Η ΟΡΓΗ ΕΝΟΣ ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΟΥ
Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019. Ώρα: 12.43 π.μ.
[1] Ο φίλος μου Μ. προς εμένα:
Πάτερ μου, καλή χρονιά! Θέλω να σου στείλω αυτό το κείμενο και, χωρίς καμία πρόθεση κατάκρισης, θα ήθελα τη γνώμη σου και την βοήθεια σου. Εγώ, προσωπικά, από την ημέρα που το διάβασα είμαι στεναχωρημένος, αλλά δεν εμπιστεύομαι τον εαυτό μου. Σίγουρα αμαθής είμαι. Αν μπορείς και το θεωρείς άξιο να ξοδέψεις τον πολύτιμο χρόνο σου, απάντησέ μου εντελώς προσωπικά και εμπιστευτικά. Εμένα, όπως σου είπα, μ’ έχει στενοχωρήσει αλλά και μ’ έχει μπερδέψει. Έχω αρχίσει να κλονίζομαι για το τι είναι σωστό ή όχι. Την ευχή σου!...
[2] Το θέμα που αναμφισβήτητα έφερε έναν μεγάλο προβληματισμό προκύπτει από έναν πρόσφατα διάλογο που δημοσιεύτηκε σε τοίχο του Fb, διάλογο ανάμεσα σε κάποιον θυμωμένο και αγανακτισμένο Γιάννη και τον Πνευματικό του. Αυτός διάλογος φέρει τον τίτλο:
«ΧΩΡΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΜΑΡΤΩΛΟΙ
ΣΤΗ ΦΑΤΝΗ ΣΟΥ, ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ;»
- Δεν επιτρέπεται να κοινωνήσεις φέτος τα Χριστούγεννα, Γιάννη μου! Τον λόγο, τον ξέρεις: έχεις σχέσεις με την Ελένη, ενώ δεν είστε παντρεμένοι. Μπορεί να σε πονάει η στάση μου, μα αυτή είναι η ποιμαντική θεραπευτική που πρέπει να ακολουθήσουμε. Για το καλό σου. Δεν είναι «ό, τι νά ’ναι» ο Χριστός. Δεν κάνει να βεβηλώνουμε το Μυστήριο με μια ασεβή προσέγγιση...
- Μάλιστα, πάτερ μου. Και πέρυσι το ίδιο μου είπες, όμως. Και πάλι δεν κοινώνησα. Ούτε το Πάσχα με άφησες. Ούτε τον Δεκαπενταύγουστο. Για τον ίδιο πάλι λόγο, τον ένα λόγο! Δεν θυμάμαι, όμως, να πρόσεξες τις τόσες φορές που βοηθάω φτωχούς στην ανάγκη τους ή την άλλη φορά που βρήκα δουλειά σε μια φίλη μου ή που αγαπώ πολύ την Παναγία και κάθε μέρα κάνω την Παράκλησή της. Και το ότι δεν κουτσομπολεύω τη ζωή των άλλων και το ότι δεν κατακρίνω, ενώ με αδικούν συχνά στη δουλειά. Δηλαδή, θέλω να πω, εκεί που δίνει μεγάλη έμφαση ο Χριστός, προσπαθώ να κάνω το καλύτερο που μπορώ. Τόσο μπορώ, τόσο κάνω. Εσύ, όμως, πάτερ μου, εστιάζεις μόνο σε ένα σημείο της ζωής μου, μόνο εκεί, σταθερά εκεί, στο κομμάτι μου αυτό, το ερωτικό. Δεν σε θυμάμαι, όμως, καλέ μου πατέρα, να μου έδωσες μια θεραπευτική ποιμαντική για τις φορές που πληγώθηκα στη ζωή ή να νοιάστηκες ουσιαστικά για τη μοναξιά μου ή για τις φορές που έφαγα πόρτα από όσες κοπέλες πλησίασα για κάτι πιο σοβαρό κι ένιωσα άχρηστος, ανίκανος, άσχημος κι ανεπιθύμητος. Δεν σε θυμάμαι, πατέρα μου, να επούλωσες τις ψυχικές πληγές που, ως τώρα, με τόση εμπιστοσύνη σου έδειξα· ούτε θυμάμαι να μου βάζεις αυτό που λέει κάπου ο Χριστός: το λάδι του καλού Σαμαρείτη (βλ. Λουκ. 10, 34). Δεν στάθηκες δίπλα μου, όταν κόπηκα στο δίπλωμα οδήγησης· κι όταν η μάνα μου έπιασε τον πατέρα μου με άλλη, είπες απλά ότι, «ο κόσμος μας γέμισε αμαρτίες ζώντας μακριά απ’ τον Χριστό!». Είναι συχνά τα επιτίμιά σου για τα σεξουαλικά μου θέματα, πατέρα μου, μα δεν είσαι δίπλα μου στο κλάμα μου, τις ατέλειωτες νύχτες της κατάθλιψης, που μόνο τα χάπια, το ποτό και τα τσιγάρα με παρηγορούν και με κοιμίζουνε λιγάκι τις πρωινές ώρες. Για όλα αυτά τα βάσανά μου, εισπράττω τη σιωπή σου και μια ηχηρή απουσία θεραπευτικής –όπως λες– προσέγγισης, πέρα από γενικόλογα και στείρα ευχολόγια. Και τώρα, πάλι το ίδιο κάνεις: Προσπερνάς ένα σωρό σημεία της ζωής μου, δεν δίνεις καμία σημασία για όσα προσπαθώ φιλότιμα να κάνω, και μου απαγορεύεις να πάρω μέσα μου τον Χριστό, μόνο για ένα και μόνο λόγο!! Ενώ σου λέω από πέρυσι ότι το θέλω πολύ να κοινωνήσω! Και ζητάς, προκειμένου να μεταλάβω, να ξεκόψω από όλα, να γίνω ένας άλλος άνθρωπος και να μην είμαι τελικά ο εαυτός μου. Ζητάς να γίνω «καλός», «άγιος», «εγκρατής», «όσιος», με έναν τρόπο όμως που δεν αντέχω ακόμα εγώ, και ούτε μου βγαίνει. Και χρησιμοποιείς τον Χριστό, που είναι ο Θεραπευτής, ο Γιατρός, το Φάρμακο, το Έλεος και η Αγάπη, για να με τιμωρήσεις δήθεν …«ποιμαντικά»!
- Κοίτα, Γιάννη μου, περιμένει πολύς κόσμος απ’ έξω, δεν έχω χρόνο για πολλές συζητήσεις τώρα. Καταλαβαίνω την αντίδρασή σου και τον πιθανό θυμό σου. Πάντως, δεν είναι έτσι τα πράγματα· δεν τα έχεις καταλάβει σωστά όλα αυτά. Κρύβεται μια βαθιά θεολογία πίσω από όλα αυτά, που εσύ παρεξηγείς. Θα τα πούμε μια άλλη φορά, όμως, παιδί μου!
- Δεν ξέρω αν θα υπάρξει άλλη φορά, πάτερ μου! Θα το σκεφτώ πολύ να ξανάρθω. Διότι πολλές φορές τα τελευταία χρόνια, στο έχω ξαναπεί, έρχομαι κοντά σου χάλια και φεύγω ακόμα πιο χάλια. Καλά Χριστούγεννα, πάτερ μου! Μια τελευταία απορία μόνο να σου πω –που κρύβει όντως και λίγη περιέργεια–, πατέρα μου: Εσένα, άραγε, ποιος σε ποιμαίνει; Πού γαλουχήθηκες, ώστε να με «συμπονάς» έτσι; Συγνώμη για το θάρρος ή θράσος μου –πες το όπως θες!–, μα ήθελα από καιρό να στα πω όλα αυτά. Άντε, «Καλά Χριστούγεννα», σε σένα και σ’ όλους τους «αγίους» της παρέας σου, πάτερ μου! Εγώ, τελικά, όπως αποδείχτηκε απ’ την «αξιολόγησή» σου, ανήκω στους άλλους· τους αλήτες! Που μένουν τελικά ακοινώνητοι από σένα, πατέρα μου, μα σίγουρα μπορούν κι αυτοί να βρουν μια ακρούλα μέσα στη Φάτνη του Χριστού, που ήρθε γι’ αυτό ακριβώς το περιθώριο (των ανθρώπων) κι ακολούθησε την ποιμαντική της «σταυρικής αγκαλιάς» κι όχι του χειρισμού των εύκολων επιτιμίων και της ενοχικής τρομοκρατίας, που αφήνει στην απ’ έξω την Ελενίτσα και τον Γιάννη, που αγκαλιάζονται με αγάπη, μα είναι «ανύπαντροι» ακόμα!…
[Εν τω μεταξύ, του απαντάει ενθαρρυντικά και επιδοκιμαστικά κάποιος φίλος του, προσκαλώντας τον ταυτόχρονα στη Χριστουγεννιάτικη Αγρυπνία:]
(Έλα) στη Μονή Π……, δίπλα στον Ε……….., 24 προς 25 Δεκεμβρίου. Μετά, όλοι (μαζί θα πάμε) στο «H…..» δίπλα, για κέρασμα! (Αστειεύομαι, μα ωραία θα ήταν!) Θα είναι πολύ όμορφα, θα ψάλλουν οι: Δ. Κ. και Χ. Χ. [Σημ.: εδώ αναφέρονται ονοματεπώνυμα γνωστών ιεροψαλτών της Αγρυπνίας]. Ώρα: 9.00 μ.μ.–12.30 π.μ. περίπου. Έλα να κοινωνήσεις!... Έλα να κοινωνήσουμε!...
[3] Η δική μου απάντηση προς τον φίλο Μ.:
Κοσμικά, επιφανειακά, τραυματικά, ανώριμα και μπορώ να πω άκρως συναισθηματικά τα κριτήρια του κειμένου και του γράψαντος αυτό. Βασικά, λυπούμαστε με τη λύπη του. Περιγράφει γλαφυρά αλλά πολύ μονομερώς την απορία και τον θυμό του. Ασφαλώς και ζει το προσωπικό του αδιέξοδο, είναι αλήθεια αυτό...
Μα, ο Χριστός ήρθε για να λύνει όλ’ αυτά τα αδιέξοδα, με τον τρόπο της Χάριτος και όχι όπως τα νοούμε εμείς και τα σκεφτόμαστε με το μυαλό και την αντίληψή μας. Το πιο «πονεμένο» θέμα του κάθε ανθρώπου σήμερα, σίγουρα είναι το λεγόμενο «σαρκικό». Μπορεί κανείς έτσι εύκολα να αντιστρατευθεί στον ενδόμυχο νόμο της σαρκός, να έρθει αντιμέτωπος με την επιθυμία του, με τις πλάνες ορέξεις του και τις συγκαταθέσεις του στις διάφορες πτώσεις του οι οποίες μπορεί στο τέλος να μην είναι μόνο σαρκικές;
Στο βάθος του αδύναμου ανθρώπου είναι γνωστό ότι πρώτα συντελείται η πνευματική πτώση και μετά ακολουθεί η σαρκική. Πολλά τραύματα θέλουμε να απωθήσουμε με την ελεύθερη, άσκεφτη ή ανένοχη επίδοσή μας στα σαρκικά. Μπορεί όμως ενίοτε να συμβαίνει και το αντίθετο-αντίστροφο: πολλές σκληρές και βίαιες αποχές, απότοκες ενός ευσεβιστικού μανιφέστου, μώραναν τις καρδιές και το μυαλό των ανθρώπων. Και εκεί πραγματικά δεν φταίει η αγάπη του Χριστού. Δεν φταίει η αγάπη του Χριστού που δεν μας εμπνέει και που αρνούμαστε να γίνουμε δυνατοί έναντι στη μαλθακότητα του νοός και στον πειρασμό της σαρκός.
Το «σαρκικό θέμα», παρά το απόρρητο και το άδηλο του προσωπικού χαρακτήρα του, δεν είναι ένα θέμα, ένα επί μέρους θέμα, ένα κάποιο θέμα, ένα απλό θέμα, ένα θέμα «και τι έγινε!»· πίσω από αυτό κρύβεται μια ολόκληρη κοσμοθεωρία, μέσα σε αυτό κουρνιάζουν όλες οι προγονικές και ψυχοπνευματικές καταβολές μας, όλη η ανατροφή μας, η παιδεία μας, οι παραστάσεις μας, τα βιώματά μας, οι αδυναμίες και τα τραύματά μας, μια ολόκληρη νοοτροπία ή μια αντίληψη, η οποία αναλόγως της δικής μας στάσης ελευθερώνει ή σκοτώνει τη ψυχή. Ως συνήθως, συμβαίνει το δεύτερο. Αυτόν, λοιπόν, τον φιλήδονο φόνο της ψυχής ποιος τον αντιλαμβάνεται και ποιος τον παίρνει χαμπάρι; Κανείς.
Στις μέρες μας προβάλλεται ως πρόβλημα η «παντρειά» αλλά όχι η συμβίωση.
Η πρώτη είναι από όλους ανεπιθύμητη και η δεύτερη γενικευμένα αποδεκτή. Ο «ανύπαντρος» ο άνθρωπος, αυτός που απορρίπτει το Μυστήριο του Γάμου από τη ζωή του, δεν είναι αυτός που «στιγματίζεται» από μια θρησκευτική ηγεσία ή από μια κάστα κάποιων αυστηρών και βλοσυρών Πνευματικών που τον καταδικάζουν και τον απομονώνουν από τη θεία Κοινωνία, θέλοντας έτσι τάχα να τον παιδαγωγήσουν, να τον συνετίσουν ή να τον τιμωρήσουν.
Μακριά από την αλήθεια όλα αυτά. Η πνευματική ζωή δεν είναι ιερά εξέταση. Δυστυχώς όμως αυτό φαίνεται· δυστυχώς έτσι φαίνεται στα μάτια ενός κοσμικού, ανίδεου ή χλιαρού νου. Δεν είναι όμως έτσι, ειλικρινά...
Το να αρνούμαστε, για τον α΄ ή β΄ λόγο τον Γάμο, αυτό δεν είναι μια προσωπική άποψη ή θέση, δεν είναι μόνο μια απόρριψη και μια δική μας αντίδραση έναντι μιας ανούσιας ή αδιάφορης «τελετής» για την ελευθερία και την αυτοδιάθεσή μας. Καμία σχέση. Όχι. Ο Γάμος δεν είναι «τελετή», δεν είναι επίδειξη και φιέστα. Και επί τη ευκαιρία να πω ότι οι «τελετές» μακράν απέχουν από τον βιωματικό, τον αληθινό χριστιανισμό.
Βασικά, η από μέρους μας άρνηση του Γάμου καταλήγει να είναι ουσιαστικά η άρνηση του Χριστού.
Γιατί αυτό; Γιατί ο Χριστός είναι πάντα κρυμμένος αλλά ταυτόχρονα και αποκεκαλυμμένος στα Μυστήριά Του. Είναι δικά Του αυτά τα Μυστήρια. Αυτός μας τα έδωσε.
Αυτός τα θέσπισε, για μας και τη σωτηρία μας, με τη ζωή Του, με την παρουσία Του και με τον λόγο Του· δεν τα εφεύραμε και δεν τα κατασκευάσαμε εμείς. Αν δεν έχουμε τα Μυστήρια του Χριστού και της Εκκλησίας να ενεργούν με παλμό Πίστεως στη ζωή μας, τότε η ζωή μας δεν είναι θεοκεντρική, δεν είναι χριστοκεντρική, αλλά κοσμοκρατική και εγωλατρική.
Ποιος να πάει να πει τώρα, ποιος να μπορεί να εξηγήσει και να πείσει, ποιος να δώσει να καταλάβουν σε αυτά τα παιδιά, τα νέα παιδιά, ότι, η αγάπη και η σχέση μας, δίχως τη σφραγίδα του Χριστού –της Αυτοαγάπης, της μόνης Αγάπης σε όλους τους κόσμους και σε όλους τους αιώνες–, δίχως την επικύρωση των Μυστηρίων του Χριστού, δεν υπάρχει και δεν υφίσταται!
Γυρίζω πρόσφατα και λέω σε μια νεαρή κοπέλα, απευθυνόμενος φυσικά και στο παλικάρι της: «Πάτε στον Χριστό, πάτε στην Εκκλησία Του, και ζητήστε Του Αυτός να ευλογήσει τη σχέση σας. Πώς; Με το Μυστήριο του Γάμου, που ο Ίδιος θέσπισε για μας. Κάντε το.
Γιατί τώρα, έτσι όπως είστε “ελεύθεροι” κατά κόσμον, είστε σε μια καθαρά πειρασμική κατάσταση. Η σχέση σας αντιβαίνει σοβαρά στο σωτήριο θέλημά Του. Και αυτό είναι ανασταλτικό κάθε ευλογίας. Αγαπιέστε μόνοι σας: εσείς και ο εαυτός σας.
Δεν αγαπιέστε μαζί με τον Χριστό και εν τω Χριστώ. Έχει μεγάλη διαφορά η πρώτη «ανθρώπινη» κατάσταση αγάπης και σχέσης με τη δεύτερη, τη μείζονα και την κρείττονα κατάσταση, τη χριστοκεντρική, την ευλογημένη, την πνευματική. Σκοπός είναι, να κάνουμε έναν αγώνα ώστε να πάμε στη δεύτερη κατάσταση, δηλαδή να πάμε προς τον Χριστό και να ζήσουμε ό,τι ζούμε, ό,τι ζει κανείς όταν πηγαίνει στον Χριστό και ζει, αγωνίζεται να ζει μαζί με τον Χριστό.
Τώρα, νομίζετε ότι αγαπιέστε, διότι δεν έχετε αντιληφθεί τι ακριβώς δίνει ο Χριστός στην αγάπη σας και στη σχέση σας: το πλήρωμα της χάριτος, του αγιασμού, της σωτηρίας και της δυνάμεως. Έχετε μια αγάπη ατομοκεντρική, εαυτοκεντρική, κάλπικη και ανίσχυρη, μια αγάπη που δεν μπορεί να σας σώσει. Αγάπη πραγματική θα έχετε, μόνον, εφόσον και όταν αυτή ευλογηθεί από τον Χριστό.
Ο αιώνιος εχθρός σας, έχει μεγάλη χαρά που είστε έτσι αστεφάνωτοι, αχαρίτωτοι, ανευλόγητοι, ανιερολόγητοι, ανεκκλησίαστοι. Ανά πάσα στιγμή θα σας πολεμάει, θα σας παγιδεύει, θα σας κατατροπώνει, και θα σας διεκδικεί, με κάθε αιτία και αφορμή, με αυτή την κοσμική αγάπη που ζείτε, την αγάπη που είναι αχριστοποιημένη, ανεγχριστωμένη, και που μέσα της έχει μια φοβερή άρνηση έναντι του Χριστού».
Κανείς δεν τα ξέρει αυτά. Κανείς δεν τα υποψιάζεται. Γιατί και πώς να τα ξέρει; Μήπως του τα είπε κανείς; Μήπως ζήτησε κανείς να τα μάθει; Μήπως ανατραφήκαμε και γαλουχηθήκαμε με αυτές τις ωραίες ορθόδοξες αρχές; Και κανείς δεν θέλει να τα ξέρει, διότι ο καθένας σήμερα έχει τη δική του ρότα, τη δική του θέληση, τη δική του άποψη, τη δική του ιδέα, τη δική του θεώρηση, τη δική του γνώση-αγνωσία.
Στα δικά τους τα μάτια, ναι, φαινόμαστε ότι είμαστε αυστηροί, άτεγκτοι, σκληροί, απάνθρωποι, βασανιστές, τιμωροί, που κρατάμε τη σπάθα του νόμου και παίρνουμε συνεχώς κεφάλια. Είναι όμως έτσι; Μέσα από την καρδιά μου λέω ότι δεν είναι. Κανένας άνδρας και καμία γυναίκα δεν αναρωτήθηκαν ποτέ τους τι, ποιες, και πόσες θυσίες και υπερβάσεις κάνει σήμερα, ειδικά σήμερα, ένας κατά Θεόν ευαίσθητος και φιλάδελφος πνευματικός, ίσα για να φιλοτιμήσει τις ψυχές, ίσα για να τις φέρει σε μια συναίσθηση και επίγνωση των αμαρτιών τους, ίσα για να εγκεντρίσει μέσα τους το πνεύμα του Χριστού, να έλθει το πνεύμα της μετανοίας, να έλθει η συντριβή, η προσευχή. Μέσα από τη γνώση και την αίσθηση των αμαρτιών μας είναι που έρχεται και η γνώση και η αίσθηση του Θεού στη καρδιά και τη ζωή μας.
Οι ψυχές σήμερα των περισσότερων από μας μοιάζουν με μελαγχολικά ερείπια, με βουβά σπίτια που τα γκρέμισε η αμαρτία. Τι να πεις; Ίσως πρέπει να μην πεις τίποτα, απολύτως τίποτα. Μόνο να πενθήσεις, μόνο να δεηθείς, μόνο να κλάψεις...
Για προσέξτε και ένα μεγάλο ζήτημα που απορρέει από το εξής κρίσιμο ερώτημα: Μήπως το θέλημα, το πρώτιστο θέλημα του Χριστού, είναι να βγαίνει από την Ωραία Πύλη το άγιο Ποτήριο «μόνο Του» και να στέκονται όλοι απόμακροι και να μην κοινωνάει κανείς ή να κοινωνάνε όλο οι «ανάξιοι» (θα μου πεις· και ποιος είναι άξιος, άραγε;!), να κοινωνάνε οι ανεξομολόγητοι, οι ασυγχώρητοι, οι ανευλόγητοι, οι θρασείς και οι ανευλαβείς άνθρωποι ή να κοινωνάνε (ακόμη χειρότερα!) οι δήθεν θρησκευόμενοι και οι υποκριτές, οι οποίοι ρίχνουν στάχτη στα μάτια μας με τη δήθεν θρησκευτική τους ζωή και με τα δήθεν ευλαβικά τους πιστεύω, έχοντας παράλληλα κρυφά, ζωηρά και ανομολόγητα πάθη (πονηρία, εκπόρνευση, μνησικακία, αρπαγή, απληστία, κατάκριση, σκληρότητα, δόλο);
Τίποτα από όλα τα παραπάνω. Ο Χριστός θέλει από μας «καρδία συντετριμμένη», καρδιά ταπεινή, απλή, άδολη, άκακη, καλόβολη. Που να διψάει να βρει τον Θεό της μέσα από τη μετάνοια, έστω και την πιο απειροελάχιστη.
Ένα βαθύ αναστεναγμό να βγάλει κανείς λογιζόμενος τις αμαρτίες του, τις πτώσεις και τα πάθη του, αυτός ο άνθρωπος δικαιώνεται κατά Θεόν και παίρνει αμέσως ουράνια αξία και αγγελική περιωπή ενώπιον στα μάτια του φιλάνθρωπου και φιλόψυχου Χριστού. Και τι νομίζουμε πως είναι ο Χριστός; Σατράπης; Και τι νομίζουμε ότι είναι τα άχραντα Μυστήριά Του; Βραβεία μιας ψωροηθικής ή θρησκευτικές καραμέλες;
Ο Χριστός δεν είναι ο Ηρώδης που απειλεί τη ζωή και την ελευθερία μας. Εμείς είμαστε που καταστρατηγούμε ασταμάτητα το Ευαγγέλιό Του και θέλουμε με κάθε τρόπο, με κάθε εγωική απαίτηση να έρχονται τα θεία πράγματα στα μέτρα και στα δεδομένα του παλαιού εαυτού μας, στα μέτρα των παθών και των αμαρτιών μας.
Και είναι σαν να λέμε, λίγο-πολύ, όλοι προς τον Χριστό: «Έλα Χριστέ! Έλα Χριστέ, ν’ αγιάσεις την αμαρτία μου!».
Μα, γίνεται αυτό; Είναι δυνατόν; Και εάν γίνεται, είναι σωστό να γίνεται; Και εάν γίνεται, για πόσο άλλο να γίνεται; Και εάν γίνεται κάποιες φορές για χάρη της λεγομένης «οικονομίας»...
γιατί να γίνεται άλλο, εάν εγώ δεν συνέρχομαι, δεν μετανοώ και δεν αλλάζω βίο;
Η στάση μας έναντι στην αμαρτία καθορίζει και την αγάπη μας προς τον Χριστό. Πώς να αγαπώ και να προσκυνώ την αμαρτία μου και ταυτόχρονα να θέλω να ισχυρίζομαι ότι αγαπώ και ακολουθώ τον Χριστό; Μέσα στη ψυχή μου ποιος έχει προτεραιότητα: η αμαρτία ή Αυτός που συνέτριψε το κράτος της αμαρτίας; Η αδυναμία μας ενισχύει την αμετανοησία μας και η αμετανοησία μας μεγαλώνει την αναιμικότητά μας.
Μετά πεισμώνουμε και «κλειδώνουμε» τους εαυτούς μας με τις αυτοδικαιώσεις μας. «Δεν θα μου πεις εσύ πώς να πιστεύω εγώ!».
Πιστεύουμε με απιστία και επειδή απιστούμε δεν πιστεύουμε αληθινά. Αλλά αυτή η βαβελική στάση δεν είναι μια κραυγαλέα αλαζονεία, μια τεράστια έλλειψη αυτογνωσίας και θεογνωσίας εκ μέρους μας;
Έπειτα, να πω και το άλλο, πολύ σημαντικό: Ποιος από αυτούς τους ανθρώπους γνωρίζει ότι, πιο πολύ αγιάζονται και χαριτώνονται από τον Θεό, εάν δεν έρθουν να κοινωνήσουν... και εάν αποστασιοποιηθούν από το Ποτήριο της Ζωής συνειδητά, αισθανόμενοι την κατάσταση της πτώσεώς τους και έχοντας μια ρεαλιστική και αθόλωτη γνώση για τις αμαρτίες τους, που εκ των πραγμάτων, λόγω αδυναμίας του χαρακτήρα τους και λόγω των συνθηκών που ζουν, αποφασίζουν από φόβο και ευλάβεια Θεού να μην προσέλθουν στη θεία Κοινωνία ή να κάνουν υπακοή στον λόγο του Πνευματικού τους Πατέρα.
Το ξέρετε ότι αυτή η αποχή φέρνει πολλή μεγάλη Χάρη και ευλογία στη ψυχή, τη ζωή και τον αγώνα τους;
Μας βάζει ο πειρασμός να θεωρούμε, να πιστεύουμε και να ισχυριζόμαστε ότι, εάν θα κοινωνήσουμε, με τα δικά μας άστοχα κριτήρια, θα ευλογηθούμε και ότι θα σωθούμε. Λάθος!
Τραγικό λάθος! Δεν σώζονται, όσοι κοινωνάνε μόνοι τους. Όσοι κοινωνάνε ξερά, τυπικά, δίχως εσωτερική προετοιμασία, δίχως μετάνοια, δίχως ευλογία· δεν σώζονται όσοι κοινωνάνε για τη μέρα και για την εορτή, επειδή το λέει το έθιμο του κόσμου, επειδή μας το λέει ο μπαμπάς και η μαμά, επειδή έχουμε μνημόσυνο. Σώζονται όσοι είναι ταπεινοί, προσευχόμενοι, ευλαβείς, όσοι θυσιάζουν την επιθυμία τους να κοινωνήσουν για την υπακοή προς την Εκκλησία, η εκπεφρασμένη φωνή της οποίας είναι η φωνή του Πνευματικού τους Πατέρα.
Ο Θεός, τους ανθρώπους που τιμούν κατ’ αυτόν τον τρόπο τη θεία Κοινωνία, με τον εσωτερικό τους θείο φόβο και με την υπαρξιακή τους συστολή, δεν θα τους αφήσει, δεν θα τους εγκαταλείψει, δεν θα τους στερήσει την ευλογία και πολύ περισσότερο την αγάπη Του. Είναι γεγονός αυτό, γιατί έτσι είναι ο τρόπος του Θεού, η σειρά μέσα στην Εκκλησία, η τάξη κατά τη θεία λατρεία, τη θεία Ευχαριστία.
Ούτε να απέχουμε με την αθεΐα, την απιστία και την κοσμικότητά μας από τα Μυστήρια της Εκκλησίας, ούτε και να αποθρασυνόμαστε απαιτώντας από τους Πνευματικούς να ενστερνίζονται τη φιλαμαρτήμονα κατάστασή μας και, από πάνω, να θέλουμε να μας δώσουν στανικά την άδεια να κοινωνήσουμε, ενώ εμείς κωλυόμαστε εκ των πραγμάτων από τις αμαρτίες μας και από την αμετανοησία μας.
Βλέπουμε ότι το σαρκικό φρόνημα είναι έντονο και διάχυτο στη ψυχή του Γιάννη και αυτό βρίσκει άμεσα διέξοδο και εκτόνωση σε έναν θυμό και σε μιαν αγανάκτηση ψυχολογικού τύπου. Στο τέλος, επικρίνει δριμύτατα τον Πνευματικό του και αυτό ουσιαστικά αν μη τι άλλο καταργεί την ατμόσφαιρα της μαθητείας και της υπακοής που πρέπει να έχει ο εξομολογούμενος προς τον Πνευματικό του Πατέρα.
Όταν γίνεται αυτό, δυστυχώς, η Χάρις του Θεού συστέλλεται, σμικρύνεται, απομακρύνεται από εμάς, γίνεται μη βιώσιμη, διότι δεν υπάρχει από μέρους μας η αγαθή διάθεση και η υπακοή της καρδιάς, που είναι το θεμέλιο του Μυστηρίου της Εξομολογήσεως.
Δεν πας ποτέ στον Πνευματικό με πνεύμα επίκρισης και ανάκρισης.
διότι, αυτός που ανακρίνεται μέσα στο Μυστήριο του Θεού είναι μόνο ο εαυτός μας.
Και σίγουρα είναι το πλέον άτοπο πνευματικά, να γινόμαστε εμείς κριτές και επικριτές του Πνευματικού μας, επειδή αυτός –με τη μεγάλη ευθύνη της θέσεώς του– μας δίδει ανεμπαθώς και δικαίως ένα επιτίμιο, το οποίο είναι προς το συμφέρον της ψυχής μας, το οποίο στο τέλος και μας σώζει και μας αγιάζει.
Ένα άλλο θέμα επίσης που προκύπτει ξεκάθαρα, είναι η σύγχυση και η ακρισία που υπάρχει περί του σαρκικού θέματος, το οποίο δεν «αμνηστεύεται» με το εάν κάνει κανείς Παράκληση και «αγαπά πολύ» την Παναγία ή με το εάν βρίσκει δουλειές σε άλλους φίλους ή εάν έχει οικογενειακά προβλήματα.
Παρά τα αντίβαρα της καλοσύνης, της εξωτερικής καλοσύνης, το εσωτερικό πρόβλημα υπάρχει εξ αντικειμένου και συνεχίζεται, άσχετα και με τις ευνοϊκές ή δυσμενείς συνθήκες που μας περιβάλλουν. Αν «αγαπάμε πολύ» την Παναγία, είναι βέβαιο ότι θα αγωνιστούμε με τη χάρη της να ζήσουμε κατά πώς θέλει ο Υιός της και Σωτήρας μας. Το σαρκικό θέμα, ο αγώνας που θα κάνουμε γι’ αυτό το θέμα, έχει σχέση και με την ειλικρινή και όχι επιδερμική ή ευσεβιστική αγάπη και πίστη που τρέφουμε μέσα μας για τον Χριστό, έχει σχέση με τον πόθο που έχουμε ή δεν έχουμε μέσα μας για τη σωτηρία μας.
Λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στις Επιστολές του: «Αυτός που αγαπάει τον Χριστό, τηρεί τον εαυτό του αγνό». Ο αγώνας και η προσπάθεια που κάνουμε ή που θα κάνουμε, πάντα με τη Χάρη του Θεού, είναι η πρώτιστη και κύρια «ελεημοσύνη», η σημαντικότερη μέριμνα που θα πρέπει να επιδείξουμε εμείς οι ίδιοι προς τον εαυτό μας, εάν και εφόσον μας ενδιαφέρει να σωθούμε.
Δεν γίνεται να «ευλογεί» κανείς την αμαρτία του και να πάει μετά να βρει τον Χριστό.
Στον Χριστό πας, αφού πρώτα νιώσεις και παραδεχτείς την αμαρτία σου, την αποκηρύξεις, τη σιχαθείς, την επικρίνεις, την αποδοκιμάσεις, την αρνηθείς. Εάν το κάνεις αυτό, εάν γίνει αυτό, μετά βλέπει ο καθένας να πέφτει κυριολεκτικά ένας ολόκληρος Θεός πάνω του, να τον αγκαλιάζει πανστοργικά και φιλότεκνα. Ο Θεός δεν παθαίνει απολύτως τίποτε με τις αμαρτίες και τις πτώσεις μας. Εμείς παθαίνουμε, γιατί αμαρτάνοντας, δεν μπορούμε να γίνουμε κοινωνοί Του, δεν μπορούμε να ενωθούμε μαζί Του...
Ο Θεός λαχταράει να ενωθεί μαζί μας, να γίνει ένοικος της καρδιάς μας. Αλλά πώς να μπει μέσα σε αυτήν, αφού η πόρτα της είναι ερμητικά κλειστή και το κλειδί το έχει πάρει στα χέρια του ο αιώνιος εχθρός μας με τα τόσα απαίσια και φαιδρά δικαιώματα που του έχουμε δώσει εμείς οι ίδιοι με τις χίλιες-δυο αμαρτίες μας. Και το θέμα δεν είναι τόσο να μην αμαρτάνουμε. Ανθρώπινο είναι. Και ποιος δεν αμαρτάνει;
Το θέμα είναι που δεν μετανοούμε, που δεν παραδεχόμαστε τις αμαρτίες μας, που δεν εννοούμε να καταλάβουμε ότι ακυρώνουμε και διώχνουμε τη θεία Αγάπη με το δικό μας αμαρτητικό, εφάμαρτο και πτωτικό φρόνημα, με τα έργα της αμαρτίας που τελειωμό δεν έχουν. Μετά, μας πιάνει η κατάθλιψη, η μιζέρια, ο καημός και ο σπαραγμός, και γράφουμε κάτι κείμενα σαν κι αυτά που μας έγραψε τόσο σφαλερά και απροσάρμοστα ο φίλος μας.
Η Φάτνη χωράει όλους τους αμαρτωλούς, ναι, είναι αλήθεια. Αλλά ξέχασε όμως κάτι πολύ βασικό, ο φίλος μας· ότι η Φάτνη του Χριστού χωράει και πάντα θα χωράει και δεν πρόκειται να γεμίσει ποτέ και δεν πρόκειται να κλείσει τη θύρα της ποτέ, σε ποιους;
Στους συντετριμμένους και μετανοούντες αμαρτωλούς! Γιατί ο Θεός μας, είναι «Θεός των μετανοούντων», όπως λέει και η «Προσευχή του Μανασσή». Είμαστε και, κατά κάποιο τρόπο «πρέπει» να είμαστε, και δεν μπορούμε να μην είμαστε, αμαρτωλοί· ας είμαστε όμως αμαρτωλοί εν μετανοία.
Μέσα στον ωραίο αγώνα της Πίστεως, που είναι αγώνας μετανοίας, εμείς αισθανόμαστε ότι είμαστε όχι απλά αμαρτωλοί, αλλά «παναμαρτωλοί», κατά τον Άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς. Γι’ αυτό και παίρνουμε μαζί μας όλες τις χαροποιητικές ελπίδες για αναγέννηση με τη μετάνοια του βίου μας, με τη μετάνοια που είναι ατελεύτητη και δεν γνωρίζει τελειωμό και τέλος, γιατί φτάνει ως τον Θρόνο του Θεού που μας αγαπάει ανεκδιήγητα παρά τις όποιες αμαρτίες μας.
Μόλις η μετάνοια μάς πάει προς τα κράσπεδα και την αγκαλιά του Σωτήρος Χριστού, τότε και μόνο τότε καταλαβαίνουμε, με όλα τα δάκρυα των πονεμένων εγκάτων μας, ότι, πραγματικά, «ότι κανένα απολύτως πταίσμα και ανόμημα, όσο μεγάλο κι αν είναι, και κανένα πλήθος των δικών μας αμαρτημάτων δεν μπορεί να ξεπεράσει ποτέ την πολλή μακροθυμία και τη μεγάλη φιλανθρωπία του Θεού» μας (βλ. Ζ΄ Ευχή Θείας Μεταλήψεως, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου).
Είθε ο αδελφός μας, ο Γιάννης, με τη Χάρη και τη δύναμη του Χριστού, να ξεπεράσει και να υπερβεί σύντομα όλα τα προβλήματα που ανέφερε στην ανάρτησή του, ώστε να βρει τον ευλογημένο δρόμο προς τη σωτηρία μέσω της ειλικρινούς μετανοίας!
Αμήν. Γένοιτο.
Ελάχιστος και έσχατος πάντων· πατήρ …
( Μας ήρθε σε email )
[1] Έλεγε ο Άγιος Παΐσιος ότι, «καλός πνευματικός είναι εκείνος που τολμά να βουτήξει στην κόλαση της αμαρτίας του πνευματικού του παιδιού και, από ’κει, να βρει τρόπο και δύναμη να αρπάξει το τέκνο του οδηγώντας το προς τον Χριστό, προς τη θεία αγάπη, προς την θεία Χάρη. Όποιος δεν έχει μια τέτοια αγάπη, καλύτερα να μη γίνεται και να μην είναι πνευματικός». Κατ’ αρχάς να πούμε εμφαντικά ότι ο διάλογος της οργής του «Γιάννη» είναι προκατασκευασμένος και σκόπιμος. Δεν είναι όλη η αλήθεια, γι’ αυτό και τυγχάνει ολόκληρο ψέμα. Ο «Γιάννης», με τη βαριά και αδικαίωτη καρδιά του, κρίνει, επικρίνει και μειώνει απροσχημάτιστα τον πνευματικό του. Και καταφέρνει στη δική ευόλισθη και αστήρικτη συνείδησή μας να βάλουμε όλοι λίγο-πολύ στο απόσπασμα αυτόν τον «αποτυχημένο» πνευματικό, που δεν μπόρεσε να κάνει το χατίρι του «Γιάννη», να τον κοινωνήσει και, επιτέλους, να ησυχάσει. Απολύτως καμία ορθόδοξη αλήθεια σε όλο αυτό! Η θεία Κοινωνία δεν είναι το χατιράκι που μας κάνει ο πνευματικός, δεν είναι το βραβείο της ψωροηθικής μας, δεν είναι η απαίτηση του σπασμένου συναισθηματικού μας κόσμου. Πιστεύω ακράδαντα ότι, τόσο οι κενόδοξες και πρόχειρες οικονομίες ψυχολογικού τύπου, όσο φυσικά και οι άτεγκτες αυστηρότητες μιας αδιάκριτης νομοκρατίας, θραύουν τη ψυχή και το φιλότιμό της. Η αμαρτία μάς κάνει όλους ραγισμένα καλάμια. Αλλά αυτά τα καλάμια είναι αδιανόητο να σπάζουν τελείως στα χέρια των ποιμένων και των πνευματικών. Πρέπει οπωσδήποτε να καταβληθεί ένας αγώνας εξ αμφοτέρων των μερών και προσώπων: κυρίως από τη μεριά του πνευματικού και δευτερευόντως από τη μεριά του εξομολογουμένου. Εμπνέει ο πνευματικός τη θεία αγάπη και τη διάκριση; Προβλέπεται να γίνει μια καλή δουλειά, μια εις βάθος δουλειά στην καρδιά του εξομολογούμενου. Έχει διάθεση μετανοίας και δίψα Θεού αυτός που εξομολογείται; Εάν ναι, τότε αναμένεται να πιάσει τόπο και αξία η προσέλευσή του στο Μυστήριο της Εξομολογήσεως και της θείας αφέσεως. Τώρα η όποια οργή, η αγανάκτηση, ο θυμός, ο αιτιασμός, η ένσταση, η επίκριση, η αντίδραση, η εναντίωση έναντι στο πρόσωπο και τη θέση του πνευματικού είναι καθαρά στοιχεία ενός μεγάλου πειρασμού αλλά και της διάχυτης απείθειας που ομολογουμένως επικρατεί παντού σήμερα.
ΑπάντησηΔιαγραφή[2] Μου έλεγε πριν από χρόνια ένας μεγάλος Γέροντας, ένας πραγματικά όσιος άνθρωπος και ασκητής του Θεού, ότι με τον πνευματικό δεν κάνουμε διάλογο, όπως γίνεται συνήθως στο κοσμικό επίπεδο. Προσερχόμαστε στο Μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως συντετριμμένοι, ευήκοοι και υπάκουοι, ακριβώς για να μάθουμε, για να αφουγκραστούμε ποιο είναι το θέλημα του Θεού για μας. Η θεία άφεση είναι το πρώτο και βασικό γνώρισμα της θείας αγάπης. Αυτό το πολύτιμο και θεραπευτικό γνώρισμα της θείας αγάπης, πήγαμε, ή μάλλον σπεύσαμε να το λάβουμε και να το ζήσουμε με την καρδιά μας, μέσα από το Μυστήριο του Θεού; Δυστυχώς, υπάρχουν ψυχές που, ενώ πάσχουν και οδύρονται ψυχοπνευματικά, ωστόσο μένουν βαυκαλισμένες και παγιδευμένες από τα πάθη και τους λογισμούς τους, και αρνούνται να οδεύσουν ειλικρινά και απελευθερωτικά προς το εν λόγω Μυστήριο της θείας αγάπης και της θείας αφέσεως. Υπάρχουν άλλες που, ακόμη και άγιος ή προφήτης να είναι αυτός που θα βρουν σαν πνευματικό, εν τούτοις δεν αλλάζουν, δεν αλλοιώνονται, δεν μεταστρέφονται, δεν μετανοούν. Ο καιρός περνάει, τα χρόνια περνάνε, με τους λογισμούς και τα πάθη μας, με τους μύθους, τις ιδεοληψίες ζωηρές μέσα μας και με τις οπαδοποιήσεις των «νεηλύδων» πνευματικών να μπερδεύουν πολύ τα πράγματα. Μέσα στο Μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως βρίσκεται χειροπιαστή η άφεση του Θεού. Ο πνευματικός βρίσκεται εκεί για να επιμαρτυρήσει και για να συμμαρτυρήσει αυτό το θείο γεγονός. Δεν είναι ούτε ο σωτήρας, ούτε ο αρχηγός, ούτε ο καταπιεστής, ούτε ο προσωπικός γκουρού μας. Αν θέλουμε τον ακούμε. Αν τον ακούσουμε, η πλάστιγγα της Χάριτος γέρνει υπέρ μας. Αν δεν δώσουμε σημασία στα λόγια του, η ευθύνη είναι μόνο δική μας. Ο εξομολογούμενος πάλι έρχεται, επειδή επιθυμεί ειλικρινά και εκ βαθέων να αλλάξει φρόνημα και τρόπο ζωής. Αν δεν ισχύει αυτό, καλύτερα να μην παρουσιάζεται άσκοπα. Ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο υπάρχει (και πρέπει να υπάρχει) μία εν Χριστώ συνεργεία και εμπιστοσύνη. Και ποτέ μια τέτοια και μια τόση επίκριση σαν αυτή που παρουσίασε τόσο έντονα, τόσο απαράδεκτα και τόσο κοσμικά ο «Γιάννης». Αυτό είναι αντιπαράδειγμα. Αυτή η οργή και η αγανάκτηση γίνεται μετά βούτυρο στο ψωμί των κενόδοξων και αγαπολόγων πνευματικών, οι οποίοι, με τα πυροτεχνήματα του φιλόκοσμου λόγου τους, γλυκαίνουν επιδερμικά και πρόσκαιρα τις ταλαιπωρημένες ψυχές, αλλά, όπως κατέδειξαν επανειλημμένως περίτρανα τα πράγματα από την καθημερινότητα όλων μας, αδυνατούν να τις οδηγήσουν στην πολυπόθητη θεραπεία, στην ανά(σ)ταση και στη σωτηρία που χαρίζει, αδαπάνητα και ακατάπαυστα, προς όλους και στον κάθε έναν ξεχωριστά, ο Χριστός μας.
ΑπάντησηΔιαγραφή[3] Η «Σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα», λένε ορθότατα οι στίχοι του γνωστού άσματος. Αυτή η θαυμάσια όσο και υπέροχη Σωτηρία, έχει μέσα της ανεξάλειπτο το στοιχείο της βίας, της αυτοβίας, της σύνθλιψης, του ζορίσματος του «παλαιού» εαυτού μας: της ορθόδοξης ασκήσεως. Να πούμε δε, ότι αυτό το «ζορίζειν», ειδικά σήμερα, το αποφεύγουμε όλοι μας σε όλα τα ορθόδοξα και πνευματικά κεφάλαια της πνευματικής ζωής. Αν ήταν δυνατόν αυτή η «Σωτηρία» μας να ήταν μια βροχή από καραμέλες, τι καλά που θα ήταν! Αλλά δεν γίνεται να ζοριστούμε, εάν δεν αγαπήσουμε· εάν δεν νιώσουμε λίγο πόσο ανείπωτα μας αγαπάει ο Θεός. Η έμπνευση μάς λείπει και αυτό είναι που μας καταβάλλει και μας ανισχυροποιεί. Δεν έχουμε τη δύναμη να σωθούμε από μόνοι μας. Αλλά και μήπως σωζόμαστε μόνοι μας; Ο Θεός μάς σώζει δωρεάν, γιατί η δική Του σωτηρία είναι ανέλπιστο χάρισμα, μια ανέκφραστη δωρεά προς τη ψυχή και τη ζωή μας. «Και ποιος μπορεί να σωθεί;», απορούσαν με πόνο ψυχής οι Μαθητές του Κυρίου. «Αυτά που είναι αδύνατον για τους ανθρώπους, είναι δυνατά για τον Θεό», τους απάντησε με κάθε εύστοργη ευθύτητα ο Χριστός μας (βλ. Μάρκ. 10, 26· Λουκ. 18, 26). Και έτσι είναι, έτσι γίνεται και αυτό γίνεται πάντα για όλους και με όλους. Ο Χριστός σώζει, αλλά ταυτόχρονα αφήνει τον άνθρωπο να συνεργήσει «μικρόν όσον» σε αυτό. Αλλά από την άλλη τίθεται ένα τεράστιο και σοβαρό πρόβλημα που έχει πάρει θλιβερές διαστάσεις στις μέρες μας: Δεν γίνεται με τα «Άρλεκιν» και με τα «Βίπερ» του κενόδοξου και κοσμολατρικού λόγου μας να εμπνεύσουμε την οδό της Σωτηρίας σε καμία ψυχή και σε καμία συνείδηση. Ας το πάρουμε απόφαση αυτό, πριν είναι αργά, ιδιαίτερα για μας τους κληρικούς. Διότι από εμάς πρώτους θα αρχίσει η Κρίση του Θεού. Εμείς έχουμε «αμαρτήματα» και ο λαός «αγνόηματα». Επίσης, δεν γίνεται και δεν επιτρέπεται να γινόμαστε με οποιονδήποτε τρόπο ολετήρες και οδοστρωτήρες ψυχών, επειδή επιδιώκουμε συνειδητά ή ασυνείδητα να «ασφαλιστούμε» εμείς μέσα στις ψευδοδικαιώσεις ενίων νόμων και διατάξεων. Συντελείται μέσα μας, από την πλευρά των ποιμένων και πνευματικών, το εξής επίπλαστο αλλά και φαιδρό δόγμα: «Σε σώζω αδελφέ, επειδή δεν κολάζομαι και επειδή δικαιώνομαι πρώτα εγώ»! Μιξοορθοδοξία στο ακέραιο. Μεταλλαγμένη ποιμαντική που δεν προσφέρει καμιά έμπνευση.
ΑπάντησηΔιαγραφή[4] Έχοντας υπόψη τη σημερινή κατάσταση, δεν γίνεται να μην έρθουμε αντιμέτωποι με τα παρακάτω κρίσιμα ερωτήματα που περιμένουν ειλικρινείς απαντήσεις από εμάς: Πώς και γιατί οι σημερινοί επίσκοποι κάνουν με τόση περισσή ευκολία τυχάρπαστους πνευματικούς, έτσι άσκεφτα και ανεξέταστα; Πώς εμείς δεχόμαστε να γινόμαστε πνευματικοί έχοντας παράλληλα μεγάλα θέματα «ενδοαδυναμιών» να επιλύσουμε μέσα μας; Πώς υποδεχόμαστε τις ψυχές δίχως καμιά εμβιωμένη πνευματικότητα από τη μεριά μας; Πώς αγαπάμε έτσι, με τόση μονομέρεια αντιλήψεως και κρίσεως; Πού είναι η αγάπη μας δίχως τη διάκριση και τη φιλαλήθεια; Ποιος μας είπε ότι η αγάπη δίχως τη διάκριση είναι αγάπη; Ποιος μας είπε ότι η εν Χριστώ αγάπη είναι κολακεία ή θωπεία στα πάθη των εξομολογούμενων; Ποιος μας είπε ότι η αυστηρότητά μας είναι δίκαιη και ορθή ενώπιον του Θεού; Γιατί δεν αγωνιζόμαστε να εξαλείψουμε τον παραλογισμό της ανεπιείκειας, διατηρώντας μέσα μας την πλάνη ότι μόνο με αυτόν τον παραλογισμό εμείς γινόμαστε χριστοευαγγελικοί τύποι; Πού είναι ο πόνος, η συμπάθεια και η προσευχή μας για τα όποια και όσα αμαρτήματα των αδελφών μας; Κάναμε με τον τρόπο της Χάριτος τα δικά τους αμαρτήματα δικά μας; Πώς τολμούμε να τους ελέγχουμε, εάν πρώτα δεν συμπάσχουμε καρδιακά μαζί τους; Πώς μπορούμε να παρέχουμε τη θεία συγχώρεση δίχως να πληροφορούμε εσωτερικά τις καρδιές των προσερχομένων ψυχών; Και, τέλος, πώς τολμούμε να μουνταρεύουμε την άφραστη συγχώρεση του Κυρίου με τη δική μας κενοδοξία, ανθρωπαρέσκεια, κοσμολατρεία, ψυχρότητα, αγνωσία και αβάθεια; Πόσοι από τους πνευματικούς θα έπρεπε επανειλημμένως να μελετήσουν και να εντρυφήσουν στον «Εις Ποιμέναν» λόγο του Αγίου Ιωάννου της «Κλίμακος»! Εκεί να δείτε αποκάλυψη διακρίσεως, φωτισμού όλων αυτών των θεμάτων σε καθαρά ορθόδοξο βάθος, πλάτος και ύψος, που αφυπνίζει και σώζει κυριολεκτικά: και εξομολόγους και εξομολογούμενους. Αλλά, βλέπετε, μας θέλγει όλους η εύκολη οδός της οικονομίας στην αγαπολογία, της αυστηρότητας στην αυτοδικαίωση, της αμετανοησίας στην επίκριση, της ψευδομετάνοιας στην άκρα υποκρισία, της λοιδορίας των αγιασμάτων και των μυστηρίων στην επίπλαστη ευσέβειά μας και στον άχρηστο ζήλο μας. Λοιπόν, πουθενά σε όλα τα παραπάνω ο Θεός! Πουθενά! Γιατί ο Θεός «ου μυκτηρίζεται» (βλ. Γαλ. 6, 7) με τη δική μας πονηρία, άρνηση, απείθεια, υποκρισία και βλακεία. Ζητώ συγνώμη για τις μακρόσυρτες και ζαλιστικές σκέψεις μου επί του θέματος της αναρτήσεως.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυλογείτε!
Πατήρ Δαμιανός.