Τοῦ Μητροπ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Γιατί δὲν ὑπέγραψα τὸ κείµενο
«Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσµον»
Ἔχουν δηµοσιευθῆ διάφορα σχόλια σχετικὰ µὲ τὴν στάση ποὺ τήρησα ὡς πρὸς τὸ κείµενο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας µὲ τίτλο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσµον». Ἄλλοι γράφουν ὅτι δὲν τὸ ὑπέγραψα, ἄλλοι ὅτι τὸ ὑπέγραψα μὲ ἐπιφύλαξεις καὶ ἄλλοι ὅτι τὸ ὑπέγραψα.
Μὲ τὴν δήλωσή µου αὐτὴ ἐπιβεβαιώνω ὅτι πράγµατι δὲν ὑπέγραψα αὐτὸ τὸ κείµενο, καὶ ἐπὶ πλέον ἐξέφρασα τὶς ἐπιφυλάξεις µου γιὰ τὰ κείµενα:
«Ἡ ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ Κόσµῳ» καὶ «Τὸ Μυστήριον τοῦ Γάµου καὶ τὰ κωλύµατα αὐτοῦ», σὲ συγκεκριµένα σηµεῖα, τὰ ὁποῖα ἀνέπτυξα κατὰ τὶς Συνεδριάσεις.
Εἰδικὰ γιὰ τὸ πρῶτο κείµενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσµον» θέλω νὰ πῶ ὅτι ὄντως δὲν τὸ ὑπέγραψα μετὰ ἀπὸ βαθειὰ σκέψη, ἔχοντας θεολογικὰ κριτήρια.
Δὲν εἶναι καιρὸς ἀκόµη νὰ ἀναπτύξω ὅλα τὰ ἱστορικὰ καὶ θεολογικὰ ἐπιχειρήµατά µου, πράγµα τὸ ὁποῖο θὰ τὸ κάνω ὅταν ἀναλύσω γενικότερα ὅλες τὶς διαδικασίες καὶ τὴν ἀτµόσφαιρα ποὺ διέγνωσα κατὰ τὴν διεξαγωγὴ τῶν Συνεδριῶν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Ἐδῶ θὰ ἀναφέρω ἐπιγραµµατικὰ μερικοὺς εἰδικοὺς λόγους.
1. Θεωρῶ ὅτι δὲν πέρασαν ὅλες οἱ ὁµόφωνες ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὄχι μόνον ὡς πρὸς τὴν φράση «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν καὶ Κοινοτήτων» ἀλλὰ καὶ σὲ τέσσερεις – πέντε ἄλλες περιπτώσεις.
Ἐπέλεξα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ ἀποδεχθῶ τὴν συµµετοχή µου στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο ὡς μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀνέµενα ὅµως τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐoυ 2016 προκειµένου νὰ ἀποφασίσω τελικῶς γιὰ τὸ ἂν θὰ παραστῶ. Ὅταν διεπίστωσα ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας ἦταν σηµαντικὲς καὶ ὁµόφωνες κατέληξα στὸ νὰ συµµετάσχω στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο προκειµένου νὰ τὶς ὑποστηρίξω.
2. Προβληµατιζόµουν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ τὴν ὅλη δοµὴ καὶ σκέψη τοῦ κειµένου, διότι προῆλθε ἀπὸ τὴν συνένωση δύο διαφορετικῶν κειµένων, ἀλλὰ µέχρι τέλους ἤλπιζα στὶς διορθώσεις του, μὲ τὶς προτάσεις καὶ τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν.
Ὅµως τελικὰ παρατήρησα ὅτι οἱ διορθώσεις ποὺ προτάθηκαν ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες δὲν πέρασαν ὅλες στὸ κείµενο γιὰ διαφόρους λόγους. Ὁ Μητροπολίτης Περγάµου, ὁ ὁποῖος, προφανῶς ὡς Σύµβουλος, μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Πατριάρχου ἦταν τελικὸς ἀξιολογητὴς τῶν προτάσεων ἢ τὶς ἀπέρριπτε ἢ τὶς διόρθωνε ἢ τὶς υἱοθετοῦσε καὶ γινόταν ἀποδεκτὴ ἡ ἀξιολόγησή του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες.
Ἔτσι, τὸ κείµενο κατὰ τὴν ἄποψή µου δὲν ἦταν ὥριµο γιὰ νὰ ἐκδοθῆ ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, ἀφοῦ µέχρι τὴν τελευταία στιγµή, πρὶν τὴν ὑπογραφή του, διορθωνόταν καὶ ἐπεξεργαζόταν, ἀκόµη καὶ στὴν μετάφρασή του στὶς τρεῖς ἄλλες γλῶσσες, γαλλικά, ἀγγλικὰ καὶ ρωσικά. Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος ποὺ μερικὲς Ἐκκλησίες ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ζήτησαν τὴν ἀπόσυρση τοῦ κειµένου γιὰ περαιτέρω ἐπεξεργασία.
Ἐπίσης, τὸ κείµενο εἶναι περισσότερο διπλωµατικὸ καὶ ὁ καθένας µπορεῖ νὰ τὸ χρησιµοποιήση κατὰ τὶς προτιµήσεις του.
Ὅπως ὑποστήριξα στὴν Συνεδρίαση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, τὸ κείµενο δὲν ἔχει αὐστηρὴ ἐκκλησιολογικὴ βάση, καὶ τὸ θέµα τί εἶναι Ἐκκλησία καὶ ποιὰ εἶναι τὰ μέλη της ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ 100 σχεδὸν θέµατα ποὺ εἶχαν προταθῆ γιὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, ἀλλὰ ἐν τῷ μεταξὺ ἐξέπεσε, μὲ τὴν προοπτικὴ νὰ γίνη εὐρύτερη συζήτηση καὶ διάλογος καὶ μετὰ νὰ ἀποφασισθῆ σχετικῶς. Ἔπρεπε, ἑποµένως, πρῶτα νὰ συζητηθῆ καὶ ὁρισθῆ τί εἶναι Ἐκκλησία καὶ ποιὰ εἶναι τὰ μέλη της καὶ ἔπειτα νὰ καθορισθῆ ἡ θέση τῶν ἑτεροδόξων.
Ἐπίσης, ἐὰν ὑπέγραφα τὸ κείµενο αὐτό, στὴν πράξη θὰ ἀρνιόµουν ὅλα ὅσα κατὰ καιροὺς ἔχω γράψει σὲ θέµατα ἐκκλησιολογίας ἐπὶ τῇ βάσει τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ αὐτὸ δὲν µποροῦσα νὰ τὸ πράξω.
3. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοηθῆ πλήρως τὸ γιατί ἀρνήθηκα τὴν ὑπογραφή µου, ἐὰν δὲν δώσω καὶ μερικὲς πληροφορίες γιατί οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἄλλαξαν ἐκείνη τὴν στιγµὴ τὴν ὁµόφωνη ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς γνωστόν, ἡ ἀρχικὴ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου 2016 ἦταν ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν καὶ Κοινοτήτων», καὶ αὐτὴ τροποποιήθηκε μὲ τὴν πρόταση «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνοµασίαν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁµολογιῶν». Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο φράσεων εἶναι ἐµφανής.
Τὴν Παρασκευή, ποὺ συζητεῖτο τὸ συγκεκριµένο κείµενο, ἡ συζήτηση ἔφθασε σὲ ἀδιέξοδο στὴν ἕκτη παράγραφο, ὅπου γινόταν λόγος γιὰ τὴν ὀνοµασία τῶν Ἑτεροδόξων. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουµανίας πρότεινε νὰ λέγωνται «Ὁµολογίες καὶ Ἑτερόδοξες Κοινότητες». Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου πρότεινε νὰ λέγωνται «Ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἕλλαδος πρότεινε νὰ λέγωνται «Χριστιανικὲς Ὁµολογίες καὶ Κοινότητες». Ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουµανίας ἀπέσυρε τὴν πρότασή της, γινόταν συζήτηση μεταξὺ τῆς προτάσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ποὺ γινόταν ἀποδεκτὴ ἀπὸ ἄλλες Ἐκκλησίες, καὶ τῆς προτάσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Σὲ εἰδικὴ σύσκεψη τῆς ἀντιπροσωπείας µας τὴν Παρασκευὴ τὸ μεσηµέρι ἀποφασίσθηκε νὰ παραµείνουµε σταθεροὶ στὴν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας καὶ νὰ προταθοῦν ἐναλλακτικὲς λύσεις, ἤτοι νὰ γραφῆ «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τὴν ὕπαρξιν ἑτεροδόξων» ἢ «ἄλλων Χριστιανῶν» ἢ «µὴ Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν».
Ἐπειδὴ δὲν γίνονταν ἀποδεκτὲς οἱ προτάσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ Οἰκουµενικὸς Πατριάρχης στὴν ἀπογευµατινὴ Συνεδρίαση τῆς Παρασκευῆς πρότεινε δηµοσίως νὰ γίνη συνάντηση μεταξὺ τοῦ Μητροπολίτου Περγάµου καὶ ἐµοῦ, προκειµένου νὰ βρεθῆ λύση. Ὁ Μητροπολίτης Περγάµου δὲν φάνηκε διατεθειµένος γιὰ κάτι τέτοιο καὶ ἐγὼ δήλωσα ὅτι δὲν εἶναι θέµα προσωπικὸ γιὰ νὰ ἀναλάβω τέτοια εὐθύνη, ἀλλὰ εἶναι θέµα ὅλης τῆς ἀντιπροσωπείας. Τότε ὁ Οἰκουµενικὸς Πατριάρχης πρότεινε στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν νὰ βρεθῆ ὁπωσδήποτε λύση.
Τὸ Σάββατο τὸ πρωΐ πρὶν τὴν Συνεδρίαση, ἡ ἀντιπροσωπεία µας συναντήθηκε γιὰ νὰ ἀποφασίση σχετικῶς. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυµος, φερόµενος δηµοκρατικά, ἀνέφερε ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς συγκεκριµένες λύσεις. Ἡ πρώτη νὰ παραµείνουµε στὴν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας, ἡ δεύτερη νὰ καταθέσουµε µιὰ νέα πρόταση, γιὰ τὴν ὁποία δὲν γνωρίζω πῶς προέκυψε καὶ ποιὸς τὴν πρότεινε, ἤτοι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνοµασίαν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁµολογιῶν» μὲ τὸ ἰδιαίτερο σκεπτικὸ καὶ ἡ τρίτη νὰ δεχθοῦµε τὴν πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ποὺ ἔκανε λόγο γιὰ «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Ἔγινε συζήτηση καὶ ψηφοφορία μεταξὺ τῶν µελῶν τῆς ἀντιπροσωπείας µας πάνω στὶς τρεῖς προτάσεις. Προσωπικὰ ὑποστήριξα τὴν πρώτη πρόταση μὲ τὶς ἐναλλακτικές της διατυπώσεις ποὺ ἀναφέρθησαν προηγουµένως, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι παρόντες ἐψήφισαν τὴν δεύτερη νέα πρόταση.
Θεώρησα ὅτι αὐτὴ ἡ πρόταση δὲν ἦταν ἡ πλέον ἐνδεδειγµένη ἀπὸ πλευρᾶς ἱστορικῆς καὶ θεολογικῆς καὶ δήλωσα ἀµέσως ἐνώπιον ὅλων τῶν παρόντων ὅτι δὲν θὰ ὑπογράψω τὸ κείµενο αὐτό, ἐὰν κατατεθῆ αὐτὴ ἡ πρόταση, χάριν ὄµως τῆς ἑνότητος θὰ ἐπέχω ἀπὸ τὴν περαιτέρω συζήτηση. Ἐποµένως, δὲν θὰ µποροῦσα καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ νὰ ὑπογράψω τὸ κείµενο.
4. Ἕνας ἀκόµη λόγος, ποὺ δὲν εἶναι βέβαια καὶ οὐσιαστικός, ἀλλὰ ἔχει ἕνα εἰδικὸ βάρος εἶναι ὅτι ἀσκήθηκε ἔντονη λεκτικὴ κριτικὴ πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὴν ἀπόφασή της. Βέβαια, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυµος ἀπέρριψε μὲ πολὺ σηµαντικὸ λόγο τὴν ὑβριστικὴ αὐτὴ τοποθέτηση. Τελικά, ὄµως, ἡ ἀντίδραση αὐτὴ ἔπαιξε ἕναν ψυχολογικὸ ρόλο στὴν διαµόρφωση τῆς ἄλλης πρότασης.
Τουλάχιστον ἐγὼ προσωπικὰ δέχθηκα σοβαρὴ πίεση καὶ ὑβριστικὴ ἀντιµετώπιση ἀπὸ Ἱεράρχες γιὰ τὴν στάση µου, πληροφορήθηκα δὲ ὅτι πιέσεις δέχθηκαν καὶ ἄλλοι Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας μας.
Καὶ ἐπειδὴ πάντοτε ἐνεργῶ μὲ ψυχραιµία, νηφιαλιότητα καὶ ἐλευθερία, δὲν µποροῦσα νὰ ἀποδεχθῶ τέτοιες ὑβριστικὲς πρακτικές.
Αὐτοὶ εἶναι οἱ βασικότεροι λόγοι ποὺ μὲ ἔκαναν ἐνσυνειδήτως καὶ θεολογικῶς νὰ ἀρνηθῶ τὴν ὑπογραφή µου. Βέβαια, στὸ τελικὸ κείµενο ποὺ δηµοσιεύθηκε χρησιµοποιήθηκε καὶ τὸ ὄνοµά µου ὡς δῆθεν ὑπογράψαντα τὸ κείµενο, προφανῶς διότι ἤµουν μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Αὐτὰ εἶναι μερικὰ στοιχεῖα ἀπὸ ὅσα ἔγιναν γιὰ τὸ θέµα αὐτό.
Περισσότερα θὰ γράψω ἀργότερα, ὅταν θὰ ἀναλύσω καὶ τὴν προβληµατικὴ ἀπὸ πλευρᾶς ἱστορίας καὶ θεολογίας- τῆς τελικῆς πρότασης ποὺ ὑπέβαλε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ πέρασε στὸ ἐπίσηµο κείµενο.
Γιατί δὲν ὑπέγραψα τὸ κείµενο
«Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσµον»
Ἔχουν δηµοσιευθῆ διάφορα σχόλια σχετικὰ µὲ τὴν στάση ποὺ τήρησα ὡς πρὸς τὸ κείµενο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας µὲ τίτλο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσµον». Ἄλλοι γράφουν ὅτι δὲν τὸ ὑπέγραψα, ἄλλοι ὅτι τὸ ὑπέγραψα μὲ ἐπιφύλαξεις καὶ ἄλλοι ὅτι τὸ ὑπέγραψα.
Μὲ τὴν δήλωσή µου αὐτὴ ἐπιβεβαιώνω ὅτι πράγµατι δὲν ὑπέγραψα αὐτὸ τὸ κείµενο, καὶ ἐπὶ πλέον ἐξέφρασα τὶς ἐπιφυλάξεις µου γιὰ τὰ κείµενα:
«Ἡ ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ Κόσµῳ» καὶ «Τὸ Μυστήριον τοῦ Γάµου καὶ τὰ κωλύµατα αὐτοῦ», σὲ συγκεκριµένα σηµεῖα, τὰ ὁποῖα ἀνέπτυξα κατὰ τὶς Συνεδριάσεις.
Εἰδικὰ γιὰ τὸ πρῶτο κείµενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσµον» θέλω νὰ πῶ ὅτι ὄντως δὲν τὸ ὑπέγραψα μετὰ ἀπὸ βαθειὰ σκέψη, ἔχοντας θεολογικὰ κριτήρια.
Δὲν εἶναι καιρὸς ἀκόµη νὰ ἀναπτύξω ὅλα τὰ ἱστορικὰ καὶ θεολογικὰ ἐπιχειρήµατά µου, πράγµα τὸ ὁποῖο θὰ τὸ κάνω ὅταν ἀναλύσω γενικότερα ὅλες τὶς διαδικασίες καὶ τὴν ἀτµόσφαιρα ποὺ διέγνωσα κατὰ τὴν διεξαγωγὴ τῶν Συνεδριῶν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Ἐδῶ θὰ ἀναφέρω ἐπιγραµµατικὰ μερικοὺς εἰδικοὺς λόγους.
1. Θεωρῶ ὅτι δὲν πέρασαν ὅλες οἱ ὁµόφωνες ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὄχι μόνον ὡς πρὸς τὴν φράση «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν καὶ Κοινοτήτων» ἀλλὰ καὶ σὲ τέσσερεις – πέντε ἄλλες περιπτώσεις.
Ἐπέλεξα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ ἀποδεχθῶ τὴν συµµετοχή µου στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο ὡς μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀνέµενα ὅµως τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐoυ 2016 προκειµένου νὰ ἀποφασίσω τελικῶς γιὰ τὸ ἂν θὰ παραστῶ. Ὅταν διεπίστωσα ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας ἦταν σηµαντικὲς καὶ ὁµόφωνες κατέληξα στὸ νὰ συµµετάσχω στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο προκειµένου νὰ τὶς ὑποστηρίξω.
2. Προβληµατιζόµουν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ τὴν ὅλη δοµὴ καὶ σκέψη τοῦ κειµένου, διότι προῆλθε ἀπὸ τὴν συνένωση δύο διαφορετικῶν κειµένων, ἀλλὰ µέχρι τέλους ἤλπιζα στὶς διορθώσεις του, μὲ τὶς προτάσεις καὶ τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν.
Ὅµως τελικὰ παρατήρησα ὅτι οἱ διορθώσεις ποὺ προτάθηκαν ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες δὲν πέρασαν ὅλες στὸ κείµενο γιὰ διαφόρους λόγους. Ὁ Μητροπολίτης Περγάµου, ὁ ὁποῖος, προφανῶς ὡς Σύµβουλος, μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Πατριάρχου ἦταν τελικὸς ἀξιολογητὴς τῶν προτάσεων ἢ τὶς ἀπέρριπτε ἢ τὶς διόρθωνε ἢ τὶς υἱοθετοῦσε καὶ γινόταν ἀποδεκτὴ ἡ ἀξιολόγησή του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες.
Ἔτσι, τὸ κείµενο κατὰ τὴν ἄποψή µου δὲν ἦταν ὥριµο γιὰ νὰ ἐκδοθῆ ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, ἀφοῦ µέχρι τὴν τελευταία στιγµή, πρὶν τὴν ὑπογραφή του, διορθωνόταν καὶ ἐπεξεργαζόταν, ἀκόµη καὶ στὴν μετάφρασή του στὶς τρεῖς ἄλλες γλῶσσες, γαλλικά, ἀγγλικὰ καὶ ρωσικά. Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος ποὺ μερικὲς Ἐκκλησίες ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ζήτησαν τὴν ἀπόσυρση τοῦ κειµένου γιὰ περαιτέρω ἐπεξεργασία.
Ἐπίσης, τὸ κείµενο εἶναι περισσότερο διπλωµατικὸ καὶ ὁ καθένας µπορεῖ νὰ τὸ χρησιµοποιήση κατὰ τὶς προτιµήσεις του.
Ὅπως ὑποστήριξα στὴν Συνεδρίαση τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, τὸ κείµενο δὲν ἔχει αὐστηρὴ ἐκκλησιολογικὴ βάση, καὶ τὸ θέµα τί εἶναι Ἐκκλησία καὶ ποιὰ εἶναι τὰ μέλη της ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ 100 σχεδὸν θέµατα ποὺ εἶχαν προταθῆ γιὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, ἀλλὰ ἐν τῷ μεταξὺ ἐξέπεσε, μὲ τὴν προοπτικὴ νὰ γίνη εὐρύτερη συζήτηση καὶ διάλογος καὶ μετὰ νὰ ἀποφασισθῆ σχετικῶς. Ἔπρεπε, ἑποµένως, πρῶτα νὰ συζητηθῆ καὶ ὁρισθῆ τί εἶναι Ἐκκλησία καὶ ποιὰ εἶναι τὰ μέλη της καὶ ἔπειτα νὰ καθορισθῆ ἡ θέση τῶν ἑτεροδόξων.
Ἐπίσης, ἐὰν ὑπέγραφα τὸ κείµενο αὐτό, στὴν πράξη θὰ ἀρνιόµουν ὅλα ὅσα κατὰ καιροὺς ἔχω γράψει σὲ θέµατα ἐκκλησιολογίας ἐπὶ τῇ βάσει τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ αὐτὸ δὲν µποροῦσα νὰ τὸ πράξω.
3. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοηθῆ πλήρως τὸ γιατί ἀρνήθηκα τὴν ὑπογραφή µου, ἐὰν δὲν δώσω καὶ μερικὲς πληροφορίες γιατί οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἄλλαξαν ἐκείνη τὴν στιγµὴ τὴν ὁµόφωνη ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς γνωστόν, ἡ ἀρχικὴ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου 2016 ἦταν ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν καὶ Κοινοτήτων», καὶ αὐτὴ τροποποιήθηκε μὲ τὴν πρόταση «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνοµασίαν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁµολογιῶν». Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο φράσεων εἶναι ἐµφανής.
Τὴν Παρασκευή, ποὺ συζητεῖτο τὸ συγκεκριµένο κείµενο, ἡ συζήτηση ἔφθασε σὲ ἀδιέξοδο στὴν ἕκτη παράγραφο, ὅπου γινόταν λόγος γιὰ τὴν ὀνοµασία τῶν Ἑτεροδόξων. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουµανίας πρότεινε νὰ λέγωνται «Ὁµολογίες καὶ Ἑτερόδοξες Κοινότητες». Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου πρότεινε νὰ λέγωνται «Ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἕλλαδος πρότεινε νὰ λέγωνται «Χριστιανικὲς Ὁµολογίες καὶ Κοινότητες». Ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουµανίας ἀπέσυρε τὴν πρότασή της, γινόταν συζήτηση μεταξὺ τῆς προτάσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ποὺ γινόταν ἀποδεκτὴ ἀπὸ ἄλλες Ἐκκλησίες, καὶ τῆς προτάσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Σὲ εἰδικὴ σύσκεψη τῆς ἀντιπροσωπείας µας τὴν Παρασκευὴ τὸ μεσηµέρι ἀποφασίσθηκε νὰ παραµείνουµε σταθεροὶ στὴν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας καὶ νὰ προταθοῦν ἐναλλακτικὲς λύσεις, ἤτοι νὰ γραφῆ «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τὴν ὕπαρξιν ἑτεροδόξων» ἢ «ἄλλων Χριστιανῶν» ἢ «µὴ Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν».
Ἐπειδὴ δὲν γίνονταν ἀποδεκτὲς οἱ προτάσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ Οἰκουµενικὸς Πατριάρχης στὴν ἀπογευµατινὴ Συνεδρίαση τῆς Παρασκευῆς πρότεινε δηµοσίως νὰ γίνη συνάντηση μεταξὺ τοῦ Μητροπολίτου Περγάµου καὶ ἐµοῦ, προκειµένου νὰ βρεθῆ λύση. Ὁ Μητροπολίτης Περγάµου δὲν φάνηκε διατεθειµένος γιὰ κάτι τέτοιο καὶ ἐγὼ δήλωσα ὅτι δὲν εἶναι θέµα προσωπικὸ γιὰ νὰ ἀναλάβω τέτοια εὐθύνη, ἀλλὰ εἶναι θέµα ὅλης τῆς ἀντιπροσωπείας. Τότε ὁ Οἰκουµενικὸς Πατριάρχης πρότεινε στὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν νὰ βρεθῆ ὁπωσδήποτε λύση.
Τὸ Σάββατο τὸ πρωΐ πρὶν τὴν Συνεδρίαση, ἡ ἀντιπροσωπεία µας συναντήθηκε γιὰ νὰ ἀποφασίση σχετικῶς. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυµος, φερόµενος δηµοκρατικά, ἀνέφερε ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς συγκεκριµένες λύσεις. Ἡ πρώτη νὰ παραµείνουµε στὴν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας, ἡ δεύτερη νὰ καταθέσουµε µιὰ νέα πρόταση, γιὰ τὴν ὁποία δὲν γνωρίζω πῶς προέκυψε καὶ ποιὸς τὴν πρότεινε, ἤτοι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνοµασίαν ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁµολογιῶν» μὲ τὸ ἰδιαίτερο σκεπτικὸ καὶ ἡ τρίτη νὰ δεχθοῦµε τὴν πρόταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ποὺ ἔκανε λόγο γιὰ «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Ἔγινε συζήτηση καὶ ψηφοφορία μεταξὺ τῶν µελῶν τῆς ἀντιπροσωπείας µας πάνω στὶς τρεῖς προτάσεις. Προσωπικὰ ὑποστήριξα τὴν πρώτη πρόταση μὲ τὶς ἐναλλακτικές της διατυπώσεις ποὺ ἀναφέρθησαν προηγουµένως, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι παρόντες ἐψήφισαν τὴν δεύτερη νέα πρόταση.
Θεώρησα ὅτι αὐτὴ ἡ πρόταση δὲν ἦταν ἡ πλέον ἐνδεδειγµένη ἀπὸ πλευρᾶς ἱστορικῆς καὶ θεολογικῆς καὶ δήλωσα ἀµέσως ἐνώπιον ὅλων τῶν παρόντων ὅτι δὲν θὰ ὑπογράψω τὸ κείµενο αὐτό, ἐὰν κατατεθῆ αὐτὴ ἡ πρόταση, χάριν ὄµως τῆς ἑνότητος θὰ ἐπέχω ἀπὸ τὴν περαιτέρω συζήτηση. Ἐποµένως, δὲν θὰ µποροῦσα καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ νὰ ὑπογράψω τὸ κείµενο.
4. Ἕνας ἀκόµη λόγος, ποὺ δὲν εἶναι βέβαια καὶ οὐσιαστικός, ἀλλὰ ἔχει ἕνα εἰδικὸ βάρος εἶναι ὅτι ἀσκήθηκε ἔντονη λεκτικὴ κριτικὴ πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὴν ἀπόφασή της. Βέβαια, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυµος ἀπέρριψε μὲ πολὺ σηµαντικὸ λόγο τὴν ὑβριστικὴ αὐτὴ τοποθέτηση. Τελικά, ὄµως, ἡ ἀντίδραση αὐτὴ ἔπαιξε ἕναν ψυχολογικὸ ρόλο στὴν διαµόρφωση τῆς ἄλλης πρότασης.
Τουλάχιστον ἐγὼ προσωπικὰ δέχθηκα σοβαρὴ πίεση καὶ ὑβριστικὴ ἀντιµετώπιση ἀπὸ Ἱεράρχες γιὰ τὴν στάση µου, πληροφορήθηκα δὲ ὅτι πιέσεις δέχθηκαν καὶ ἄλλοι Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας μας.
Καὶ ἐπειδὴ πάντοτε ἐνεργῶ μὲ ψυχραιµία, νηφιαλιότητα καὶ ἐλευθερία, δὲν µποροῦσα νὰ ἀποδεχθῶ τέτοιες ὑβριστικὲς πρακτικές.
Αὐτοὶ εἶναι οἱ βασικότεροι λόγοι ποὺ μὲ ἔκαναν ἐνσυνειδήτως καὶ θεολογικῶς νὰ ἀρνηθῶ τὴν ὑπογραφή µου. Βέβαια, στὸ τελικὸ κείµενο ποὺ δηµοσιεύθηκε χρησιµοποιήθηκε καὶ τὸ ὄνοµά µου ὡς δῆθεν ὑπογράψαντα τὸ κείµενο, προφανῶς διότι ἤµουν μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Αὐτὰ εἶναι μερικὰ στοιχεῖα ἀπὸ ὅσα ἔγιναν γιὰ τὸ θέµα αὐτό.
Περισσότερα θὰ γράψω ἀργότερα, ὅταν θὰ ἀναλύσω καὶ τὴν προβληµατικὴ ἀπὸ πλευρᾶς ἱστορίας καὶ θεολογίας- τῆς τελικῆς πρότασης ποὺ ὑπέβαλε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ πέρασε στὸ ἐπίσηµο κείµενο.
Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέος Βλάχος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου