«Δεινόν η ραθυμία, μεγάλη η μετάνοια»
Σοφία Μπεκρή
Στον Όρθρο της Μεγάλης Τετάρτης – Μεγάλη Τρίτη εσπέρας – η υμνολογία της Εκκλησίας μας προβάλλει με γλαφυρό και παραστατικό τρόπο την «σχέση» αμαρτίας – μετανοίας. Στα περισσότερα τροπάρια παρουσιάζονται κατ’ αντιδιαστολή οι μορφές της αμαρτωλού γυναικός, «της αλειψάσης τον Κύριον μύρω», και του δολίου μαθητή του Χριστού, του Ιούδα, που την ίδια ώρα σχεδίαζε την προδοσία του Κυρίου.
Ενώ, όμως, η πόρνη, προσφέροντας το μύρο μαζί με τα ακόμη πιο πολύτιμα δάκρυά της, «λυτρούται της δυσωδίας των κακών», εν τούτοις ο Ιούδας, αν και ανέπνεε την ευωδία της θείας χάριτος, «ταύτην αποβάλλεται και βορβόρω συμφύρεται». Η μεν αμαρτωλός προσφέρει τα δάκρυά της ως λύτρο για την σωτηρία της, ο δε φιλάργυρος μαθητής προσφέρει στους ανόμους τα τριάκοντα αργύρια, «την τιμήν του τετιμημένου».
Στο τέλος, η γυναίκα, η βυθισμένη στην αμαρτία, κερδίζει το έλεος από τον ψυχοσώστη Σωτήρα Της. Αυτός ο Οποίος δεν ήλθε «ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού» (Ιω. 3:16-17), της δίνει ασφαλώς την άφεση των αμαρτιών, με την προτροπή βεβαίως «μηκέτι αμάρτανε».
Ο Ιούδας, όμως, αν και συνειδητοποιεί, έστω και καθυστερημένα, ότι απεμπόλησε «τον ατίμητον», εν τούτοις δεν μετανοεί, δεν ζητάει την λυτρωτική συγγνώμη, που ο Κύριος δεν θα του την αρνείτο, εφ’ όσον θα ήταν ειλικρινής. Η «πηρωτική φιλαργυρία» του τόσο πολύ τον τυφλώνει, ώστε να λησμονεί τα διδάγματα του διδασκάλου Του, ότι τίποτε δεν μπορεί να δώσει ο άνθρωπος ως αντάλλαγμα για την ψυχή του. Έτσι «απογνώσει εαυτόν εβρόχισε».
Ο υμνογράφος τονίζει πολύ παραστατικά το μέγεθος της αγαπώσης καρδίας της αμαρτωλού και συνεχίζει να το αντιπαραθέτει στο μέγεθος της αγνωμοσύνης του προδότου μαθητού. Η αμαρτωλός με την πράξη της έδειξε ότι «επεγίγνωσκεν – αναγνώριζε – τον Δεσπότην», ενώ αυτός, ο Ιούδας, με την προδοτική του συμπεριφορά «του Δεσπότου εχωρίζετο». «Αύτη ηλευθερούτο (από την αμαρτία), ενώ ο Ιούδας, με το πάθος του «δούλος εγεγόνει του εχθρού».
Να, λοιπόν, γιατί ο υμνογράφος αναφωνεί με νόημα: «Δεινόν η ραθυμία, μεγάλη η μετάνοια».
Φοβερή δεν είναι η αμαρτία, αυτή είναι σύμφυτη με την ζωή του ανθρώπου μεταπτωτικά, φοβερή είναι η αμέλεια για την σωτηρία μας. Ο Ιούδας αμάρτησε αλλά δεν μετενόησε, απλώς μετεμελήθη, γι’ αυτό και περιέπεσε σε απόγνωση και κατέφυγε σε «βροχισμό». Δεν φρόντισε να αποκαταστήσει την τραγική προδοσία του Κυρίου Του, ζητώντας συγγνώμη ή δείχνοντάς Του εμπράκτως, όπως η πόρνη, την ειλικρινή αλλαγή της συμπεριφοράς του.
Ο υμνογράφος προβαίνει στο σημείο αυτό σε μια φοβερή ψυχολογική διαπίστωση. Ο Ιούδας είχε καταληφθεί τόσο πολύ από το πάθος του φθόνου και της φιλαργυρίας, ώστε δεν μπορούσε να δη το συμφέρον της ψυχής του, «ουκ οίδε προτιμάν το συμφέρον»! Είχε τόσο πολύ τυφλωθεί από το μίσος του και δεθεί από την «δυσώδη κακίαν», ώστε να άγεται και να φέρεται απ’ αυτήν.
Από την άλλη, η αμαρτωλός είναι τόσο «απεγνωσμένη δια τον βίον» και «επεγνωσμένη (στιγματισμένη) δια τον τρόπον» της ζωής της, που καταφεύγει στην μοναδική της ελπίδα, στον Χριστό, ζητώντας Του να μην την βδελυχθεί για την αμαρτία, ούτε να την απορρίψει, αλλά να την δεχθεί «μετανοούσαν», «ην ουκ απώσω αμαρτάνουσαν», αυτήν που δεν περιφρόνησε, όταν αμάρτανε!
Αλήθεια, πόσο μεγάλη θέληση για μετάνοια είχε αυτή η αμαρτωλή γυναίκα και συγχρόνως πόσο μεγάλη πίστη ότι η μετάνοιά της μπορούσε να προέλθει μόνον από τον ψυχοσώστη Κύριο, τον μοναδικό Σωτήρα της!
* * * * *
απόσπασμα απο: koinoniaorthodoxias.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου