θέλω να παρεκκλίνω απ’ αυτή, πώς είναι δυνατό να κατακριθώ σαν αιρετικός; Πρώτα κάποιος πρέπει να κατακρίνει τη διδασκαλία στην οποία πιστεύω, και κατόπιν να με καταδικάσει. Αν όμως αυτή η διδασκαλία ομολογείται από όλους πως είναι η ευσεβής και η ορθή, πώς γίνεται μετά εγώ να είμαι άξιος καταδίκης;».


Μ’ αυτή του την απάντηση ο κατά πάντα άμεμπτος και ακατηγόρητος Μάρκος αποστόμωσε τον Πάπα. Η «επηρμένη οφρύς» του Ευγενίου δέχθηκε ένα ισχυρό κόλαφο. Οι γενναίοι μιλούν ταπεινά, αλλά και γενναία· και έτσι ταπεινώνουν τους θρασείς και αυθάδεις. Ο Μάρκος, που είχε το σθένος να πει το «όχι» στον αυτοκράτορά του, πώς ήταν δυνατό να μη το πει και στον επίσκοπο της Ρώμης, αποδεικνύοντάς τον έτσι καθόλα ανόητο; Ο Εφέσου, όχι απλώς δεν υποτάχθηκε, αλλά εκείνη τη στιγμή ανακήρυξε τη διδασκαλία των Λατίνων σαν ξένη και ψευδή. Και αυτά τα είπε με την εν Κυρίω καύχηση. «Λαμπρώς κηρύττει», ο Μάρκος! «Και πού άραγε; Και μπροστά σε ποιον; Μέσα στο ανακτορικό παλάτι του Πάπα, μπροστά σ’ εκείνον που έκανε τον εαυτό του ίσο με τον Θεό. Μόνος και απομονωμένος, ανάμεσα στους υπερήφανους καρδιναλίους και τους άλλους συμβούλους» του Πάπα, γράφει, πολύ εύγλωττα και παραστατικά, ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (1721–1813). Με αφορμή όλων αυτών πάλι ο Πάριος ο Αθανάσιος προσθέτει ενθουσιαστικά και τα εξής για το πρόσωπο του ιερού Μάρκου: Αν κάθε Ορθόδοξος είναι «αντίπαπας», γιατί αντιτίθεται στις κακοδοξίες του Πάπα και των οπαδών του, πολύ περισσότερο «αντίπαπας» είναι ο Εφέσου. Αυτός είναι ο κατ’ εξοχήν αντίπαπας: «Αυτός δεν είναι αντίπαπας, αλλά ο αντίπαπας· Μάρκος ο Αντίπαπας»!


Μερικοί απορούν πώς ο επίσκοπος Ρώμης, ενώ είχε μπροστά του περικυκλωμένο, μόνο και απροστάτευτο, τον φοβερό πολέμιο και ανατροπέα των σχεδίων του, δεν πραγματοποίησε την απειλή του και δεν τιμώρησε τον άγιο Μάρκο με την εσχάτη των ποινών. Όλοι τουλάχιστον αυτό περίμεναν. Η απορία είναι φυσική. Η ιστορία των Παπών –οι οποίοι «τα έβαζαν» ακόμη και με αυτοκράτορες του αναστήματος ενός Φρειδερίκου Βαρβαρόσα του Α΄ (1122–1190)–, δεν έχει να επιδείξει άλλον όμοιο προς τον άγιο Μάρκο. Αναφέρονται στην ιστορία τους μάλλον τα εντελώς αντίθετα. Αλλά και πάλι: άραγε, είναι πάντα εύκολο να πραγματοποιείς τις απειλές σου; Εκτός αυτού, γιατί να αποκλείσουμε στην περίπτωση αυτή και τη μεγάλη ισχύ του ρητού: «Την ανδρεία ξέρει να την θαυμάζει ακόμη και ο εχθρός» («Ἀνδρείαν οἶδε καὶ πολέμιος θαυμάζειν»); Και ο άγιος Μάρκος δεν ήταν απλά ανδρείος· ήταν ήρωας, ήταν άγιος! Πολεμούσε ενάντια σε όλους και νικούσε, γιατί πολεμούσε μαζί του και ο Θεός. Στο πρόσωπο του αδύνατου και κατά το σώμα ασθενικού αγίου Μάρκου έλαμψε η δύναμη του Θεού. Αυτή τον δυνάμωσε στη Σύνοδο. Αυτή τον φρούρησε από την οργή και την αρπαγή του Πάπα.


Αν η Ορθοδοξία ζει ακόμη –και θα ζει μέχρι το τέλος του παρόντα αιώνα– τούτο οφείλεται στο ότι είχε ανέκαθεν επισκόπους «θείω ζήλω πεπυρωμένους», επισκόπους του αναστήματος του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, με τους οποίους πάντα συμπολεμεί ο Θεός. Κατά τον άγιο Αθανάσιο τον Πάριο, ο Μάρκος ήταν ουσιαστικά όχι μόνο γενναία ψυχή, αλλά και «μάρτυς τετελεσμένος». Δηλαδή, ναι μεν δεν έχυσε το αίμα του, αλλά με την πρόθεσή του είχε ήδη μαρτυρήσει για τον Χριστό. Ο επίσκοπος Σταυρουπόλεως Ησαΐας, ένας από εκείνους που δεν υπέγραψαν τον «Όρο» της ψευδοσυνόδου της Φεράρα, όπως γράφτηκε και πιο πάνω, παραλίγο να φονευθεί από τα όργανα του Πάπα, αν δεν τον προστάτευε ο αδελφός του αυτοκράτορα, ο Δεσπότης του Μοριά Δημήτριος (1407–1470· ο οποίος έφτασε στη Βενετία την 1η Ιουλίου 1439). Αλλά για τον Μάρκο ο απεσταλμένος του Πάπα είπε με σαφήνεια και χωρίς περιστροφές: «Για τον Εφέσου δεν χρειάζεται σιτηρέσιο (=η ολοένα και πιο ελάχιστη καθημερινή μερίδα τροφής που χορηγούσε «ευμενώς» ο Πάπας προς τους Έλληνες, όσο καιρό αυτοί βρίσκονταν στην Ιταλία, μέσα σε συνθήκες αυστηρού περιορισμού και συνεχούς επιτήρησης), αλλά σχοινί για να πάει να κρεμαστεί!»… Αν λοιπόν δεν τον σκέπαζε ο Θεός, θα έβαφε ασφαλώς την αρχιερατική του στολή με το αίμα του μαρτυρίου. Άρα, κατά την προαίρεση, ήταν στ’ αλήθεια «μάρτυς τετελεσμένος».


Η αναχώρηση από τη Βενετία έγινε την 19η Οκτωβρίου του 1439, ύστερα από δύο έτη παραμονής στην Ιταλία. Η Ελληνική αντιπροσωπεία επιβιβάστηκε σε δύο Ενετικά εμπορικά πλοία, εντελώς ακατάλληλα σύμφωνα με τον λόγιο κληρικό Σίλβεστρο Συρόπουλο (1400–1453), ο οποίος λέει: «Ενώ ο Πάπας υποσχόταν να μας μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη με πλοία ευρύχωρα και με κάθε δυνατή άνεση, στο τέλος μάς στρίμωξε όλους μέσα σε δύο φορτηγά πλοία, όπου είχαμε τόση άνεση και ευρυχωρία, όση έχουν και οι Σκύθες δούλοι!». Ο αυτοκράτορας πήρε μαζί του και τον άγιο Μάρκο, δηλαδή τον έβαλε στο δικό του πλοίο για να τον μεταφέρει με ασφάλεια στην Βασιλεύουσα. Με αφορμή αυτή την προστατευτική και στοργική χειρονομία του βασιλέα προς τον Εφέσου Μάρκο, αναφωνεί ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος: «Ω εξαίρετη τιμή και αγάπη παράδοξη! Εξαίρετη τιμή, γιατί όσα έγιναν στον Μάρκο, γίνονταν από έναν βασιλιά και ταίριαζαν να γίνουν μονάχα σ’ ένα εκλεκτό και πολυαγαπημένο του πρόσωπο. Αγάπη παράδοξη, γιατί όλα αυτά γίνονταν σε ποιον; Στον ίδιο τον εχθρό των αυτοκρατορικών πράξεων· στον πολέμιο των δικών του θελήσεων και αποφάσεων· στον ίδιο τον καταλύτη της τόσο πολύ κοπιαστικής, της –για μια ολόκληρη ζωή– περισπούδαστης και πολυπόθητης ένωσης, αλλά, όπως συγκεκριμένα προείπε για όλες τις κατοπινές εξελίξεις ο μέγας Ποντίφικας, “Δεν κάναμε απολύτως τίποτα!”».


Η πράξη αυτή του Ιωάννου του Η΄ του Παλαιολόγου ήταν μια πανηγυρική απόδειξη του σεβασμού και της υπόληψης που έτρεφε προς τον άγιο Εφέσου, παρ’ όλο που ο τελευταίος ήταν το μοναδικό εμπόδιο στα φιλενωτικά σχέδιά του. Ακόμη, ήταν απόδειξη ότι Μάρκος δεν ήταν μια προσωπικότητα μέτριας αρετής, αλλά άνθρωπος της «τέλειας αγιότητας· ένας άλλος Βασίλειος του τότε καιρού ή ένας Αθανάσιος ή ένας Κύριλλος ή κάποιος άλλος από εκείνους τους θεοφόρους άνδρες», όπως τον ονομάζει πάλι ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος.


Έτσι, ο άγιος Μάρκος μεταφερόταν από τον βασιλέα προς την Βασιλεύουσα σαν μια Ιερή Ορθόδοξη Παρακαταθήκη που έμεινε άθικτη και ακέραιη από την Παπική αίρεση και το νεωτεριστικό λατινικό πνεύμα. Ήταν αυτός ο ίδιος το «λείμμα» (το υπόλειμμα) της Ανατολής, που επέστρεφε από τη Δύση. Ήταν η καιόμενη λαμπάδα που θα μετέδιδε το ανέσπερο φως της στην οικουμένη. Με τόση σοφία είχε οικονομήσει τα πράγματα ο Σωτήρας Χριστός, η Κεφαλή της Εκκλησίας μας. Το γεγονός αυτό είναι μια επιπλέον απόδειξη ότι την Εκκλησία την φρουρεί ο Εσταυρωμένος Λυτρωτής και όχι οι άνθρωποι. Το Άγιο Πνεύμα με τρόπο μυστικό «ελάλησε αγαθά» στην καρδιά του βασιλέα υπέρ του αγίου Μάρκου. Γνώριζε ο Κύριος ότι ο ακατηγόρητος άγιος Μάρκος ο Ευγενικός ήταν ο μόνος κατάλληλος για να γίνει ύστερα από λίγο ο νέος Βεσελεήλ (=εκείνος, ο γεμάτος από πνεύμα και σοφία του Θεού άνθρωπος, που επιλέχθηκε από τον Ίδιο τον Θεό για να κατευθύνει την κατασκευή της Σκηνής του Μαρτυρίου, της Κιβωτού, καθώς και των ιερών εξαρτημάτων της), καθώς και ο νέος Ζοροβάβελ (=βιβλικό πρόσωπο, πολιτικός ηγέτης των Ιουδαίων μετά την αιχμαλωσία τους στη Βαβυλώνα, ο οποίος οδήγησε στην Ιερουσαλήμ τους πρώτους Ιουδαίους, αναλαμβάνοντας ως επικεφαλής τον συντονισμό για την ανέγερση και τη λειτουργία του Ναού) στην Εκκλησία Του. Έτσι θα ολοκλήρωνε τη νίκη του. Και στο δικό του πρόσωπο θα θριάμβευε η Ορθοδοξία. Και μαζί με αυτήν και ολάκερο το Ελληνικό Γένος.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
(1927–2016)

[Νικολάου Π. Βασιλειάδη:
«Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός
και η ένωσις των Εκκλησιών»,
Κεφ. 7ο, σελ. 148–152 και 161–167.
Έκδοση Αδελφότητας Θεολόγων
«Ο Σωτήρ».
Αθήναι, Μάρτιος 19934.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου
και ολική μεταφορά του
στη δημοτική: π. Δαμιανός.]


Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΣΩΝΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΜΕΤΑΞΑΚΗΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΣΩΝΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΜΕΤΑΞΑΚΗΣ

Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός είναι ένας από τους μεγαλύτερους ομολογητές της πίστεώς μας.

Μια μεγάλη μορφή, την οποία η Θεία Πρόνοια πρόβαλλε στη συγκεκριμένη και κρίσιμη εκείνη εποχή, προκειμένου να υπερασπισθεί και να σώσει την Ορθοδοξία.

“ Μάρκος ουχ υπέγραψε, λοιπόν εποιήσαμεν ουδέν“.

Δηλαδή ο Μάρκος δεν υπέγραψε, λοιπόν δεν κάναμε τίποτα!

Μια παροιμιώδης φράση του Πάπα Ρώμης, όταν ο Μάρκος ο Ευγενικός δεν έβαλε την υπογραφή του στο πρωτόκολλο για την ένωση των Εκκλησιών, ενώ είχαν υπογράψει όλοι οι άλλοι ορθόδοξοι επίσκοποι...

Ο υπέρμαχος αυτός της Ορθοδοξίας γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1392. Γονείς είχε τον διάκονο Γεώργιο και τη Μαρία, πού ήταν κόρη κάποιου γιατρού Λουκά ονομαζόμενου.

Ο Μάρκος είχε πολλά χαρίσματα και αναδείχθηκε έξοχος στις θεολογικές και άλλες σπουδές.

Δίδασκε στο φροντιστήριο του πατέρα του, και αργότερα, μετά τον θάνατο αυτού, τον διαδέχθηκε στο διδασκαλικό επάγγελμα. Διακρίθηκε σαν δάσκαλος της ρητορικής και, στο 25ο έτος της ηλικίας του αποφάσισε να γίνει μοναχός και γι’ αυτό έφυγε σε μια Μονή στους Πριγκηπόνησους.

Εκεί ετάχθη υπό την πνευματική επιστασία ενάρετου μοναχού, του Συμεών, ο όποιος τον έκειρε μοναχό και τον μετονόμασε από Μανουήλ, πού ήταν το πρώτο του όνομα, σε Μάρκο.

Κατόπιν από τα νησιά αυτά έφυγε και πήγε στη Μονή των Μαγκάνων, όπου χειροτονήθηκε Ιερέας.

Aφού έγινε κληρικός, το 1436 εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Εφέσου.

Τότε, ο βασιλεύς Ιωάννης ο Παλαιολόγος, μπροστά στον τουρκικό κίνδυνο και με την ιδέα ότι θα μπορούσε να τον βοηθήσει ο Πάπας, πηγαίνει στη Φερράρα της Ιταλίας για να συζητήσει την ένωση των δύο Εκκλησιών.

Στην τελική Σύνοδο, που γίνεται στη Φλωρεντία το 1439, βλέπουμε, δυστυχώς, τους ορθόδοξους Αρχιερείς, ιδιαίτερα για το “πρωτείο” του Πάπα, να υπογράφουν όλοι.

Εδώ, ακριβώς στην πιο κρίσιμη στιγμή της ορθόδοξης χριστιανικής Ιστορίας, σηκώνει το πνευματικό του ανάστημα ο Επίσκοπος Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός και λέει

-“Οχι..! Καλύτερα σκλαβωμένα σώματα στους Τούρκους, παρά σκλαβωμένο πνεύμα στον αιρετικό Πάπα”.

Κατόρθωσε, έτσι, να κρατήσει ψηλά τη σημαία της Ορθοδοξίας και να διδάξει σ’ όλους μας πώς την ορθόδοξη παράδοση μας δεν πρέπει να συμβιβάζουμε και να προδίδουμε, χάριν εφήμερων και ιδιοτελών σκοπών.

Κοιμήθηκε στις 23 Ιουνίου 1444. Τις πρεσβείες του να έχουμε!

Ο μασόνος Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης ὑπῆρξε πρωτοπόρος τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ὑπεύθυνος γιὰ τὸ ἡμερολογιακὸ σχίσμα ποὺ ταλανίζει ἕως σήμερα τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἦταν αὐτὸς ποὺ πῆρε τὸν ἀπόδημο Ἑλληνισμό, τὶς ἑλληνορθόδοξες Ἐκκλησίες Εὐρώπης, Ἀμερικῆς καὶ Αὐστραλίας, Τσεχοσλοβακίας, Ἐσθονίας καὶ Φινλανδίας) ἀπὸ τὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ τὶς προσάρτησε στὸ Πατριαρχεῖο. Ἀναγνώρισε τὶς ἀγγλικανικὲς χειροτονίες. Ὁ Μεταξάκης τὸ καύχημα τῶν μασόνων, δούλεψε γιὰ λογαριασμὸ ξένων σκοτεινῶν δυνάμεων εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας. Πολέμησε τὸν ἅγιο Νεκτάριο καὶ εἶχε οἰκτρὸ τέλος. «Πέθανε αἰφνιδίως στὶς 28 Ἰουλίου τοῦ 1935 στὴν Ἀλεξάνδρεια». «Τὸν βρῆκαν ἕνα πρωϊνὸ νεκρό, πεσμένο κάτω ἀπὸ τὸ κρεββάτι του, μὲ τὴ γλώσσα βγαλμένη ἔξω...»

(Ἀπό τὸ βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιμανδρίτου Χαραλάμπου Δ. Βασιλόπουλου «Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ»

(ἔκδ. «Ὀρθόδοξου Τύπου», Κάνιγγος 10, Ἀθῆναι 2001).
Πηγή: toromaiiko.com

Σχόλιο Π. κοινωνίας: Διότι σήμερα είναι πιο αναγκαίο απο ποτέ, να διακρίνουμε ποιός είναι ποιός μέσα στήν Εκκλησία. Επίσκοποι και οι δυό, βεβαίως, μα δεν εργάζονταν για τον ίδιο Θεό! Κύριος να φωτίζει ολούθε. 

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

Ὁ συκοφάντης ἐδαιμονίσθη..! (για αυτό και εσύ να προσέχεις) Πατερικαί Διδαχαί

Ὁ συκοφάντης ἐδαιμονίσθη..! (για αυτό και εσύ να προσέχεις..)


«Μακάριοί ἐστε ὅταν µισήσωσιν ὑµᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑµᾶς καὶ ὀνειδίσωσι καὶ ἐκβάλωσι τὸ ὄνοµα ὑµῶν ὡς πονηρὸν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου». (Λουκ. στ΄, 22). (Δηλ.: Μακάριοι εἶσθε, ὅταν σᾶς µισήσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ ὅταν σᾶς ἀφορίσουν καὶ διακόψουν κάθε θρησκευτικὴν καὶ κοινωνικὴν σχέσιν µαζί σας καὶ ὅταν σᾶς ὑβρίσουν καὶ ὅταν βγάλουν τὸ ὄνοµά σας ὡς κακὸν καὶ σᾶς διαποµπεύσουν, ὅλα δὲ αὐτὰ σᾶς τὰ κάµουν, ἐπειδὴ εἶσθε µαθηταὶ καὶ πιστοὶ ἀκόλουθοι τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου).

Βδελυρό τό πάθος τῆς συκοφαντίας.

Στὸν 70ὸ ψαλμὸ (12-14) ἀναφέρεται: «Ὁ Θεός μου, μὴ μακρύνῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ· ὁ Θεός μου, εἰς τὴν βοήθειάν μου πρόσχες, αἰσχυνθήτωσαν καὶ ἐκλιπέτωσαν οἱ ἐνδιαβάλλοντες τὴν ψυχήν μου, περιβαλλέσθωσαν αἰσχύνην καὶ ἐντροπὴν οἱ ζητοῦντες τὰ κακά μοι, ἐγὼ δὲ διαπαντὸς ἐλπιῶ ἐπὶ σὲ καὶ προσθήσω ἐπὶ πᾶσαν τὴν αἴνεσίν σου». 

Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος ἀναφέρει τὸ πόσο δύσ­κολα ὑποφέρεται ἡ συκοφαντία, γιατί αὐτή ἀποτελεῖ λάσπη, ὅμως λάσπη ἰαματική, πού γιά νά γίνουν ὁρατά τά ἀποτελέσματά της, χρειάζεται ἀπὸ μέρους μας ὑπομονὴ καὶ ἡ δοκιμασία μας ἐξαιτίας της θὰ λάβη τέλος, γιατί ὁ Θεὸς θὰ μᾶς τὴν ἀφαιρέση. Ὁ ἴδιος ἂν καὶ ἀναγνωρίζει τὴ δυσκολία τῆς συμφιλίωσης, ὅμως μᾶς προτρέπει σὲ συμφιλίωση μὲ τοὺς συκοφάντες μας, ἐπισημαίνοντας ὅτι μὲ τὴ διατήρηση μίσους καὶ μνησικακίας στὴν καρδιά, σωτηρία δὲν πραγματοποιεῖται. 

Συμπληρώνει ἀκόμη ὅτι ὅλοι ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ ἀντιδροῦμε μὲ αὐταπάρνηση ἀπέναντι στὰ γεμᾶτα ἐμπάθεια αἰσθήματά μας. Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ἐξαφανίζονται οἱ ἀνθρώπινες θλίψεις, γιατί ἡ ἐμπάθεια εἶναι ἐκείνη ποὺ γεννᾶ τὴ θλίψη. (Ὁσίου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου, Χειραγωγία στὴν Πνευματικὴ Ζωή, Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου, Ἐκδ. ε΄ 2005, σελ. 18)

Εἶναι πολὺ διδακτικὴ καὶ ψυχωφελὴς ἡ ἱστορία ποὺ ἀκολουθεῖ γιὰ τὴ συκοφαντία. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ τὸ Γεροντικό, τὴν ἐποχὴ τοῦ ἀββᾶ Ἰσιδώρου, τοῦ πρεσβυτέρου τῆς Σκήτης, ζοῦσε κάποιος εὐλαβὴς καὶ ἐνάρετος διάκονος ὁ Παφνούτιος, τὸν ὁποῖο ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος προόριζε γιὰ διάδοχό του ἱερέα στὴ Σκήτη, ἀλλ’ ὁ Παφνούτιος ἀπὸ ταπείνωση δὲν ἀποδέχθηκε τὸ ὑψηλό τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα. Μὲ τὴν παρακίνηση τοῦ διαβόλου κάποιος γέροντας τῆς Σκήτης ἀπὸ φθόνο ἔκρυψε τὸ βιβλίο του στὸ κελλὶ τοῦ διακόνου Παφνουτίου, ἐρχόμενος στὴ συνέχεια στὸν ἀββᾶ Ἰσίδωρο καὶ καταγγέλλοντας τὴ δῆθεν κλοπὴ τοῦ βιβλίου ὡς ἀληθινή. 

Κατόπιν ὁ φθονερὸς γέροντας ζήτησε τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Ἰσίδωρο, ὥστε μαζὶ μὲ δυὸ ἄλλους ἀδελφοὺς νὰ κάνη ἔρευνα στὰ κελλιὰ τῶν ἀδελφῶν γιὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ βιβλίου. Ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε πρῶτα τὰ κελλία τῶν ἄλλων μοναχῶν, ἦλθαν στὴ συνέχεια καὶ στὸ κελλὶ τοῦ διακόνου Παφνουτίου, ὅπου βρῆκαν τὸ κρυμμένο καὶ δῆθεν κλεμμένο βιβλίο καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἔρευνας ἀνακοίνωσαν στὸν ἀββᾶ Ἰσίδωρο. 

Στὸ ἄκουσμα τῆς σὲ βάρος του καταγγελίας, ὁ διάκονος Παφνούτιος ὁμολόγησε τὴν ἁμαρτία ποὺ ὅμως δὲν εἶχε διαπράξει, ζητώντας ταυτόχρονα ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Ἰσίδωρο νὰ τοῦ βάλη ἐπιτίμιο. Ὁ κανόνας ποὺ τοῦ ἐπιβλήθηκε ἦταν ἀποχὴ ἀπὸ τὴ θεία Κοινωνία γιὰ τρεῖς ἑβδομάδες, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων ὁ διάκονος Παφνούτιος στεκόταν μπροστὰ στὸν ναὸ βάζοντας μετάνοια σ’ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ζητώντας συγχώρεση γιὰ τὴν ἁμαρτία του. Μετὰ τὴν ἔκτιση τοῦ ἐπιβληθέντα κανόνα, ὁ διάκονος Παφνούτιος προσῆλθε στὴ θεία Κοινωνία, ἐνῶ ὁ συκοφάντης γέροντας δαιμονίστηκε καὶ ὁμολόγησε τὴ συκοφαντία, ποὺ εἶχε διαπράξει κατὰ τοῦ διακόνου Παφνουτίου. Παρ’ ὅλες τὶς προσευχὲς τῶν ἀδελφῶν ὁ συκοφάντης γέροντας δὲν θεραπευόταν. Τότε ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος προσκάλεσε τὸν διάκον Παφνούτιο, ποὺ εἶχε συκοφαντηθῆ, νὰ προσευχηθῆ γιὰ τὸν δαιμονισμένο συκοφάντη γέροντα καὶ μόνο τότε ὁ τελευταῖος θεραπεύθηκε.

Στὸ βίο τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου (Ἐκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου) ἀναφέρει: «Στὴν ἁλυσίδα τῶν συκοφαντιῶν κατὰ τοῦ γενναίου Ἱεράρχου Μεγάλου Ἀθανασίου προσθέτουν οἱ αἱρετικοὶ ἐχθροί του μιὰ πιὸ τρομερὴ συκοφαντία. Βρίσκουν μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναίκα. Τὴν πληρώνουν καὶ τῆς λέγουν:

Νὰ διαλαλήσης παντοῦ, ὅτι ἁμάρτησε ὁ Πατριάρχης Ἀθανάσιος μαζί σου!

Ἡ συκοφαντία εἶναι συγκλονιστική, ἀλλὰ ἡ ζωὴ τοῦ Πατριάρχου εἶναι ἀδαμάντινη καὶ ἡ συκοφαντία δὲν γίνεται ἀπὸ τὸν λαὸ πιστευτή.

Ἐν τούτοις ὁ Πατριάρχης πρέπει νὰ δικασθῆ καὶ νὰ δώση λόγο στὴ Σύνοδο. Πρέπει νὰ ὑποστηρίξη τὴν ἁγνὴ καὶ λευκὴ ζωή του.

Στὴ Σύνοδο, ποὺ θὰ τὸν δίκαζε, ἔφεραν καὶ τὴν γυναίκα. Ἐκείνη κρατοῦσε στὴν ἀγκαλιά της ἕνα μωρὸ ποὺ ἐκλαυθμήριζε. Συγχρόνως αὐτὴ ἀναιδέστατα φώναζε ὅτι τὸ μικρὸ εἶναι καρπὸς τῆς ἁμαρτίας μὲ τὸν Ἀθανάσιο. Εἶναι ἕτοιμος, γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, νὰ σταθῆ ἀντίκρυ στὸ μῖσος καὶ στὴν κακία.

Προχωρεῖ, λοιπόν, γαλήνιος στὸ Συνοδικὸ μέγαρο. Ἐκεῖ μπροστά του βλέπει τὴν πληρωμένη συκοφάντισσα. Τὴν κοιτάζει μὲ λύπη καὶ προχωρεῖ. Μπροστά του πηγαίνει ἕνας εὐσεβὴς Ἱερέας του, Τιμόθεος ὀνομαζόμενος. Ὁ Τιμόθεος ἦταν μεγαλοπρεπὴς καὶ μὲ θεωρία ἐπισκόπου. Ὁ Ἱερέας αὐτὸς φωτίζεται ἀπὸ τὸν Θεό, σταματάει μπροστὰ στὴν γυναίκα καὶ τῆς λέει:

Ἐγὼ ἔκανα μαζί σου τὴν ἀνομία;

Ἡ πληρωμένη συκοφάντισσα νομίζει ὅτι ὁ Ἱερέας ποὺ τὴν ρωτάει εἶναι ὁ Ἀθανάσιος καὶ φωνάζει μὲ ἀδιάντροπη φωνή·

Ναί. Σύ. Μὲ κατέστρεψες. Τοῦτος, ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, εἶναι ὁ ἀκάθαρτος Ἀθανάσιος, ἔκανε μαζί μου τὴν ἁμαρτία καὶ εἶναι ἀνάξιος γιὰ Ἀρχιερέας!

Τὸ πάθημα τῶν αἱρετικῶν ὅμως εἶναι ἄξιο ντροπῆς καὶ χλευασμοῦ. Οἱ ἴδιοι κατήγοροι δὲν ἔχουν ποῦ νὰ κρύψουν τὸ πρόσωπό τους, γιὰ τὸ πάθημά τους. Ἡ παγίδα, ποὺ εἶχαν στήσει στὸν Μ. Ἀθανάσιο, ἔπιασε τοὺς ἴδιους. Ξεσκεπάστηκε ἐντελῶς ἡ κακία τους…

Ἐπειδή, λοιπόν, ἔχασαν κι αὐτὴ τὴν ἐκστρατεία τῆς συκοφαντίας, οἱ αἱρετικοί, ἔβριζαν καὶ κατηγοροῦσαν τὸν Ἅγιο. Τὸν ἔλεγαν γόη, ὑποκριτή, μάγο, ἀπατεώνα…».

Πῶς μᾶς καταντᾶ τὸ πάθος

Εναλλακτικές αναρτήσεις

Share this